Σε κάθε τετραγωνίδιο του σώματος του Γιάννη Αντετοκούνμπο εγγράφεται, αρχειοθετείται και προβάλλεται ένα πλήθος συμβατικών πληροφοριών, παραστάσεων, αναπαραστάσεων και στιγμιοτύπων, στοιχείων, γεγονότων και υποθέσεων, καθώς και τα διάφορα επίπεδα διάδρασής του με αθλητικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά σημεία, Ελληνικής, Αμερικανικής, ή παγκοσμιοποιημένης προέλευσης. Κι αν αυτό ισχύει στην περίπτωση κάθε αθλητή ή μπασκετμπολίστα αυτού του διαμετρήματος, η περίπτωση του Αντετοκούνμπο φέρνει μαζί της όχι μόνο την εξαιρετικότητα και την αριστεία της αθλητικής του επίδοσης, αφ’ εαυτής ικανή να παράγει και να συντηρεί το δικό της σύμπαν και τον δικό της μύθο, αλλά δύο ακόμη στοιχεία που ενισχύουν περαιτέρω, ποσοτικά και ποιοτικά, την παραγωγή νοημάτων γύρω από το πρόσωπό του: πρώτον, την υπερβατική παρουσία του στο παρκέ μέσω του εξ ορισμού πειραματικού αγωνιστικού του ρόλου, και, δεύτερον, το κοινωνικό του υπόβαθρο, την πορεία δηλαδή από το περιθώριο του γκέτο στο κέντρο του ΝΒΑ, μαζί με τα προνόμια, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αυτό περιλαμβάνει.
Παίκτες με ένα ή δύο από αυτά τα στοιχεία (αγωνιστική κυριαρχία, τακτική επαναστατικοποίηση, έντονη βιωματική εμπειρία) εμφανίζονται συχνά, ειδικά στο ΝΒΑ ή έν γένει τις διάφορες αμερικανικές λίγκες, όπου η παγκόσμια προσοχή και η παρουσία εκπροσώπων από κάθε επίπεδο της ιδιάζουσας αμερικανικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης είναι εξασφαλισμένη. Η σύνδεση του Isiah Thomas, του Allen Iverson, ή του Lebron James με τις διάφορες μορφές γκέτο, η κάθε περίπτωση με τις δικές της ιδιαιτερότητες αλλά όλες κάτω από την ίδια στατιστική ομπρέλα, είναι ευρέως γνωστή, αλλά ποτέ δεν έλαβε τις διαστάσεις και την προβολή που έχει λάβει η αντίστοιχη ιστορία του Αντετοκούνμπο. Η αντιμετώπιση, μιντιακή και άλλη, του Magic Johnson μετά τη διάγνωση του με HIV είναι ένα μοναδικό παράδειγμα όπου εν μία νυκτί ένας fan και media favourite αθλητής μετατράπηκε στον μολυσματικό Άλλο, μέχρι να κάνει ξανά την αντίστροφη διαδρομή, αλλά οι αρχές της δεκαετίας του ‘90 σήμερα μοιάζουν με ξένη εποχή. Η -σχετικά συγκρίσιμη- απόφαση του Kareem Abdul Jabbar για αλλαγή ονόματος και μεταστροφή της θρησκευτικής του πίστης, περνώντας από τον χριστιανισμό στο Ισλάμ, όπως και η περίπτωση του Magic, είναι αδύνατον να απαγκιστρωθεί από το κοινωνικοπολιτικό και ιστορικό της πλαίσιο (τα παραπάνω παραδείγματα παρατίθενται αυστηρά στη βάση της πρόσληψης τους, κι όχι ως παρεμφερή case-studies).
