Ο Tom Izzo, ο Draymond Green και η τέχνη του rebound

Όσο οι διάφορες επιστημονικές μέθοδοι προπόνησης διασφαλίζουν τη διαρκή αύξηση της αθλητικότητας των παικτών, το rebound μοιάζει να καθίσταται το προϊόν μιας απλής πρόσθεσης απόλυτων αριθμών: ύψος, συνολικό μήκος, άλμα, εκτόπισμα. Όσο περισσότερο ανεπτυγμένα έχει κάποιο από ή όλα τα παραπάνω ένας παίκτης, τόσο ευκολότερο είναι να κυριαρχεί από οποιοδήποτε σημείο της ρακέτας, δηλαδή να κυριαρχεί χωρίς να τον απασχολεί τόσο η κατάληψη της καλύτερης θέσης σ’ αυτήν. Αν το rebound δεν είναι η αναζήτηση της καλύτερης θέσης κι ό,τι αυτή περιλαμβάνει, αν είναι ένας απλός διαγωνισμός αθλητικής και σωματική υπεροχής, τότε δεν μπορεί να διδαχθεί. Περνάει στη σφαίρα του τυχαίου, γίνεται μη ελέγξιμο και μη μετρήσιμο. Αυτός που διαχρονικά θυμίζει κι επιμένει πως η τέχνη του rebound ανήκει κι αυτή στα fundamental του αθλήματος, πως παραμένει μια ικανότητα που κανείς μπορεί να προπονήσει και να βελτιώσει, είναι ο Tom Izzo.

Στο πανεπιστήμιο του Michigan και τους Spartans, όπου ο Izzo βρίσκεται ως head coach από το 1995, η εξειδίκευση στο κομμάτι του rebound αποτελεί διαχρονικά την ταυτότητα του μπασκετικού προγράμματος. Όπως έγραψε κάποτε το Grantland, αναπαράγοντας τη γνωστή Αμερικανική έκφραση, κανείς μπορεί να’ ναι τόσο σίγουρος ότι οι διάφορες ομάδες του Izzο θα κυριαρχούν στον συγκεκριμένο τομέα όσο είναι για τον θάνατο, τους φόρους και την ανατολή του ηλίου από την προφανή πλευρά. Για τον Izzo η διεκδίκηση του rebound ξεκινά ως ανάπτυξη της ατομικής τεχνικής, σταδιακά παίρνει την μορφή συγκεκριμένων ψυχοσωματικών απαιτήσεων -μετατρέπεται δηλαδή σε συγκεκριμένη νοοτροπία και προσέγγιση- και καταλήγει διακριτή σαν ξεχωριστή προπονητική φιλοσοφία.
Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει στους παίκτες του είναι να αντικαθιστούν το box-out, τον αυτοματοποιημένο τρόπο διασφάλισης της μπάλας μετά από άστοχο σουτ σε όλες τις βαθμίδες της μπασκετικής εκπαίδευσης, με το Hit-Find-Fetch. Ο αμυνόμενος, δηλαδή, αντί να κλειδώσει τον αντίπαλο στην πλάτη του και να περιμένει να διαφανεί η πορεία της μπάλας πριν πηδήξει (box-out), χτυπά τον παίκτη του αρκετά δυνατά ώστε να τον αδρανοποιήσει (Hit), γυρνάει αμέσως πρόσωπο στο καλάθι και εντοπίζει την μπάλα (Find), κι έπειτα κινείται αστραπιαία προς αυτήν (Fetch).

Αφού οι παίκτες του έχουν απορροφήσει τα βασικά, ο Izzo δίνει το σύνθημα για τη διάσημη ομαδική άσκηση που έχει επινοήσει, γνωστή ως War Drill. Μεταφράζουμε από σχετικό κείμενο του ESPN:

Πέντε αμυνόμενοι παίκτες βρίσκονται μέσα στη ρακέτα και πέντε επιτιθέμενοι έξω από αυτήν. Κάποιος από το προπονητικό staff σουτάρει, αστοχώντας επίτηδες. Οι αμυνόμενοι πρέπει να χτυπήσουν τους αντιπάλους κι έπειτα να γυρίσουν το σώμα τους και να διεκδικήσουν το rebound. Η επαφή μεταξύ των παικτών δεν είναι μια μπουνιά ή ένα χτύπημα με τα δύο χέρια. Συμβαίνει αποκλειστικά με τον πήχη, κάτι που επιτρέπεται από τους κανονισμούς, αλλά μπορεί να γίνει αρκετά δυνατά ώστε να στείλει το μήνυμα στον επιτιθέμενο και να τον σπρώξει μερικά βήματα πίσω. Και μόλις οι αμυνόμενοι γυρνούν πρόσωπο προς το καλάθι, οφείλουν να κυνηγήσουν την μπάλα, όχι απλά να κάνουν box-out και να περιμένουν αυτή να προσεγγίσει το έδαφος.

