Η μεταμόρφωσή ενός προπονητή σε πολιτική συνείδηση της Αμερικανικής Λίγκας.
*Πρώτη δημοσίευση στο τεύχος 26 του περιοδικού HUMBA!
Η ανάδειξη του Donald Trump σε κυρίαρχη πολιτική φιγούρα και η μετέπειτα εκλογή του τράβηξε βίαια την κουρτίνα που το μετριοπαθές πρόσωπο του Barack Obama κρατούσε προσχηματικά μπροστά από τις εντάσεις τις Αμερικανικής κοινωνίας. Στοιχεία που για χρόνια εμφανίζονταν κι είχαν μόνιμα εγκατασταθεί στο φιλόξενο μιντιακό κουρνιαχτό τους, κρατώντας ωστόσο μια θέση οριακά περιφερειακή, μετακινήθηκαν γρήγορα στο κέντρο του Αμερικανικού πολιτικού σκηνικού: η επένδυση σε κάθε είδους πολιτικό συναισθηματισμό, τόσο στη θετική, εθνικιστική του μορφή (Make America Great Again) όσο και στην αρνητική του έκφραση υπό μορφή κάποιας κοινωνικής φοβίας (ισλαμοφοβία κλπ), έγινε πολιτική νόρμα και πρωτεύουσα στρατηγική τουλάχιστον ενός εκ των δυο Αμερικανικών πολιτικών κομμάτων. Ο Donald Trump, όπως ίσως η Le Pen στη Γαλλία, o Farage στη Βρετανία κι ο Τσίπρας στην Ελλάδα, εκφράζει και συνοψίζει αυτήν τη μετατόπιση η οποία, όπως και στην Ευρώπη, συνεπάγεται μια ατμόσφαιρα άκρατης και άκριτης υπερ-πολιτικοποίησης.
Υπερ-πολιτικοποίηση, βέβαια, δεν σημαίνει πως ως δια μαγείας ανατρέπονται οι καθιερωμένοι όροι περιορισμένης πολιτικής αντιπροσώπευσης και συμμετοχής ―απλώς, οι ήδη γνωστοί πολιτικοί δρώντες, ηγεσίες και βάσεις, τροφοδοτούνται από και τροφοδοτούν οι ίδιοι ένα κλίμα αισθητά μεταλλαγμένο, άκρως πολεμικό και καταγγελτικό, που κινείται μέχρι τα όρια του θεατρικά δραματικού, και απαιτεί τη συμμετοχή σ’ αυτό, εν είδη διαδραστικής άσκησης, κάθε οντότητας με θέση στη δημόσια σφαίρα. Ας συνοψίσουμε σε μία φράση την παρούσα κατάσταση: όποιος μιλάει δημόσια, μιλάει, ταυτόχρονα και κατ’ ανάγκην, και πολιτικά.
Αυτές οι συνθήκες, μεταξύ πολλών άλλων συνεπειών, τοποθετούν μια πρωτόγνωρη πίεση στις διάφορες αμερικανικές αθλητικές λίγκες οι οποίες βλέπουν ξαφνικά την πολιτικά ορθή εικόνα τους να δοκιμάζεται. Οι λίγκες, δηλαδή τα συμβούλια διοίκησης και οι ιδιοκτήτες των ομάδων, καλούνται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Το κάνουν με δύο τρόπους: πρώτον, με διάφορες πρωτοβουλίες εταιρικής κοινωνικής ευθύνης οι οποίες έχουν μια de facto κοινωνική έκφραση, αλλά διατηρούν πρόδηλη την οικονομικοκεντρική τους στόχευση・δεύτερον, κατασκευάζοντας προσεκτικά μια επίφαση περιεκτικότητας, δημιουργώντας διάφορες καμπάνιες γύρω από τις λέξεις unity και inclusiveness, οι οποίες φιλοδοξούν να δημιουργήσουν μία γκρίζα ζώνη όπου το πολιτικό, ενώ μοιάζει να επιβάλλεται με όρους προοδευτικούς, απλώς περνά στο υπόβαθρο και αδρανοποιεί κάθε δυνητική διεκδίκηση. Οτιδήποτε εξέχει