Αλλά ας ξεκινήσουμε από τα αγωνιστικά. Η παρουσία του Αντετοκούνμπο στο PG, ο χρόνος που έχει την μπάλα στα χέρια του, ο τρόπος που διαβάζει το παιχνίδι, κι όλα σε συνδυασμό με το ύψος και τα αθλητικά του προσόντα, είναι μια γκροτέσκα εικόνα. Η αρχή του γκροτέσκου, βέβαια, στη σωματική του έκφραση ακουμπά πάντα σε διαστάσεις φανταστικές, κι η ατελώς τελική μορφή του οδηγεί πέρα από τον περιορισμένο χώρο του σώματος, φιλοδοξώντας να προσεγγίσει κάτι οικουμενικό, συχνά αντικατοπτρίζοντας ένα είδος κοσμικής ιεραρχίας. Ο Αντετοκούνμπο δεν αντικατοπτρίζει απλά, αλλά διαταράσσει τη κοσμική ιεραρχία του αθλήματος, προβάλλοντας διαρκώς εικόνες από ένα μέλλον που κανείς δεν ήξερε ότι είναι τόσο κοντά. Αν η γέννηση του Magic ήταν το πρώτο σημάδι της προφητείας του positionless μέλλοντος, κι αν ερχομός του Lebron η τελική πραγμάτωσή της, ο Αντετοκούνμπο ενσαρκώνει τη στιγμή μετά το τέλος της μεταφυσικής, προϊόν μιας διαδικασίας αυστηρά επιστημονικής, σαν να γεννήθηκε σε εργαστηριακές συνθήκες θετικής μεγαλοποίησης, αποτέλεσμα ενός πειράματος ακραίου γιγαντισμού. Κι αν ένα είδος επιστημονικής προόδου είναι πλέον συνυφασμένη με τ’ όνομά του, τότε η πρόοδος αυτή δείχνει ταυτόχρονα προς την κατεύθυνση του συγκεκριμένου, δηλαδή την αγωνιστική του ταυτότητα, και την κατεύθυνση του αγνώστου, δηλαδή το επόμενο στάδιο μιας εξελικτικής διαδικασίας που σήμερα οριοθετείται από τη δική του παρουσία.
Ωστόσο, όσο γκροτέσκα -παραμορφωμένη και παραμορφωτική- εμφανίζεται η εικόνα του Αντετοκούνμπο ανάμεσα στα καθιερωμένα playmaker πρότυπα, τόσο κανονιστική μοιάζει εκτός αυτών: το σώμα του παραμένει ένα σύστημα αυστηρά καθορισμένων σημείων, όλα μετρήσιμα και ελέγξιμα μέχρι τον τελευταίο δεκαδικό, κατηγοριοποιημένα σε κάποια ιδιόλεκτο μιας εξειδικευμένης ιατρικής. Το σώμα του παραμένει το επιχειρηματικό του κεφάλαιο, και δίπλα στους εξειδικευμένους ιατρικούς όρους προστίθεται οικονομικές τερμινολογίες κι ένα πρότυπο brand-name. Η επένδυση επωάζει αποκλειστικά σε συνθήκες προαιρετικού εγκλεισμού. Το γυμναστήριο παίρνει τη μορφή κοινωνικού εργοστασίου μεταμόρφωσης ανθρώπινων σωμάτων. Οι μύες του συσσωρεύονται και διακρίνονται σαν σανίδες της μπουγάδας. Η στέρηση γίνεται συνήθεια και η θυσία γίνεται εμμονή. Αλλά αυτή είναι μόνο η επένδυση. Εμμονή, θυσία, συνήθεια, στέρηση. Ο Αντετοκούνμπο εισπράττει ήδη την πρώτη επιστροφή.
