NBA και Ευρωπαίοι προπονητές ΙΙ: οι μελλοντικοί υποψήφιοι

Περιπτώσεις Ευρωπαίων προπονητών (ή που ανδρώθηκαν στην Ευρώπη) που μπορούν να γίνουν headcoaches στο NBA.

Όταν ο Blatt έκανε ντεμπούτο στους πάγκους του ΝΒΑ, ήταν μια μεγάλη στιγμή για το Ευρωπαϊκό μπάσκετ, αλλά μία μεγαλύτερη παραμένει μέχρι σήμερα εν αναμονή: ουδείς Ευρωπαίος έχει καθίσει, ως πρώτος προπονητής, σε κανέναν από αυτούς τους πάγκους (με λίγες γραφειοκρατικές εξαιρέσεις).

Όταν ο Blatt απολύθηκε από τους Cavaliers, άφησε πίσω του μια περίπλοκη κληρονομιά που παραμένει υπό συσκότιση, με ανεξάντλητες παραμέτρους, ακόμα εν πολλοίς ανεξερεύνητες – όπως και η κύρια ερώτηση που ανακύπτει από την αμερικανική του εμπειρία: έστρεψε το βλέμμα του ΝΒΑ προς το ευρωπαϊκό μπάσκετ, έστω και λίγα εκατοστά παραπάνω απ’ όσο ήδη ήταν; Ενίσχυσε την θέση των ευρωπαίων προπονητών στο παγκόσμιο μπασκετικό χρηματιστήριο; Πιο σημαντικά: κατέστησε τις ομάδες του ΝΒΑ πιο πρόθυμες να ρισκάρουν με Ευρωπαίους σε θέση head coach; Ή, αντίθετα, τις έκανε πιο επιφυλακτικές;

Αφήνοντας πίσω μας αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις και περνώντας από το γενικό στο ειδικό, αναδεικνύεται μία διαφορετική ερώτηση, μάλλον πιο χρήσιμη και παραγωγική: ποιοι είναι οι Ευρωπαίοι προπονητές, ή τουλάχιστον αυτοί με ισχυρό ευρωπαϊκό background, με τις περισσότερες πιθανότητες να κάνουν το άλμα στο άμεσο ή και πιο μακρινό μέλλον;

Πριν παρουσιάσουμε πέντε τέτοιες περιπτώσεις, ας κάνουμε μία σύνοψη των χαρακτηριστικών που θεωρούνται σήμερα απαραίτητα για να μπορέσει κάποιος να ηγηθεί μιας ομάδας στο ΝΒΑ.

Ο υποψήφιος, πρώτον, οφείλει να έχει πλούσια και ετερογενή εμπειρία: να έχει εξειδικευθεί, δηλαδή, σε όσο το δυνατόν περισσότερα κομμάτια της προπονητικής, από τις assistant θέσεις του αναλυτή βίντεο και του υπεύθυνου των αναπτυξιακών μέχρι τη διαχείριση της δικής του ομάδας. Οφείλει, έπειτα, να έχει συγκροτήσει ένα ελκυστικό πακέτο, τόσο ως προς τη δική του προσωπικότητα όσο και ως προς το χαρακτήρα που θέλει να εμφυσήσει στην ομάδα: οι ομάδες δεν αρκεί να παίζουν καλά – η ελκυστικότητα του παιχνιδιού τους και το εύρυθμο της λειτουργίας τους, ειδικά για τους νέους προπονητές, είναι πλέον βασικό κομμάτι αξιολόγησής (στην Αμερική αυτό συνοψίζεται ως the Steve Kerr Effect).