αυτής της ζώνης, οτιδήποτε απαιτεί προσοχή πρωτίστως πολιτική, δείχνει να περιθωριοποιείται και να αποβάλλεται: υπ’ αυτό το πρίσμα, τα ρατσιστικά σχόλια του Sterling και η διαμαρτυρία του Colin Kaepernick είναι οι δύο όψεις ενός νοήματος που οι λίγκες θέλουν εξίσου να αποφύγουν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΝΒΑ είναι η πιο πετυχημένη αλλά και ιδιάζουσα περίπτωση: έχει καταφέρει να καθιερώσει μια θετική εταιρική εικόνα, σε ευθεία αντίθεση με άλλες αμερικανικές λίγκες, επιβάλλοντας την μιντιακή του παρουσίαση με αυστηρά δικούς του αφηγηματικούς όρους, και ταυτόχρονα δείχνει να παράγει τις περισσότερες φωνές που υπερβαίνουν αυτό το στρατηγικό αφήγημα. Παρακάτω θα παρατηρήσουμε την πιο κεντρική ίσως τέτοια φωνή, αυτή του Gregg Popovich, ο οποίος δείχνει σταδιακά να μετατρέπεται σε κάτι σαν την πολιτική συνείδηση της λίγκας. Για να το κάνουμε θα εντάξουμε τον Popovich στα διάφορα πλαίσια εντός των οποίων κινείται (το ΝΒΑ, ο οργανισμός των Spurs, οι πολιτικές συνθήκες του σήμερα στην Αμερική), θα παρουσιάσουμε τα βιογραφικά και άλλα στοιχεία που συνθέτουν το υπόβαθρο της δημόσιας παρουσίας του και, τελικά, θα επιχειρήσουμε μια αποτίμηση αυτών που μοιάζουν όλο και πιο πολύ ως πολιτικά πεπραγμένα.
Μια Ματιά στο Υπόβαθρο
Το ενδιαφέρον για την περίπτωση Popovich αυξάνεται κατακόρυφα λαμβάνοντας υπόψιν δύο παράγοντες που τις περισσότερες φορές δεν συνυπολογίζονται ως δεδομένα της συζήτησης γύρω από τον τρόπο δράσης του. Πρώτος παράγοντας είναι η πολιτική γεωγραφία της περιοχής στην οποία κατοικοεδρεύει ο πυρήνας της fanbase των Spurs. Το Texas είναι παραδοσιακά “κόκκινο”, όντας η ναυαρχίδα του Ρεπουμπλικανισμού, παρά το πολύ μακρινό Δημοκρατικό παρελθόν του Τεξανού Lyndon Johnson, και μια Πολιτεία της οποίας τα συμφέροντα αποτέλεσαν προτεραιότητα στο προεκλογικό πλάνο του Donald Trump. Και μπορεί τα αστικά κέντρα (Dallas, Austin, San Antonio, Houston) να τάχθηκαν με τα μπλε της Hillary Clinton, όμως η υπεροχή του Trump στην πλειοψηφία των μικρότερων πόλεων και των ορεινών περιοχών ήταν συντριπτική.
Δεύτερος παράγοντας είναι η ταυτότητα του ιδιοκτήτη της ομάδας του San Antonio. Κι αυτό επειδή η εικοσαετία που μετέτρεψε τους Spurs σε συνώνυμο της σταθερότητας και της επιτυχίας δεν έχει να κάνει μόνο με το πώς ο Popovich μετέδωσε ιδέες που οδήγησαν σε δαχτυλίδια και με το πώς ο Tim Duncan υπήρξε το ιδανικό, ανιδιοτελές εκτελεστικό όργανο που εφάρμοσε αυτές τις ιδέες στο παρκέ, αλλά ήταν και η εικοσαετία που πρόεδρος και CEO των Spurs διετέλεσε ο επιχειρηματίας Peter M. Holt (αποσύρθηκε από τις δύο αυτές θέσεις τον Μάρτιο του 2016 και τον διαδέχθηκε η σύζυγός του).
