Τα κριτήρια πρόσληψης Ευρωπαίου προπονητή στο NBA και η περίπτωση του David Blatt.
“Θεωρώ ότι οι ομάδες του NBA πρέπει να σκεφτούν σοβαρά την πιθανότητα πρόσληψης Ευρωπαίων προπονητών. Και το λέω αυτό, επειδή η φιλοσοφία τους βασίζεται στη συνεργασία και την ομαδικότητα, στοιχεία που λείπουν από το NBA. Θα είναι μια διαδικασία που θα πάρει αρκετό χρόνο, αλλά ίσως αποτελέσει μια λύση για τη βελτίωση του παιχνιδιού“, Tex Winter, 2007.
Δέκα χρόνια μετά την απάντηση του Tex Winter σε ερώτηση άσχετη με το ευρωπαϊκό μπάσκετ, κάτι που προσδίδει στα λόγια του ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα, το NBA μετακινείται με γρήγορους ρυθμούς προς μία κατεύθυνση που ο Αμερικανός διανοούμενος σίγουρα θα επικροτεί, ακόμα κι αν η κατεύθυνση δεν ασπάζεται τις βασικές δράσεις της τριγωνικής του επίθεσης – ακόμα κι αν για την υλοποίησή της δεν χρειάστηκε καμιά εισροή Ευρωπαίων προπονητών.
Είναι σήμερα κοινή παραδοχή πως το NBA κινείται προς μια ευρωπαϊκή τροχιά, ενσωματώνοντας πολλά αγωνιστικά και τακτικά στοιχεία που θεωρούνται, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, κοινοί τόποι στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, τουλάχιστον μετά την καθιέρωση των 24 δευτερολέπτων: εισαγωγή ροής σε επιθέσεις συνεργασίας με διαρκή κίνηση σε δυνατή κι αδύνατη πλευρά, small-ball, stretch 4s και 3&D παίκτες, παραγωγή ευκαιριών για κάθε παίκτη της πεντάδας, έμφαση στο συγχρονισμό, τη σωστή αλληλουχία κινήσεων, και το “διάβασμα του παιχνιδιού”. (Η επιρροή του κολεγιακού παιχνιδιού είναι εξίσου μεγάλη, αν όχι μεγαλύτερη, αλλά εδώ δεν εξετάζεται αυτή η παράμετρος)
Κι ενώ τακτικά το παιχνίδι τείνει διαρκώς προς ευρωπαϊκές αγωνιστικές αρχές (έκφραση σχηματική κι όχι απόλυτα ακριβής), όσο το ΝΒΑ αυξάνει τον πυρήνα φιλάθλων και καταναλωτών του εντός ευρωπαϊκής ηπείρου κι ο αριθμός των Ευρωπαίων παικτών αγγίζει ιστορικά νούμερα σχεδόν σε ετήσια βάση, μία άλλη παράμετρος του Ευρωπαϊκού μπάσκετ, ίσως η σημαντικότερη, δείχνει να παραμένει αποκλεισμένη από το παγκόσμιο κέντρο του αθλήματος: που είναι, ανάμεσα σ’ όλη αυτήν τη διαδικασία προσέγγισης των δύο ηπείρων, οι Ευρωπαίοι προπονητές; Γιατί είναι τόσο λίγοι αυτοί που κάνουν το άλμα προς την απέναντι πλευρά;
Είναι μια ερώτηση που τίθεται συχνά, αλλά κατά βάση με τρόπο ρητορικό – σπάνια διατυπώνεται ευθέως κι ακόμα σπανιότερα συνοδεύεται από μια οργανωμένη προσπάθεια απάντησης.
Η σύντομη εκδοχή: στο σημερινό NBA, θεωρητικά, υπάρχουν πολλοί αγωνιστικοί (τακτικοί) λόγοι για να προσλάβει μια ομάδα έναν Ευρωπαίο προπονητή, αλλά τα κριτήρια μιας πρόσληψης δεν είναι μόνο αγωνιστικά – συχνά, αυτό το κομμάτι δεν είναι καν το σημαντικότερο στη διαδικασία αξιολόγησης ενός υποψηφίου.
