Βασίλης Σπανούλης: Πριν Παγώσει τον Χρόνο

Συνδυάζοντας μεταφυσική και ορθολογισμό για το φαινόμενο Βασίλης Σπανούλης

Τι άλλο καταφέρνουν τα συνεχή στιγμιότυπα που παράγει ο Βασίλης Σπανούλης αν όχι να παγώνουν το χρόνο; Από τη μία, μεταφορικά: η εικόνα του, ο τρόπος που σκεφτόμαστε και θα σκεφτόμαστε για αυτόν, παραμένει καθηλωμένος σ’ αυτά τα σουτ, μέχρι το σημείο όπου ο Σπανούλης απλά ισούται μ’ αυτές τις στιγμές, σαν να μην υπάρχει τίποτα πριν και τίποτα μετά από αυτές. Από την άλλη, κυριολεκτικά: οι λήψεις, τα clicks, τα βίντεο, τα ηχητικά, τα gifs και τα tweets, όλα διαρκώς προσβάσιμα, πολλαπλασιάζουν αυτήν την εικόνα και την καθιστούν πανταχού παρούσα σ’ ένα επίπεδο απόλυτα πραγματικό. Μπορεί να παγώσει ο χρόνος σε μία μόνο στιγμή; Ναι, αρκεί αυτή να επαναληφθεί τόσες φορές που στο τέλος θα μοιάζει να παράγεται μόνη της, χωρίς αιτίες, δηλαδή σαν από κάποια ανώτερη δύναμη.

Ο Σπανούλης έχει κατορθώσει αυτό ακριβώς: να καταστήσει την πίστη, την κρυφή ελπίδα πως τελικά θα εμφανιστεί, συστατικό στοιχείο παρακολούθησης των αγώνων του. Κι όπως εύστοχα γράφτηκε αλλού: το θαύμα δεν θα γίνει αν πρώτα οι πιστοί δεν βεβαιωθούν πως είναι αδύνατον να συμβεί. Μετάφραση: ο Σπανούλης δεν θα εκκινήσει μία ακόμα ανατροπή παρά μόνο όταν όλοι πιστέψουν πως έχει ήδη χάσει.

Αν, ωστόσο, η συζήτηση απειλεί να δραπετεύσει προς το μεταφυσικό, ένα παράδοξο που ο Σπανούλης έχει δικαίως κατακτήσει, εμείς οφείλουμε να την επαναφέρουμε στις ορθολογικές της ράγες: όσο μόνος του κι αν φαντάζει κάποιες στιγμές, και το κάνει συχνά –εξατομικευμένος καθώς είναι σ’ ένα άθλημα που υποτίθεται πως πάντα προωθεί τη συλλογικότητα, η επιτυχία του είναι κι αυτή αποτέλεσμα του περιβάλλοντος του. Αυτό, από τότε που πήγε από τον έναν αιώνιο στον άλλον, συνίσταται στο εξής τρίπτυχο: στον Ολυμπιακό βρήκε την τέλεια ομάδα, στον Πρίντεζη τον τέλειο συμπαίκτη, και στην CSKA -αργότερα- το τέλειο θύμα.

spanoulis-printezis

Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο. Το καλοκαίρι που πήγε στον Ολυμπιακό ο Σπανούλης δεν βρήκε τίποτα απ’ όσα αργότερα κατέληξε να έχει: ο Ολυμπιακός είχε ένα ακριβό κι ανελαστικό ρόστερ, όχι ακριβώς χτισμένο για να υποδεχτεί έναν παίκτη σαν κι αυτόν, σχετικά άπειρη διοίκηση, πολλές φιλοδοξίες, απίστευτη πίεση, ελάχιστο know-how και καθόλου υπομονή. Όταν το 2011 οι Αγγελόπουλοι αποφάσισαν αιφνιδιαστικά να μειώσουν το budget, ο Ολυμπιακός είχε την τύχη να διαθέτει τον Ivkovic κι έναν ελληνικό κορμό έτοιμο να πάρει μια ευκαιρία, δυο παράγοντες που μαζί με τον Σπανούλη έδιναν μια ξεκάθαρη ταυτότητα σε ολόκληρο τον οργανισμό. Η ταυτότητα αυτή ήταν ό,τι ακριβώς έψαχνε ο Ολυμπιακός, ο οποίος μεταμόρφωνε ένα είδος αφέλειας σε κάτι σαν κυνισμό –κι αν μια λέξη μπορεί να χαρακτηρίσει τον Σπανούλη, αυτή είναι πιθανότατα η κυνικότητα. Απ’ όλες τις ερωτήσεις που ανακύπτουν από τα παραπάνω, αν έπρεπε να απομονώσουμε μόνο μία, θα διαλέγαμε αυτή που τίθεται σπανιότερα: ποιος ακριβώς ήταν ο Σπανούλης πριν πάει στον Ολυμπιακό;