Παρασημοφορημένος βετεράνος του Βιετνάμ, ιδιοκτήτης της HOLT CAT (μια από τις πέντε μεγαλύτερες εταιρείες ερπυστριοφόρων μηχανημάτων παγκοσμίως) και του Spurs Sports & Entertainment Organisation, είναι ο άνθρωπος που μεταμόρφωσε τον οργανισμό ελκύοντας την τοπική κοινωνία σ’ ένα project χαρακτηρισμένο από λέξεις όπως ¨δέσμευση¨, “υπερηφάνεια”, “υποστήριξη” και “οικογένεια” —λέξεις που ηχούν σαν αγαπημένο τραγούδι της country σε κάθε παραδοσιακό Τεξανό. Δεν είναι τυχαίο πως περισσότερο από το 17% των 2700 εργαζομένων στις επιχειρήσεις του είναι βετεράνοι, οι Spurs είναι η ομάδα με τις περισσότερες συμμετοχές σε δράσεις που έχουν να κάνουν με την υποστήριξη των βετεράνων (χαρακτηριστική και ιδιαίτερα αγαπητή είναι η military εμφάνιση της ομάδας που φοριέται στη Veteran’s Day), ενώ ο Holt είναι άτομο που έχει τιμηθεί πολλάκις από ενώσεις και χορηγούς επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό το ιδιοκτησιακό καθεστώς βετεράνων.
Όμως, όσο σημαντικός κι αν ήταν ο τρόπος που λειτούργησε ο παραδοσιακός Ρεπουμπλικανός Holt ως ιδιοκτήτης της ομάδας, άλλο τόσο απαραίτητη ήταν και η αποδοτική του συνεργασία με τον φιλελευθερισμό του Gregg Popoνich ώστε οι Spurs να αποκτήσουν το status που διατηρούν σήμερα ως οργανισμός: πρότυπο σταθερότητας, διαχρονικά ανταγωνιστικοί στην postseason, κατακτητές δαχτυλιδιών, κι όλο αυτό χωρίς τη λάμψη που προσδίδει σ’ ένα franchise μια μητρόπολη όπως η Νέα Υόρκη ή το Los Angeles, αλλά με την εργατικότητα και τον blue collar χαρακτήρα του Αμερικανικού Νότου να συνδυάζεται με την αλεγρία του ισπανόφωνου πληθυσμού της περιοχής (ένας συνδυασμός ιδανικά καθρεφτισμένος στο πώς ο καλλιτέχνης Manu Ginobili μετεξελίχθηκε σε πολύτιμο γρανάζι των Spurs). Και πίσω απ’ όλα αυτά να στέκεται ο Gregg Popovich, ενορχηστρωτής και κυματοθραύστης, οδηγός αλλά και εμπνευστής, ένας προπονητής που προήλθε από το δέντρο του Larry Brown και κατέληξε να δημιουργήσει ένα καινούριο δάσος προπονητών-παιδιών της φιλοσοφίας του.
Ο Popovich γεννήθηκε το ‘49 στο East Chicago της Ιndiana με πατέρα Σέρβο και μητέρα Κροάτισσα, έπαιξε μπάσκετ στο Merrillville τα χρόνια του High School, και συνέχισε για τέσσερα χρόνια ως φοιτητής της Air Force Academy των Ηνωμένων Πολιτειών από την οποία αποφοίτησε με πτυχίο στις Σοβιετικές Σπουδές —ένα στοιχείο που πάντα προκαλούσε τη φαντασία μιας και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν πως για κάποιο διάστημα ο Popovich εργάστηκε ως πράκτορας μυστικών υπηρεσιών Η αλήθεια είναι πως πράγματι εκπαιδεύτηκε σ’ αυτό τον τομέα ενώ παράλληλα είχε υποβάλλει αίτηση για μια χαρακτηρισμένη ως top-secret κυβερνητική θέση στη Μόσχα (η αίτηση καθυστέρησε για γραφειοκρατικούς λόγους κι έτσι δεν προέκυψε ποτέ το ταξίδι στη Ρωσία), ενώ τελικά υπηρέτησε για μικρό διάστημα ως αξιωματικός πληροφοριών στην ανατολική Τουρκία, στα σύνορα της χώρας με το Ιράν και τη Συρία. Όπως δήλωσε και ο ίδιος γι’ αυτό το διάστημα της ζωής του: “όντως ήμουν τοποθετημένος στα σύνορα, αλλά δεν ήταν και σαν να είμαι ο James Bond”.