Παράλληλα, η πολυγλωσσία είναι απολύτως απαραίτητη: μ’ αυτό δεν εννοούμε απλά την άριστη γνώση Αγγλικών μαζί με μία ή δύο ακόμα γλώσσες, οι οποίες θα επιτρέψουν σε κάποιον να κολυμπήσει ελεύθερα στο πολυπολιτισμικό σήμερα ΝΒΑ, αλλά και τη γνώση μιας ευρείας γκάμας κοινωνικών διαλέκτων: παρουσιάσεις, συνεντεύξεις, εκδηλώσεις χορηγών, εταιρικές συσκέψεις, ενδο-ομαδική επικοινωνία με τα διάφορα τμήματα, διάδραση με κοινό – όλα αυτά συνεκτιμώνται και λαμβάνονται υπόψη (κι αποτελούν ένας από τους βασικούς λόγους που ο Dwane Casey παραμένει μέχρι σήμερα προπονητής των Raptors).

Ένας προπονητής οφείλει ταυτόχρονα να πείθει και να γοητεύει, να δρα και να παρατηρεί, να φέρνει κοινό και αποτελέσματα —να ενισχύει εξίσου το ταμείο μιας ομάδας μαζί με το γόητρό της.

Δεν είναι μια εύκολη δουλειά: γι’ αυτό και τόσο λίγοι έχουν την ευκαιρία να την κάνουν. Όποτε υπάρχει κάποιο άνοιγμα, συνήθως ανακυκλώνονται ήδη γνωστά ονόματα, μ’ ένα μικρό μόνο παράθυρο για εισροή καινούριων, άφθαρτων υποψηφίων. Έχουμε να κάνουμε με μια αδερφότητα που σπάνια ανοίγει τις πόρτες της για νέα μέλη, αλλά οι επόμενοι πέντε προπονητές ίσως κάποια στιγμή βρεθούν στους απρόσιτους κύκλους της.

— Ettore Messina

Χωρίς να χρειάζεται συστάσεις, ο Messina πλέον απολαμβάνει και στην Αμερική ένα επίπεδο αναγνώρισης ανάλογο με αυτό που έχει εξασφαλίσει στην Ευρώπη. Θεωρείται, από κάθε άποψη, έτοιμος να αναλάβει πρώτο ρόλο, και προς το παρόν η ερώτηση δεν είναι αν αυτό θα συμβεί, αλλά το πότε. Η αίσθηση που επικρατεί είναι πως βρίσκεται σε θέση να επιλέξει ο ίδιος την επόμενη ομάδα του κι όχι απλά να επιλεχθεί απ’ αυτήν. Αλλά όσο αυτό δεν συμβαίνει, όσο μεγαλώνει ηλικιακά και ριζώνει στους Spurs, ίσως οι ιδανικές συνθήκες που ψάχνει να μην εμφανιστούν ποτέ.

Έχοντας στο βιογραφικό του, πέρα από τα ευρωπαϊκά και διεθνή του επιτεύγματα, τη θητεία του σε ρόλο συμβούλου στους Lakers και την πολυετή πια θέση του δίπλα στον Popovich, έχει αναπτύξει ένα πανίσχυρο δίκτυο γνωριμιών εντός ΝΒΑ (ενδεικτικά: πέρα από τον Popovich, είναι πολύ κοντά και με τον Quin Snyder, τον οποίο είχε βοηθό στη δεύτερη θητεία του στη Μόσχα). Θεωρήθηκε υποψήφιος για πολλές ομάδες που έψαξαν προπονητή τα τελευταία χρόνια: τo όνομά του ακούστηκε έντονα για τους Kings και τους Nets, ενώ είναι επιβεβαιωμένο πως πέρασε από συνέντευξη στο Houston, το Memphis και το Los Angeles – αν ο Walton δεν είχε αναλάβει τους Lakers, ίσως σήμερα ο Messina βρισκόταν στη θέση του.