Κατά τη διάρκεια της άσκησης οι συνθήκες που επικρατούν θυμίζουν περισσότερο ράγκμπι και λιγότερο μπάσκετ. Οι παίκτες ανταλλάσσουν μικροτραυματισμούς, αγκωνιές και μελανιές. Όποιος δεν χτυπάει αρκετά δυνατά, όποιος δεν μπορεί να κρατήσει τη θέση του, δεν έχει θέση στην ομάδα. Ο πόνος στα σώματά τους μπορεί να κρατήσει ολόκληρη τη χρονιά. Φάουλ δεν σφυρίζονται. Κάθε επανάληψη ολοκληρώνεται μόνο όταν η μπάλα βγει εκτός. Ζητούμενο είναι η σκληράδα, η αυτοθυσία, η διαρκής παραγωγή ενέργειας και οι γρήγορες αντιδράσεις ーσωματικές και πνευματικές.

Η άσκηση είναι ταυτισμένη με το DNA των Spartans επί Izzo κι αποτελεί  την επιτομή της blue-collar νοοτροπίας του πανεπιστημίου, η οποία συμπληρώνεται από το ανάλογο mentality και την πίστη πως το σύνολο είναι πάντα μεγαλύτερο από το απλό άθροισμα των μερών του. Κορυφαίος απόφοιτος του προγράμματος, καθόλου τυχαία, είναι ο παίκτης που προσωποποιεί σήμερα τα παραπάνω στο κορυφαίο επίπεδο πιστότερα από κάθε άλλον, ο Draymond Green, αγαπημένη άσκηση του οποίου ήταν το War-Drill.

* * *

17408106_1302347769851880_107641535_o.jpg

Ο Green και ο Izzo έχουν παραμείνει κοντά μετά την αποφοίτηση του πρώτου. Μιλούν συχνά δημόσια (παράδειγμα 1 και 2) για τη σχέση τους. Έχουν αναπτύξει μια εμφανή δυναμική πατέρα-γιου. Υπάρχει μια ταύτιση μεταξύ τους κι αυτή, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και την αγωνιστική: αν, όπως έχει δηλώσει ο Izzo, απ’ όσους παίκτες έχει προπονήσει, ο Green είναι ο εξυπνότερος και ο αγαπημένος του, είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι το μπασκετικό του μοντέλο εκφράζεται κρυστάλλινα στο πρόσωπο του εκκεντρικού forward. Κι αυτό είναι ίσως το πρώτο που μπορεί κανείς να πει για τον Green, προσπαθώντας να τον περιγράψει ταυτόχρονα ως παίκτη κι ως χαρακτήρα. Αλλά σίγουρα όχι και το τελευταίο.

O Green μοιάζει να βρίσκεται διαρκώς σ’ ένα μεταίχμιο, παγιδευμένος μεταξύ δύο διαστάσεων, σαν να ανήκει σε μια γκρίζα ζώνη την οποία χρησιμοποιεί ως ορμητήριο, εφορμώντας πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά. Πότε προς μια ανώτερη μπασκετική διάσταση, εκεί που μοιάζει να ελέγχει τα πάντα. Και πότε προς τον μπασκετικό υπόκοσμο, εκεί που μοιάζει να ελέγχεται από αυτά που θα ’πρεπε να ελέγχει. Βουτάει στο παιχνίδι λαίμαργα, αδιάφορος για ηθικούς φραγμούς και συναδελφική αλληλεγγύη, μόνιμος παραβάτης ρητών και άρρητων κανόνων ορθής συμπεριφοράς, διεκδικώντας και τελικά κερδίζοντας μια θέση στην κεντρική σκηνή την οποία, όταν ξεκινούσε την καριέρα του, κανείς δεν φανταζόταν πως μπορούσε να λάβει.

Ξεπερνά τα όρια; Πολύ συχνά. Αλλά αυτό κάνει σ’ όλη του τη ζωή. Ξεκίνησε σαν ένας undersized forward χωρίς ξεκάθαρη θέση, tweener σε μια εποχή που το άκουσμα της λέξης προκαλεί αυτόματα αμφισβήτηση, άγουρος και ανώριμος, με αθλητικό πακέτο όχι μακρυά του μέσου όρου, και χωρίς να είναι υπερτροφικά αναπτυγμένος σε κανένα κομμάτι του παιχνιδιού (πλην της ανάγνωσής του). Σήμερα είναι βασικός και αναντικατάστατος σε μια ομάδα ιστορικά καλή, και ταυτόχρονα επαναπροσδιορίζει τα χαρακτηριστικά της θέσης του.  