Επόμενος προορισμός του ήταν ένας αεροσταθμός στο Sunnyvale της Βόρειας Καλιφόρνια, πολύ κοντά στην εκρηκτικά αναπτυσσόμενη ως κέντρο παραγωγής κρασιών Napa Valley. Όταν ρωτήθηκε για την ενασχόλησή του με την οινοπαραγωγή και τις χιλιάδες ετικέτες στο υπόγειο του σπιτιού του, ο Popovich απάντησε: “στο Sunnyvale ξεκίνησα να μαθαίνω για το κρασί, και στη συνέχεια από το κρασί μαθαίνεις για το φαγητό”.
Εκείνα τα χρόνια ο Popovich διετέλεσε αρχηγός της ομάδας μπάσκετ Ενόπλων Δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ διάσημη είναι και η ιστορία με το πώς κόπηκε από την τελική επιλογή για την Team Usa των Ολυμπιακών του ‘72 (τα γεγονότα υπάρχουν αναλυτικά σε άρθρο του ESPN με τίτλο: Introducing Team USA’s coach Gregg Popovich). Με το τέλος της υπηρεσίας του ως αξιωματικός πεδίου, ο Popovich επέστρεψε στην Ακαδημία ως βοηθός προπονητή για μία εξαετία και στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του πρώτου προπονητή στο κολέγιο Pomona-Pitzer στην Καλιφόρνια, όπου παρέμεινε μέχρι το ‘88 με διάλειμμα ενός έτους, κατά το οποίο εργάστηκε εθελοντικά ως βοηθός του Larry Brown στο Kansas.
Ο Brown εκτίμησε τη διορατικότητα αλλά και τη διάθεση του Popovich να μελετήσει το μπάσκετ βαθύτερα κι έτσι το ‘88 ήταν η χρονιά εισόδου του coach Pop στην Αμερικανική Λίγκα. Βοηθός του Brown στους Spurs επί μια τετραετία, μέχρις ότου η τότε ιδιοκτησία απολύσει όλο το training staff, συνέχισε για μια διετία στους Warriors ως βοηθός του Don Nelson, και τελικά επέστρεψε στο San Antonio αρχικά ως general manager και από το ‘96 μέχρι σήμερα ως πρώτος προπονητής σε μια συνεργασία που εξ ορισμού θα μπορούσε να εκτιμηθεί ως μη αποδοτική, κρίνοντας με βάση το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο των συνιστωσών που την αποτελούσαν: ένας πρωτοεμφανιζόμενος head coach που στην ουσία ο ίδιος προσέλαβε τον εαυτό του, έτοιμος να αλλάξει εκ βάθρων το franchise με τις φιλελεύθερες μπασκετικές και μη ιδέες του, ένας ιδιοκτήτης που στόχευε στην ύπαρξη ενός καθεστώτος οικογενειοκρατίας στο σύνολο του οργανισμού, συνηθισμένος να λειτουργεί με στρατιωτική πειθαρχία και προσήλωση, και μια αγορά όπως αυτή του Texas, γεμάτη πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις ως αναπόσπαστο κομμάτι της αμερικανικής καθημερινότητας.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; 5 δαχτυλίδια, 20 συνεχόμενες παρουσίες στην postseason, δημιουργία μπασκετικών θρύλων με το σπιρούνι στο στήθος, και ένα κοινό αφοσιωμένο στο λευκό, το μαύρο και το ασημί της φανέλας των Spurs.
Δράσεις κι αντιδράσεις: Η Πολιτική του Δραστηριότητα
Όπως είναι απόλυτα λογικό, η επιτυχία του επί των μπασκετικών πεπραγμένων εξασφάλισε στον Popovich τη δυνατότητα δημόσιας άποψης για ζητήματα που προεκτείνονταν εκτός μπάσκετ, μέσα από μια ιδιαίτερη διαδικασία πλήρους μετάλλαξης του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπιζόταν από τα αμερικανικά media. Τα πρώτα χρόνια στο San Antonio, o Popovich είχε την εικόνα ενός ατόμου εγωκεντρικού, παθιασμένου με την ιδέα της νίκης ανεξαρτήτως κόστους, με τους δημοσιογράφους σχεδόν να μη θέλουν να καλύψουν το ρεπορτάζ των Spurs λόγω της δικής του ανέμπνευστης, τραχιάς, σχεδόν αγενούς παρουσίας. Τα πρόσφατα χρόνια, η παραπάνω εικόνα μοιάζει να ανήκει στο πολύ μακρινό παρελθόν, με τους πάντες να αναζητούν εναγωνίως μια ειλικρινή, ανεπιτήδευτη δήλωση του coach Pop μέσα σ’ ένα σύμπαν όπως αυτό του NBA, στο οποίο και η παραμικρή τοποθέτηση επιβάλλεται να γίνεται εντός των πλαισίων που οριοθετεί το τμήμα marketing της Λίγκας.