Η αντίθεση, βέβαια, μεταξύ του χθες και του σήμερα, μεταξύ του τότε και του τώρα, είναι τόσο έντονη, και δημοσιογραφικά πολλαπλώς καταγεγραμμένη, που έχει δημιουργήσει το δικό της επίπεδο λόγου, όπου δημοσιολογούντες είναι πάντα πρόθυμοι να σχολιάσουν και να αφηγηθούν -συχνότερα, να ιδιωποιηθούν και να μεταποιήσουν- το background και τη βιογραφική ιστορία του Αντετοκούνμπο. Το έντονο συμβολικό και πολιτικό φορτίο που αυτή φέρει είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι ότι κάθε τέτοιο φορτίο συνεπάγεται κι ένα ορισμένο πολιτικό κεφάλαιο, το οποίο σήμερα δείχνει να εξαντλείται σε ανέξοδους ηθικισμούς, οφθαλμοφανείς επισημάνσεις, και αφελείς ή εχθρικές κριτικές. Ανάμεσα σε τοξικά πέπλα άκρατης συναισθηματολογίας και μελοδραματισμού, ο πιο ουδέτερος και ψύχραιμος παρατηρητής μοιάζει να παραμένει ο ίδιος ο Αντετοκούνμπο –όσο ο καθένας επιχειρεί να πει ένα μέρος ή μια εκδοχή της ιστορίας του, ο καλύτερος αφηγητής της μοιάζει να’ ναι αυτός που τη γράφει, ο ίδιος ο παίκτης. Ο μιντιακός ενθουσιασμός της rookie χρονιάς του σταδιακά μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει μ’ ελαφρά αποστασιοποίηση -ο αυθορμητισμός χαμηλώνει, τα αμήχανα χαμόγελα λιγοστεύουν, ο χρόνος των απαντήσεων μειώνεται- και το προφίλ που σχηματίζεται δείχνει να κατέχει δύο σπάνια για την ελληνική δημόσια σφαίρα στοιχεία: συναίσθηση της συγκεκριμένης θέσης και συνείδηση του ευρύτερου ρόλου του.
Κυρίως, όμως, ο Αντετοκούνμπο δείχνει να απέχει πλήρως από το δίπολο τιμή/ντροπή, ή την κουλτούρα της τιμής, νοοτροπία εδραιωμένη στην ελληνική (αλλά και βαλκανική και μεσογειακή) επικράτεια σε βάθος πολλών δεκαετιών. Στις εμφανείς συμπεριφοριακές προεκτάσεις της, η κουλτούρα της τιμής συντίθεται ως ιεραρχικό σύστημα κοινωνικής αποδοχής, όπου κυριαρχούν η προκατάληψη με το βλέμμα του Άλλου τόσο στη συλλογική όσο και στην εξατομικευμένη του μορφή, η διατήρηση μιας στενά ορισμένης ηθικής ακεραιότητας, η πατριαρχία, η εσωτερίκευση κάθε αρνητικής βιωματικής εμπειρίας, και η αδυναμία και απροθυμία διαπραγμάτευσης με τις διάφορες μορφές ενοχής. Ο Αντετοκούνμπο ως μιντιακή περσόνα ξεφεύγει εμφανώς από αυτό το σχήμα: αποφεύγει το μελο- και μικρό-δραματικό, τείνει προς τον εξορθολογισμό, θέτει διακριτά όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, και αγκαλιάζει το παρελθόν του με όρους πλήρους αποδοχής.
Αυτή η στάση είναι ένα μάθημα και μια υπενθύμιση που σήμερα δείχνουν να έρχονται και να παρέρχονται, έτοιμα να αγνοηθούν και να παραμεριστούν, δίχως να γίνεται προσπάθεια έστω να εντοπιστούν και ν’ αναλυθούν.