Δύο είναι οι μπασκετικοί του πρόγονοι: ο Boris Diaw και ο Kevin Garnett. Από τον πρώτο έχει κληρονομήσει την αγωνιστική νοοτροπία. Όπως κι ο Γάλλος forward, ο Green βασίζει το παιχνίδι του στη σπάνιας έντασης εγκεφαλική του λειτουργία: αποκωδικοποιεί καταστάσεις με ταχύτητα υπολογιστή, θυμάται ολόκληρα plays και απίθανες τακτικές λεπτομέρειες από περασμένες χρονιές, κατευθύνει και κινεί άμυνα και επίθεση (την καλύτερη επίθεση και μια από τις καλύτερες άμυνες), όντας πάντα σε εγρήγορση και ψαρεύοντας διαρκώς πληροφορίες από τα βαθύνερα της φωτογραφικής του μνήμης. Ο ρόλος του στους Warriors, και το επίπεδο στο οποίο ανταποκρίνεται, συνθλίβει τις συμβατικές προσδοκίες γύρω από έναν PF: ο pass-first χαρακτήρας του, η άνεση του με την μπάλα, ο ρόλος faciliator, η τάση του για coast to coast, η απόλυτη εξοικείωση του με το pick n roll (και στους δύο ρόλους) ―όλα δείχνουν τα playmaking χαρακτηριστικά που φέρνει σε μια θέση στην οποία, παραδοσιακά και σχεδόν αποκλειστικά, βλέπουμε εκτελεστές κι όχι δημιουργούς. Ο ίδιος εύστοχα το’ χει συνοψίσει ως selfish-unselfishness.

NBA: Utah Jazz at Golden State Warriors

Ο Diaw συνδυάζει την εγκεφαλικότητα μ’ ένα χαλαρό χαρακτήρα, ενίοτε απαθή, αποτραβηγμένο, που δεν διεκδικεί πάντα κάτι παραπάνω απ’ αυτό που απλώς του παρέχεται. O Green είναι το ακριβώς αντίθετο: δεν διεκδικεί απλώς, αλλά απαιτεί, και θέλει τα πάντα να γίνονται με τον δικό του τρόπο, στο δικό του χρόνο και στο δικό του ρυθμό. Το πολεμικό του mentality θυμίζει Kevin Garnett. Προκαλεί, συγκρούεται και προσπαθεί να επιβληθεί στον καθένα, άλλοτε στρατηγικά κι άλλοτε με αφελή αυθορμητισμό. Οι αμυντικές του επιδόσεις, ατομικές κι ομαδικές, το ασταμάτητο motor του, τα intangibles, ο τρόπος που μπαίνει σε κάθε διεκδίκηση ―όλα αυτά που τόσο χαρακτηρίζουν το παιχνίδι του πρώτα και κύρια είναι προϊόντα του χαρακτήρα του, αυτού που ανέπτυξε υπό την επίβλεψη και τις προσταγές του Tom Izzo.

Μαζί με τον χαρακτήρα του Green, ωστόσο, έρχονται και πολλές εντάσεις, μικρές και μεγάλες: στην προπόνηση, στ’ αποδυτήρια, στους αγώνες. Με συμπαίκτες κι αντιπάλους, προπονητές, φιλάθλους, παράγοντες ―συχνά σ’ επίπεδο λεκτικό, ενίοτε και πέρα απ’ αυτό. Ο Garnett δε σκόπευε σε τίποτε άλλο από το να ρουφήξει την ψυχή σου, να σε ντροπιάσει, να σ’ εκνευρίσει κι όλα τα σχετικά, αλλά πάνω απ’ όλα θέλει τη νίκη καθεαυτή: όσο παθιασμένος κι αν ήταν, σπάνια παρασύρονταν τόσο ώστε να γίνει επιβλαβής για την ομάδα του. O Green νιώθει τόσο άνετα σε περιβάλλον έντασης και σύγκρουσης που πολύ συχνά δείχνει να προκαλεί μια τέτοια κατάσταση απλώς για ν’ απολαύσει την εκτόνωση της στιγμής.

Όταν δεν υπάρχει τίποτα άλλο πια να καεί, βάζει φωτιά στον ίδιο του τον εαυτό, αδιαφορώντας για μελλοντικές συνέπειες και ισορροπίες, κυνηγώντας τον θρίαμβο, δηλαδή την μικρο-απόλαυση της κάθε μικρο-νίκης, σαν δαιμονισμένος εμμονικός, ένας τρελός πυρομανής που παίζει πιο δυνατά, σκέφτεται πιο πονηρά και πανηγυρίζει πιο εμφατικά απ’ όλους τους υπόλοιπους, συμπαίκτες κι αντιπάλους, σαν διαρκώς υπό την επήρεια υπερβολικής δόσης που δεν λέει να ξεθυμάνει, αγγίζοντας, ξεπερνώντας και διαλύοντας τα όρια του αποδεκτού. Η παρακολούθησή του είναι μια συναρπαστική εμπειρία, σαν να’ ταν η φανταστική δίνη ενός τυφώνα που κάθε φορά αφήνει πίσω του ένα συνδυασμό απόλυτης τάξης και χαοτικής αταξίας, πότε καταστροφέας και πότε ευεργέτης, μαζί κι όλα τα συνδυαστικά τους παράγωγα.

2 thoughts on “Ο Tom Izzo, ο Draymond Green και η τέχνη του rebound

Add yours

  1. Πολύ ενδιαφέρον και ωραίο κείμενο που το χαλάσατε στο τέλος με αυτό το παρα-ποιητικό στυλ. Αν έλειπε η τελευταία παράγραφος θα ήταν κομπλέ. Η τελευταία αυτή παράγραφος όμως αφήνει μία ξινή επίγευση βαυκαλισμού και δηθενίλας. Κρίμα.

    Like

Leave a reply to Ελλαδιστανός Cancel reply

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