Κι αν με διαβατήριο τις εντός παρκέ επιτυχίες η εξομάλυνση της σχέσης του coach Pop με τα media ξεκίνησε από ορισμένες ευφάνταστες ατάκες σε συνεντεύξεις Τύπου και μέσω των σχεδόν θεατρικών αντιπαραθέσεων του με τον Craig Sager, όταν ο τελευταίος πλησίαζε για την καθιερωμένη εντός αγώνα συνέντευξη, πλέον έχει φτάσει στο σημείο της παράθεσης άγνωστων πτυχών γύρω από το πώς λειτουργεί ο Popovich στις διαπροσωπικές σχέσεις εντός ομάδας, στη συμμετοχή του σε εξωαγωνιστικές εκδηλώσεις και δράσεις ή ακόμα και στην ξεκάθαρη έκφραση πολιτικών θέσεων.
Η συχνότητα στην έκφραση απόψεων του Popovich σε σχέση με την πολιτική έχει ενταθεί κατακόρυφα μετά την εκκωφαντική είσοδο του Donald Trump στην πολιτική σκηνή των Ηνωμένων Πολιτειών, όμως αυτό δεν σημαίνει πως οι θέσεις που κατά καιρούς έχει εκφράσει ο Popovich είναι ένα παράγωγο μιας ξαφνικής δικής του πολιτικοποίησης εντός της γενικότερης ενεργοποίησης μη πολιτικών προσωπικοτήτων. Από τα χρόνια της θητείας του ως προπονητής στο Pomona-Pitzer, ο Popovich ήταν γνωστός για την παρουσία του σε πολιτικές συζητήσεις με τους υπόλοιπους καθηγητές του κολεγίου, την παρακολούθηση διαλέξεων με πολιτικό περιεχόμενο αλλά και την ενεργή του συμμετοχή σε πολιτικές επιτροπές του πανεπιστημίου.
Πέραν της ενεργούς πολιτικής κοινωνικοποίησης στα χρόνια της Καλιφόρνια, είναι γεγονός πως ο Popovich έχει λάβει σαφή θέση μέσω της συμπεριφοράς τόσο εντός όσο και εκτός αποδυτηρίων για θέματα όπως οι φυλετικές διακρίσεις, στο διάστημα που η σχέση του με τα media βρισκόταν σ’ ένα ακόμα πρωτόγονο στάδιο. Χαρακτηριστικό της θέσης του για το ζήτημα είναι το δώρο που έκανε σε όλους τους παίκτες πριν την έναρξη της φετινής σεζόν: ήταν το βιβλίο “Between the World and Me” του Ta-Nehisi Coates, γραμμένο σε μορφή επιστολής με αποστολέα το συγγραφέα προς τον έφηβο γιο του και θέμα την πραγματικότητα, τα συναισθήματα και τους συμβολισμούς του να είναι κανείς Αφροαμερικανός στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε μια άλλη περίπτωση, ο Popovich συμμετείχε μαζί με τον Dr. Cornel West, καθηγητή στο Harvard, σε συζήτηση που οργανώθηκε με δική του πρωτοβουλία, κατά την οποία οι δύο άντρες απάντησαν σε ερωτήσεις περίπου 350 μαθητών Λυκείου από το ανατολικό San Antonio, με κύριο θέμα τις προοπτικές που υπάρχουν για κοινωνικοπολιτικές αλλαγές εκ μέρους μιας νέας γενιάς που βιώνει το τόσο αβέβαιο πολιτικό γίγνεσθαι του σήμερα.