Την ίδια στιγμή, κάτω από το υπόστρωμα του εργαλειακού ενθουσιασμού και της εμπορικής απήχησης, εύκολα διακρίνει κανείς τις συνήθεις αμήχανες προσλήψεις που προκαλεί κάθε φαινόμενο που απαιτεί την επανανοηματοδότηση φυλετικών ή εθνοτικών ταυτοτήτων. Κι η απαίτηση αυτή δεν γεννήθηκε ξαφνικά με την εμφάνιση του Αντετοκούνμπο: περιοριζόμενοι στις μπασκετικές εκφάνσεις του θέματος, οι περιπτώσεις του Νέστορα Κόμματου και του Σχορτσιανίτη, αλλά και η αθρόα συμμετοχή Ελλήνων δεύτερης γενιάς στα διάφορα επίπεδα εθνικών ομάδων τα τελευταία χρόνια, δηλώνουν τη χρόνια ανάγκη για το άνοιγμα μιας ευρύτερης συζήτησης που επιμελώς αποφεύγεται. Στο κέντρο αυτής βρίσκεται η έννοια της ελληνικότητας μαζί με τα παράγωγα και τις προεκτάσεις της: Σε τι ακριβώς συνίσταται; Και ποιος μπορεί, δικαιωματικά, να την ορίσει;
Η συντηρητική και η αριστερή θέση είναι εξίσου προβληματικές. Η πρώτη αναζητά εναγωνίως έναν αντικειμενικό ορισμό φυλετικής ψευδοκαθαρότητας, συχνά προφασιζόμενη ψευτοεπιστημονικές προφάσεις, στη μέση μιας αγχώδους διαδικασίας να ορίσει και να οριστεί, διαρκώς σε καθεστώς δυνητικής και ασύμμετρης απειλής, κατασκευάζοντας εχθρούς και διαχωρισμούς, στρέφοντας το βλέμμα προς το ξένο μόνο για να εξυπηρετήσει τον θλιβερό ετεροπροσδιορισμό της. Η δεύτερη αντιμετωπίζει κάθε τι φυλετικό ως μια μορφή εσφαλμένης συνείδησης, θέτοντας το στο περιθώριο και αρνούμενη κάθε ιστορικότητά του, δίχως καθόλου να προβληματίζεται από την μακροζωϊα των φυλετικών σχημάτων σε χρόνο και κοινωνικοθεωρητικά περιβάλλοντα. Η πολιτική συζήτηση που προκαλεί ο Αντετοκούνμπο διεξάγεται μεταξύ μίας πλευράς που αρνείται να κατανοήσει τον κόσμο και μιας δεύτερης που είναι πεπεισμένη πως ζει σε κάποιο ουτοπικό του αντίγραφο.
Η εποχή του Γκάλη και των υπόλοιπων πρωταγωνιστών του ‘87, μέσα στην φούσκα της τότε κοινωνικής ευημερίας, ταυτίστηκε με την μπασκετική εξειδίκευση της ελληνικής δημοσιογραφίας, όπως αποκρυσταλλώνεται και στη γνωστή αποστροφή του Φίλιππα Συρίγου. Πρόκειται για μια διαδικασία που έμεινε στάσιμη κι εν πολλοίς ατελής, που δεν άφησε ποτέ πίσω της την παραπλανητική ολοκλήρωση της εφηβείας της, που δεν ενηλικιώθηκε, που δεν προχώρησε όσο θα’ πρεπε κι όσο θα μπορούσε, που δεν ανέπτυξε ποτέ μια συνείδηση του εαυτού της και πνίγηκε γρήγορα όταν το πλήθος ερεθισμάτων άρχισε να ξεπερνά τη δυνατότητα επεξεργασίας τους. Σήμερα έχει πια πλήρως αντικατασταθεί από το λόγο και τη δημοσιογραφία των social media, τον άκρατο αυθορμητισμό, την άκριτη πολιτικοποίηση, την κατά περίσταση ειδίκευση. Οι πρωταγωνιστές του ‘87΄, δημοσιογράφοι και μη, δεν στάθηκαν ποτέ πέρα και πάνω από την εποχή τους, αλλά παρέμειναν οργανικά ενταγμένη μέσα σ’ αυτήν. Ο ίδιος ο Αντετοκούνμπο μέχρι τώρα κάνει αυτό ακριβώς. Αν επίκειται μια αλλαγή στην κορυφή της ιστορικής κατάταξης των Ελλήνων παικτών, αυτή είναι η καλύτερή της αρχή.
Σημειώσεις:
1. Οι ορισμοί του γκροτέσκου καθώς και κομμάτια της μεταφορικής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε προέρχονται από το Τα Όρια του Σώματος: Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις, συλλογή δοκιμίων σε επιμέλεια της Δήμητρας Μακρυνιώτη, Εκδόσεις νήσος.
2. Σχετικά με το δίπολο τιμή/ντροπή βλέπε την εργασία της Costantina Safilios-Rothschild, Honour Crimes in Contemporary Greece.
Leave a Reply