Ο προπονητής μιας ομάδας NBA αποτελεί το συνεκτικό ιστό που μετατρέπει ένα άθροισμα μερών σ’ ένα καλοσχηματισμένο σύνολο, όχι μόνο εντός παρκέ, αλλά εντός ολόκληρου του οργανισμού, όντας ο μόνος που έρχεται σε επικοινωνία με κάθε τμήμα μιας ομάδας. Για την ακρίβεια, επικοινωνεί με διοικητικούς και ιδιοκτήτες, στατιστικολόγους και γιατρούς, δημοσιογράφους και managers, παίκτες και βοηθούς. Το μέγεθος του πλήθους που διαχειρίζεται καθιστά ζητούμενο την προσαρμογή του ίδιου του προπονητή σε διαφορετικά μεταξύ τους περιβάλλοντα, το καθένα με διαφορετική γλώσσα και κώδικες επικοινωνίας. Σε κάθε ένα από αυτά πρέπει ταυτόχρονα να ηγηθεί και να συνεργαστεί, να απαιτήσει και να καταλάβει. Θα πει κανείς: και στην Ευρώπη το ίδιο συμβαίνει. Στην Ευρώπη οι ομάδες είναι, στην καλύτερη περίπτωση, οικογενειακές επιχειρήσεις. Στο ΝΒΑ είναι πολυεθνικές εταιρίες παγκόσμιας εμβέλειας.
Όταν κανείς αναφέρεται στο ΝΒΑ, όπως ίσως και εν γένει στην Αμερική, αναφέρεται σε τερατώδη μεγέθη: σε υπερτροφικές διαστάσεις προσδοκιών και απαιτήσεων, ρίσκων και ευθυνών, πιέσεων, χρημάτων, εγωισμών και προκλήσεων.
Πόσο καλά μπορεί να τα διαχειριστεί όλα αυτά ένας Ευρωπαίος προπονητής; Η απάντηση αναγκαστικά περνάει από την εξέταση της πιο πρόσφατης περίπτωσης προπονητή που έκανε το άλμα στην άλλη πλευρά, του David Blatt, ο οποίος δεν είναι Ευρωπαίος στην καταγωγή, αλλά είναι με κάθε άλλον σχεδόν τρόπο.
Έχοντας ήδη προσληφθεί από την Darussafaka, αφού δηλαδή είχε περάσει ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα στο οποίο μπορούσε να αναστοχαστεί πάνω στην εμπειρία του στην Αμερική, ο Blatt δήλωσε:
“Το παιχνίδι στο ΝΒΑ είναι πολύ διαφορετικό. Η ζωή μέσα και γύρω από το ΝΒΑ είναι, επίσης, πολύ διαφορετική. Χρειάζεται κανείς χρόνο για να συνηθίσει. Δεν νομίζω ότι στην αρχή είχα συνειδητοποιήσει το μέγεθος της προσαρμογής που έπρεπε να κάνω. Σκεφτόμουν απλώς ότι πρόκειται για μπάσκετ. Κι έπειτα, εκτός απ’ αυτό, όσες πτυχές του αθλήματος πίστευα ότι δεν διαφέρουν μεταξύ των δύο ηπείρων, τελικά διέφεραν κατά πολύ“.
Ο Blatt πήγαινε στην Αμερική γεμάτος αυτοπεποίθηση, βέβαιος πως η ισχύς μερικών ευρωπαϊκών μπασκετικών αντιλήψεων είναι παγκόσμια, παγιδευμένος στην έλλειψη μέτρου σύγκρισης, αφού τα 30 χρόνια παραμονής του στην Ευρώπη καθιστούσαν αρκετά περιορισμένες τις όποιες γνώσεις του για τους εσωτερικούς ρυθμούς μιας ομάδας ΝΒΑ. Ήταν, από μέρους του, μια αφελής αντιμετώπιση: ο Blatt απέτυχε να εντάξει στον ορίζοντα σκέψης του τη ριζική διαφορετικότητα (μπασκετική και μη) μεταξύ των δύο κόσμων. Έχοντας ίσως ασκηθεί στον εντοπισμό των ομοιοτήτων μεταξύ των διάφορων εθνικών και πολιτιστικών πλαισίων εντός των οποίων έχει ζήσει, παρέλειψε να αναλογιστεί εκείνα τα χαρακτηριστικά που, αντί να βρίσκονται σε αρμονία, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση.
Η πρόσληψή του έγινε δεκτή με κάτι σαν ενθουσιασμό ανάμεσα σε Αμερικάνους δημοσιογράφους κι αναλυτές, οι οποίοι γρήγορα αναγνώρισαν πως ενδεχόμενη επιτυχία του Blatt μπορεί να οδηγήσει σε ευρύτερη αλλαγή παραδείγματος.
Μερικές φωνές, ωστόσο, μάλλον περιθωριακές το καλοκαίρι του 2014, κατέδειξαν αμέσως τον παράγοντα που από τότε ήταν φανερό πως θα έκρινε το άμεσο μέλλον του στο NBA:
Ο Blatt, σε εκείνο το σημείο, είχε μόλις είχε ανοίξει μία πόρτα και κρατούσε ακόμα στο χέρι του το κλειδί της: μπορούσε επιμελώς να την αφήσει ορθάνοιχτη ή να προβεί σε μια αδέξια κίνηση που θα την έκλεινε με δύναμη πίσω του – ή και μπροστά του, πριν προλάβει ουσιαστικά να μπει, όπως και τελικά έγινε.