Εκτός, όμως, από συμβολικές κινήσεις στην καθημερινότητά του με τους παίκτες ή τη συμμετοχή του σε εξωαγωνιστικές κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες, ο Popovich έχει λάβει σαφή θέση για πολιτικά ζητήματα που προκάλεσαν μεγάλη συζήτηση εντός της Αμερικανικής, αθλητικής και μη, κοινωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την κίνηση διαμαρτυρίας του quarterback των San Francisco 49ers Colin Kaepernick, εκφράζοντας το σεβασμό του για την κίνηση αυτή, με πολλούς να σχολιάζουν πως η θέση του Popovich θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και ασέβεια απέναντι στο πρότερο στρατιωτικό παρελθόν του. Όπως ο ίδιος δήλωσε: “όταν κάποιος όπως ο Kaepernick συγκεντρώνει την προσοχή σ’ ένα τέτοιο θέμα, κάνει τους ανθρώπους να πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα επειδή αλλιώς θα ήταν εύκολο να το ξεχάσουν από τη στιγμή που δεν αποτελεί καθημερινό βίωμά τους¨.
Από την άλλη, το πεδίο στο οποίο ο Popovich έχει εκφράσει την πιο έντονη πολεμική είναι αυτό της κριτικής απέναντι στον Donald Trump. Βαθύτατα αντίθετος με τη ρητορική του νυν Προέδρου, προβληματισμένος με την εκλογή ενός ατόμου που ,όπως χαρακτήρισε ο Popovich, εξέφρασε απόψεις ρατσιστικές, ομοφοβικές και ξενοφοβικές μ’ έναν τρόπο τουλάχιστον “αηδιαστικό”, έφτασε στο σημείο να παραλληλίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες με την αρχαία Ρώμη της οποίας η πτώση ξεκίνησε από το βαθιά διεφθαρμένο πολιτικό της σύστημα.
Προς μια κριτική αποτίμηση
Κάθε πολιτική παρέμβαση προερχόμενη από το χώρο του μπάσκετ (ή από οποιαδήποτε άλλη ψυχαγωγική βιομηχανία), αν φιλοδοξεί σε κάποιο ουσιαστικό αντίκρυσμα, οφείλει να είναι επαγγελματικά μη αναγκαία. Ο καθένας, δηλαδή, παίκτης, προπονητής ή διοικητικός, που φιλοδοξεί συνειδητά να ασκήσει πολιτική επιρροή μπορεί να το κάνει αποτελεσματικά μόνο αν, προσωρινά έστω, απεκδυθεί τον επαγγελματικό του ρόλο. Ο προοδευτικός πολιτικός λόγος, αυτός που επιθυμεί να εντοπίζει και να επισημαίνει εστίες συντηρητισμού, έχοντας πάντα ως τελικό του ορίζοντα την υπέρβασή τους, είτε θα γίνεται υπό καθεστώς ευρύτερης επαγρύπνησης και στόχευσης, είτε δεν θα καταφέρνει ποτέ τίποτα παραπάνω από την μάταιη και αφελή εκτόνωση του υποκειμένου του.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Σημαίνει ότι, στα πλαίσια του ΝΒΑ, το πολιτικό αρχίζει εκεί που τελειώνουν τα σύνορα των επίσημων θέσεων της λίγκας. Οτιδήποτε συντελείται εντός αυτών, οτιδήποτε εμπίπτει εντός αυτού που η ίδια η λίγκα στρατηγικά αποκαλεί positive change, είναι καταδικασμένο να περιέχεται και να αδρανοποιείται από αυτήν. Η παραπάνω φράση, βέβαια, δεν υποδηλώνει κάποιο πλαίσιο προοδευτικών θέσεων, αλλά, μέσα στη γενικότητά και την έμφαση στο πρώτο συνθετικό της, υποκρύπτει την πιο πρόσφατη θέση που δείχνουν να υιοθετούν πολλές σύγχρονες εταιρίες: αναγνωρίζουμε την πολιτική ευθύνη που μας αναλογεί, αλλά η ευθύνη δεν θέλουμε να είναι ούτε πολύ μεγάλη, ούτε πολύ πολιτική. Η υπενθύμιση της όποιας ισότητας, άλλωστε, είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την διεκδίκησή της.