Είναι κάτι που μόνο σχηματικά μπορεί να απαντηθεί. Ο Σπανούλης τότε ήταν ηγετικός, αλλά όχι ηγέτης. Αναντικατάστατος, αλλά συχνά μη βασικός. Καλός σουτέρ, αλλά όχι απόλυτα αξιόπιστος, κι ο μηχανισμός του μακριά από ελκυστικός. Ήταν το γρηγορότερο πρώτο βήμα, κι αυτό ενίοτε σημαίνει το γρηγορότερο επιθετικό, και το δυνατότερο πάτημα, κι αυτό ενίοτε σημαίνει κατάχρηση. Ήταν, μόλις ένα χρόνο πριν, ο καθοριστικότερος παίκτης στην Ευρώπη, σε Top 8 και Final Four, αλλά κατά γενική ομολογία όχι ο καθοριστικότερος παίκτης της ομάδας του. Εκλογικεύοντας εκ των υστέρων, ο Σπανούλης, φύσει ασυμβίβαστος, στον Παναθηναϊκό ήταν ελαφρώς συμβιβασμένος –πηγαίνοντας στον Ολυμπιακό δεν διάλεξε απλώς ομάδα, αλλά καριέρα. Είναι ένα μεταίχμιο το οποίο λίγοι Έλληνες παίκτες έχουν απορροφήσει τόσο έντονα όσο ο Σπανούλης, αμφιταλαντευόμενος σχεδόν για ένα καλοκαίρι μεταξύ των δύο επιλογών. Σήμερα, η απόφασή του περιέχει την αρχετυπική αθλητική μετάβαση από top-dog σε underdog και ξανά στην κορυφή –κι είναι αλήθεια πως πολλοί παίκτες έχουν συνειδητά περάσει από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο, αλλά ελάχιστοι έχουν φτάσει στο τρίτο.

Μετά από μια μεταβατική πρώτη χρονιά σε μια μπερδεμένη ομάδα, η οποία προβληματικά περιείχε στοιχεία μιας περασμένης εποχής που τελικά έπρεπε να διαγραφεί ολικά και οριστικά, ο χρόνος άρχισε να κυλά υπέρ του: όσο ο Σπανούλης μάθαινε να διαχειρίζεται καταστάσεις απόλυτης ελευθερίας, την οποία μέχρι εκείνο το σημείο δεν είχε ποτέ στην καριέρα του, ο Ολυμπιακός τον συμπλήρωνε όλο και καλύτερα: ο Μάντζαρης και οι σωματώδεις wings τον προστάτευαν πλέον στην άμυνα, κάθε επόμενος Αμερικανός ψηλός αποδεικνύονταν καλύτερος από τον προηγούμενο (με εξαίρεση τον Hines), κι η θέση του αντικαταστάτη του καλυπτόταν συνήθως επαρκώς. Παράλληλα, όσο ο ελληνικός κορμός μεγάλωνε, ο Πρίντεζης έδειχνε να έχει μεταμορφωθεί από ένα αθλητικό αλλά ασταθές τεσσάρι στον καλύτερο -επιθετικά- PF της Ευρώπης.

Είναι αλήθεια πως σχεδόν κάθε πτυχή της σχέσης Σπανούλη-Πρίντεζη δεν έχει τύχει της προσοχής που αξίζει, και δεν θα το επιχειρήσουμε ούτε στο παρόν κείμενο. Αρκεί για την ώρα να σημειώσουμε πως οι δυο τους, πότε συνεργατικά και πότε σαν αυτοτελείς μονάδες εντός του ίδιου συστήματος, δημιούργησαν και επέβαλλαν τη δική τους κουλτούρα. Έχοντας αλλάξει τρεις προπονητές μετά την καθιέρωση στην κορυφογραμμή (Ίβκοβιτς, Μπαρτζώκας, Σφαιρόπουλος), οι Πρίντεζης και Σπανούλης είναι αυτοί που υπογράφουν τη σφραγίδα συνέχειας και συνεκτικότητας του Ολυμπιακού. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον και ο συνδυασμός τους είναι ο συντομότερος τρόπος για να περιγράψει κανείς τον χαρακτήρα του Ολυμπιακού —του ισχυρότερου χαρακτήρα που είχε ομάδα στην Ευρώπη τα τελευταία αρκετά χρόνια.

Κι αυτός ο χαρακτήρας, που μπορεί να οριστεί ως κουλτούρα της νίκης, έβρισκε και βρίσκει το τέλειο θύμα του στην ομάδα που εκπροσωπεί διαχρονικά το αντίθετο, την κουλτούρα της ήττας, δηλαδή την CSKA. Οι Ρώσοι είναι για τον Ολυμπιακό ό,τι είναι το τέλειο ηχοσύστημα για ένα σοβαρό τραγουδιστή: σε κάθε σύγκρουσή μαζί τους, ο Ολυμπιακός γίνεται πιο ευκρινής, τα χαρακτηριστικά του πιο διακριτά, η ψυχοσυνθεσή του καλύτερα παρατηρήσιμη. Ο Ολυμπιακός παίζει με την CSKA όπως ένας πανούργος σαδιστής με το θύμα του: ικανοποιεί τις πρόσκαιρες μικρο-φιλοδοξίες της, δηλαδή τις ανούσιες απολαύσεις που προσφέρει ένα προβάδισμα νωρίς στον αγώνα, την αφήνει να διακρίνει τη μέγιστη ηδονή, δηλαδή την τελική νίκη, και λίγο πριν την εκπνοή της αρνείται τα πάντα σαν να μην υπήρχε ποτέ περίπτωση να της δώσει τίποτα. Το μοτίβο εξελίσσεται σε δύο στάδια: στο πρώτο, απλώς διασφαλίζεται ότι η CSKA θα παραμείνει σε απόσταση βολής —αυτό το αναλαμβάνει το supporting cast. Στο δεύτερο, παρέχεται η κορύφωση κι η τελική άρνηση — κι αυτό το κάνει ο Σπανούλης.

2 thoughts on “Βασίλης Σπανούλης: Πριν Παγώσει τον Χρόνο

Add yours

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