Παρόλο που είχε στη διάθεσή του μια γενναία περίοδο προσαρμογής, υπήρχε ένα πράγμα που έπρεπε να συμβεί αμέσως: να κάνει τους παίκτες του να πιστέψουν σ’ αυτόν. Αν έχανε τ’ αποδυτήρια, αν αποτύγχανε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των παικτών του, θα ξεκινούσε αυτόματα η αντίστροφα μέτρηση. Η δεξιότητα ενός προπονητή σ΄αυτήν τη λεπτή διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, κατά την οποία ο προπονητής παραμένει αφεντικό και ταυτόχρονα οφείλει να μετατραπεί σε κάτι πέρα από αυτό, είναι ένας τομέας στον οποίο το ΝΒΑ δίνει τεράστια έμφαση σ’ όλα τα επίπεδα: ο Blatt πήγε στην Αμερική ως ιδιαίτερα ικανός σ’ αυτό το κομμάτι, αλλά τελικά δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τις εξαιρετικές του συστάσεις.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν από την αρχή και συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της θητείας του. Η αμφισβήτηση του LeBron James, ο οποίος δεν πίστεψε ποτέ στον Blatt, ήταν διαρκώς παρούσα, σε υψηλές εντάσεις, σε αποδυτήρια και παρκέ. Όσο ο LeBron δεν σταματούσε να εκφράζει τη δυσφορία του, αγγίζοντας και ξεπερνώντας ενίοτε τον αντι-επαγγελματισμό, οι υπόλοιποι παίκτες ήταν αδύνατον να μην τον ακολουθήσουν, αφού το κενό εξουσίας ήταν πρόδηλο και εύκολα ορατό.
Αλλά ας είμαστε δίκαιοι: όταν ο Blatt υπέγραψε στους Cavaliers, στόχος ήταν να χτίσει σταδιακά πάνω στον πυρήνα των Irving και Wiggins, με τον δεύτερο να έχει επιλεχθεί στο Draft λίγες μέρες νωρίτερα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη των παικτών του, τουλάχιστον στην αρχή, θα ήταν δεδομένα. Όταν προστέθηκε στο κάδρο ο LeBron, τα πάντα άλλαξαν: ο πήχης και για τον ίδιο τον Blatt, μεταξύ άλλων, ανέβηκε κατά πολύ, φτάνοντας σ’ ένα επίπεδο που όχι απλά rookie προπονητής, αλλά η πλειοψηφία των coach που εργάζονται στο NBA δύσκολα μπορούν να προσεγγίσουν.
Εδώ εντοπίζεται μια σημαντική πτυχή του προβλήματος: ο Blatt ποτέ δεν είδε τον εαυτό του ως rookie, ούτε αποδέχτηκε τις συμβάσεις που έρχονται μαζί με τον χαρακτηρισμό -αλλά ήταν ακριβώς αυτό κι αν ήθελε να υπερβεί αυτήν την ταμπέλα όφειλε πρώτα να αναγνωρίσει το ότι είναι τόσο υπαρκτή όσο και αναπόφευκτη. Με τον ίδιο τρόπο που είναι rookie κάθε Αμερικανός στην πρώτη του χρονιά σε ευρωπαϊκό έδαφος, όσο εντυπωσιακό κι αν είναι το βιογραφικό του, το ίδιο ίσχυε και για τον Blatt.
Ο Αμερικανό-Ισραηλινός προπονητής έδειχνε μια ανακλαστική δυσφορία κάθε φορά που με κάποιο τρόπο ανέκυπτε η έλλειψη ΝΒΑ εμπειρίας του, επικαλούμενος διαρκώς τα παράσημά του στη διεθνή και Ευρωπαϊκή σκηνή, δείχνοντας έκπληκτος και ανήσυχος σε κάθε σχετική νύξη και παράγοντας τελικά ένα αίσθημα ανασφάλειας που δεν ήταν δύσκολο να εκμεταλλευτούν οι παίκτες του και να εκθέσουν οι δημοσιογράφοι. Παρότι Αμερικανός, ο Blatt επέδειξε χαρακτηριστική αδυναμία στο να διαχειριστεί τη διαφορά νοοτροπίας μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής, τόσο σ’ ένα γενικό βαθμό, όσο και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο που οι δύο ήπειροι διαφέρουν στο πως κατασκευάζουν την ισορροπία δυνάμεων και εξουσιών μεταξύ παίκτη και προπονητή.