Ο Popovich, πράγματι, δείχνει αρχικά να ικανοποιεί αυτές τις προϋποθέσεις. Η πρωτοβουλία που παίρνει συχνά, μιλώντας για πολιτικά θέματα δίχως να έχει ερωτηθεί, ανοίγει αμέσως ένα πεδίο μη συμβατικών προσδοκιών (όπως επίσης φανερώνει την ύπαρξη μιας δικής του ατζέντας, που προκαλεί αναπόφευκτα περισσότερες των μία αναγνώσεων). Παράλληλα, τόσο τα ευρύτερα στοιχεία της προπονητικής του προσέγγισης, όσο και ειδικότερα η αγωνιστική του φιλοσοφία, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, προκαλούν άμεσες, δημοκρατικές και πλουραλιστικές, πολιτικές ταυτίσεις. Το πολιτικό του λεξιλόγιο, ωστόσο, ενώ έχει αγγίξει ένα σχετικά ευρύ αριθμό κοινωνικοπολιτικών φαινομένων, δείχνει προς το παρόν να μην υπερβαίνει τα στενά όρια της απλής περιγραφικότητας. Ο λόγος του συντίθεται από σχόλια και αναφορές, αποσπασματικές απόπειρες στιγματισμού, δηλώσεις υποστήριξης ή καταγγελίας. Συνεπώς, κινείται αποκλειστικά στη σφαίρα του δημοσιογραφικά επίκαιρου και συμβαίνει εντός του συμβατικού μοντέλου συνεντευξιαστή και συνεντευξιαζόμενου: δεν αποτελεί μια αυθύπαρκτη δράση (όπως θα ήταν ένα κείμενο ή μια οποιαδήποτε πιο οργανωμένη παρέμβαση)), αλλά μια ετεροχρονισμένη αντίδραση. Δεν κατασκευάζεται ως καθαυτός λόγος, αλλά ως μετα-λόγος, ως απάντηση ή σχόλιο σ’ ένα γεγονός που έχει ήδη συμβεί. Τόσο οι εξωτερικές αναφορές του, λοιπόν, όσο και το πλαίσιο εκφοράς του παραμένουν διαρκώς ετεροκαθορισμένα.
Μπορούμε, όμως, να ζητάμε κάτι παραπάνω από τη δημόσια παρουσία ενός προπονητή; Η απαίτηση αυτή είναι de facto ουτοπική και για αυτό πάντα εκ των προτέρων αναγκαία. Αν εγκαταλείψουμε το πολιτικό στο πεδίο της σχολιαστικής πολιτικολογίας, ή, χειρότερα, αν το ταυτίσουμε μαζί της, τότε αυτόματα θα έχουμε προβεί σε μια ολέθρια παραχώρηση: θα έχουμε αποδεχτεί ως άτυπα νομιμοποιημένο ένα λόγο που παραμένει αγκυροβολημένος στο εδώ και το τώρα, που δομείται αποκλειστικά εντός του άμεσου χρονικού του ορίζοντα, αρνούμενος να κοιτάξει το πριν ή το μετά, αρνούμενος, δηλαδή, να αποκτήσει είτε κάποιος είδος ιστορικότητας είτε μια μορφή ουτοπικής συνείδησης.
Για να πάρουμε μια πιο πρακτική ιδέα του τι σημαίνει παραγωγή πολιτικού γεγονότος εντός των αμφίθυμων πλαισίων της σύγχρονης αθλητικής βιομηχανίας, και περνώντας ταυτόχρονα από τον πολιτικό λόγο στην πολιτική πράξη, δεν χρειάζεται να μετακινηθούμε ούτε χρονικά ούτε και γεωγραφικά: αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην πανίσχυρη συμβολικά χειρονομία του Colin Kaepernick. Επιλεγμένη είτε αυθόρμητα είτε στρατηγικά, η επαναλαμβανόμενη κίνηση του Kaepernick, μαζί με την επιλογή να την υπερασπιστεί δημόσια, τον έχει καταστήσει κεντρική πολιτική φυσιογνωμία του φυλετικού ζητήματος. Ο Kaepernick όχι απλώς ξεπερνά τα όρια που θέτει η λίγκα του, αλλά ακυρώνει την ίδια την αθλητική ιδιότητά του: μετατρέπεται σε υποκείμενο πρωτίστως πολιτικό, φέρνοντας στην επιφάνεια βαθύτερες συμπεριφορές και ενστικτώδεις αντιδράσεις, προκαλώντας αναπόφευκτες αξιολογήσεις, αναγκάζοντας τον καθένα που στρέφει το βλέμμα πάνω του να κοιτάξει την ιστορία, δηλαδή το παρελθόν, το παρόν, και το μέλλον, του ζητήματος που εκπροσωπεί. Πιο σχηματικά μπορούμε να πούμε πως με αυτήν την κίνηση ο Kaepernick επανακτά την αυτοδιάθεση του (νοικιασμένου υπό καθεστώς συμβολαίου) σώματός του, αλλά μόνο για μια στιγμή —κι αυτό γιατί αυτόματα το σώμα του παύει να είναι ιδιωτικό και μετατρέπεται σε συλλογικό και δημόσιο, ως ο συμβολικός χώρος στον οποία διεξάγεται μια πολιτική μάχη.
Μπορούμε ίσως τώρα να καταλάβουμε καλύτερα γιατί η δημόσια πολιτική δράση του Popovich μπορεί να ιδωθεί μόνο ως έργο εν εξελίξει, ως κάποιο αρχικό στάδιο μιας διαδικασίας που ίσως κάποτε οδηγήσει στην αυτονόμησή της. Προς το παρόν, είναι οργανικά εξαρτημένη από την προπονητική του ιδιότητα και δεν υπερβαίνει τις περιστάσεις που αυτή συνεπάγεται. Ακόμα και η κριτική του στον Donad Trump, η οποία αποτελεί το πιο αποφασιστικό πολιτικό του βήμα, μπορεί να ενταχθεί στην ανακλαστική αντίδραση που έχει επιδείξει μεγάλο μέρος της Αμερικανικής κοινωνίας έναντι του σημερινού της προέδρου. Κι όταν μια κριτική -κάθε είδος κριτικής- παίρνει τη μορφή ανακλαστικής αντίδρασης, τότε αυτόματα κανονικοποιείται, αθροίζεται σε ένα σύνολο ήδη καταγεγραμμένων αντιδράσεων χωρίς όμως να προσθέτει κάτι σε αυτές. Διαφορετικά: κάθε κριτική έναντι του Donald Trump οφείλει να μετακινείται και πέρα από το όνομα Donald Trump.
Αυτό δεν αναιρεί, βέβαια, το ότι ο Popovich αντιπροσωπεύει για το ΝΒΑ ένα ιστορικά υψηλό επίπεδο πολιτικής επαγρύπνησης. Τόσο η συχνότητα των παρεμβάσεών του όσο και η δυναμικότητά τους, μαζί με τις τιμές προπονητικής αυθεντίας που απολαμβάνει, δημιουργεί τις συνθήκες για μια κατεύθυνση, έστω μειοψηφική, που το ΝΒΑ δεν έδειχνε ποτέ ότι θα μπορούσε να πάρει. Μπορούμε να τον συγχαρούμε για την κατασκευή αυτής της πιθανότητας —κι έπειτα, αμέσως, να απαιτήσουμε την πραγμάτωσή της.
Πηγές:
- Unity and Protest in the NBA, Cat Ariail, διαθέσιμο στο https://ussporthistory.com/2016/10/10/unity-and-protest-in-the-nba/
- The Intellectual Coach: Kerr, Popovich and the Culture of Coaching, Andrew McGregor, διαθέσιμο στο https://ussporthistory.com/2017/01/30/the-intellectual-coach/
- As American as Refusing to Stand for the National Anthem, Reeves Wiederman, διαθέσιμο στο http://nymag.com/daily/intelligencer/2017/02/sports-may-never-be-a-politics-free-zone-again.html
- How Gregg Popovich became the NBA’s most fearless political voice, Hunter Left, διαθέσιμο στο https://www.theguardian.com/sport/blog/2017/feb/01/gregg-popovich-politics-spurs-nba
- Introducing the USA Next Coach, Jackie MacMullan, διαθέσιμο στο http://www.espn.com.au/nba/story/_/id/17356380/introducing-team-usa-next-coach-gregg-popovich
- Pop Art, Jack McCallum, διαθέσιμο στο https://www.si.com/vault/2013/04/29/106316155/pop-art