Την ίδια στιγμή, όσο πλούσιο κι αν ήταν το βιογραφικό του, δεν περιελάμβανε κανένα σημείο που θα μπορούσε να καταστεί επιδραστικό στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν εντός ΝΒΑ: δεν είχε παίξει στη λίγκα, ούτε είχε συμμετάσχει ποτέ σε κάποιο προπονητικό team. Η θητεία του στο Princeton, όσο διάσημο κι αν είναι σαν πανεπιστήμιο κι όσο αξιόλογο κι αν είναι διαχρονικά το μπασκετικό του πρόγραμμα, δεν μεταφέρει τη λάμψη του Duke ή του UCLA, τα οποία προσφέρουν στους αποφοίτους τους ένα είδος μπασκετικού κοινωνικού κεφαλαίου προς κάθε χρήση και περίσταση. Επίσης, δεν είχε αναπτύξει ένα δίκτυο επαφών, γνωριμιών και διασυνδέσεων που θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο με πολλούς τρόπους —ως αποτέλεσμα, δεν τοποθέτησε στο προπονητικό του team κάποιον άνθρωπο απόλυτης εμπιστοσύνης που θα τον βοηθούσε να διαχειριστεί την κατάσταση και ν’ απορροφήσει πιέσεις.
Μετά από όλα αυτά, είναι μάλλον εμφανές το μάθημα που η περίπτωση του David Blatt διδάσκει σε όσους Ευρωπαίους προπονητές φιλοδοξούν κάποια στιγμή να κάνουν το άλμα στην απέναντι πλευρά: η καθεαυτή προπονητική επάρκεια δεν είναι αρκετή. Μια σταθερή και εκτεταμένη τριβή με το ΝΒΑ (συμμετοχή στα summer leagues, επισκέψεις σε κάθε ευκαιρία, ανάπτυξη δικτύου γνωριμιών) είναι απαραίτητη, όπως και μια μεταβατική περίοδος κατά την οποία ο υποψήφιος θα έρθει σε τριβή με τη λίγκα από θέση περιορισμένης ευθύνης, προπονητική ή διοικητική.
Κάθε προπονητής οφείλει να ενσκύψει πάνω από κάθε μικρή λεπτομέρεια, να εξετάσει κάθε παράμετρο, αργά και εξονυχιστικά, μέχρι να οικειοποιηθεί τα πάντα, μέχρι το σημείο όπου θα μπορεί να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη πνευματική εικόνα για ζήτημα και υπο-ζήτημα που ενδέχεται να αντιμετώπισει. Αν δεν το κάνει, μπροστά σε κάθε πρόκληση θα συναντά το άγνωστο, το οποίο είναι εξ ορισμού απρόβλεπτο και μη μετρήσιμο – κάτι που τόσο συχνά το καθιστά, τελικά, μη αντιμετωπίσιμο.
Ο Blatt είχε αυτήν την ευκαιρία: κατά τη διάρκεια της καριέρας του, του προτάθηκε πολλές φορές μια θέση σ’ ένα προπονητικό team. Η πιο γνωστή από αυτές τις προτάσεις προήρθε από τον Steve Kerr, ο οποίος ήθελε να τον τοποθετήσει στη θέση του πρώτου βοηθού του (οι δυο τους έχουν και τον ίδιο manager, τον Mark Bartelstein). Ο Blatt συμφώνησε προφορικά με τους Warriors, υπολογίζοντας πως η ατομική του προβολή και η ομαδική επιτυχία θα είναι σε τέτοια επίπεδα που θα του εξασφαλίσουν γρήγορα μια θέση πρώτου προπονητή. Πριν προλάβει να υπογράψει, χτύπησε το τηλέφωνο του και στην άλλη άκρη της γραμμής περίμεναν o David Griffin κι ο Dan Gilbert – πόσο διαφορετικό θα ήταν το παρόν και το μέλλον του στο ΝΒΑ αν είχε επιμείνει σε εκείνη την πρώτη επιλογή του κι είχε ενταχθεί στο team των Warriors δίπλα στον Steve Kerr;
Κι όσο η τύχη του Blatt στο ΝΒΑ δειχνει, προς το παρόν τουλάχιστον, να έχει αποφασιστεί, άλλοι Ευρωπαίοι προπονητές έχουν διαλέξει τον δρόμο της υπομονής, κρυμμένοι στα παρασκήνια και κάτω από τα ραντάρ, υπόκεινται σε μια εντατική διαδικασία εκμάθησης η οποία ίσως, κάποτε, τους οδηγήσει στην πρώτη θέση ενός πάγκου.
Το δεύτερο και τελευταίο μέρος της παρούσας σειράς κειμένων θα είναι αφιερωμένο σε αυτούς.