Ο έντονος χαρακτήρας του δεν αναφέρεται πάντα με θετικό πρόσημο, αλλά η θητεία του στο ”πανεπιστήμιο” των Spurs του έχει προσφέρει πολλά εργαλεία για την καλύτερη διαχείρισή του. Η απήχηση που έχει είναι εξίσου μεγάλη τόσο εντός ΝΒΑ όσο και στους Αμερικανικούς μιντιακούς κύκλους: μεταξύ άλλων αναφορών, ο Kevin Arnovitz, γνωστός δημοσιογράφος του ESPN, τον τοποθέτησε πέρσι στην κορυφή της ετήσιας λίστας του που περιλαμβάνει προπονητές που ενδέχεται μεταπηδήσουν σε πρώτους ρόλους.

Πρόσφατα ανανέωσε με τους Spurs για δύο ακόμη χρόνια.

— Igor Kokoskov

Αν στη μορφή του Messina συνοψίζεται το παρόν των Ευρωπαίων προπονητών εντός ΝΒΑ, σε αυτήν του Kokoskov συνοψίζεται το μέλλον. Η επιτυχία του στο τελευταίο Eurobasket, αλλά και το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού νωρίτερα, έριξαν πρόσφατα πάνω του τους ευρωπαϊκούς δημοσιογραφικούς προβολείς, αλλά η καριέρα του εδώ και χρόνια πλησιάζει προς την απογείωση.

Η φιγούρα του Quin Snyder είναι και εδώ παρούσα: πήρε τον Kokoskov κοντά του όταν ο πρώτος ήταν προπονητής στο πανεπιστήμιο του Missouri, ενώ ο Σέρβος σήμερα αποτελεί τον leading assistant του στους Jazz, τους οποίους πέρσι καθοδήγησε για ένα παιχνίδι, λόγω αδιαθεσίας του Snyder. Κατά πολλές έννοιες, μετά από 16 χρόνια παρουσίας στην απέναντι πλευρά, έχει ανοίξει τον δρόμο για τους Ευρωπαίους προπονητές στην Αμερική: αποτελεί κατά σειρά τον πρώτο Ευρωπαίο που κάθισε, ως full-time assistant, σε πάγκο της Division 1 του NCAA (Missouri), τον πρώτο που βρέθηκε σε coaching staff ομάδας ΝΒΑ (2000, Clippers), τον πρώτο που βρέθηκε σε staff πρωταθλητή (2004, Pistons) και τον πρώτο που συμμετείχε σε All-Star Game.

Έχει δουλέψει εντατικά σε ατομικό επίπεδο με διάφορους παίκτες, κατά βάση guards, δουλειά χάρη στην οποία έχει κερδίσει τη φήμη ενός ασυμβίβαστου όσο και κορυφαίου δασκάλου των βασικών. Πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εδώ αποτελούν ο Steve Nash και ο Goran Dragic, με τους οποίους ο Kokoskov δούλεψε στο Phoenix και ο George Hill, ο οποίος έχει πιστώσει τον Σέρβο για την περσινή του χρονιά.

Το προφίλ του ίσως ικανοποιεί τις περισσότερες προϋποθέσεις από οποιονδήποτε άλλο της λίστας. Θεωρείται γκουρού στο επιθετικό κομμάτι (χαρακτηριστικό ότι είχε ρόλο offensive coordinator στις περισσότερες ομάδες που δούλεψε) με αρκετά σύγχρονη αγωνιστική προσέγγιση και εν γένει φιλοσοφία. Όπως φάνηκε και από τη θητεία του στη Σλοβενία, πιστεύει σε μια guard-based επίθεση, με αλληλουχίες pin-down και double-screens για τους σουτέρ του, ένταξη του pick-n-roll σε ευρύτερες δράσεις, έμφαση στο transition με συγκεκριμένες αρχές, και την επιδίωξη πολύ υψηλού ρυθμού. Όσο η προσέγγιση του καθίσταται κυρίαρχη στο ΝΒΑ (αν αυτό δεν έχει ήδη συμβεί), κι όσο ο ίδιος σταδιακά εδραιώνεται ως ένας από τους κορυφαίους βοηθούς στη λίγκα, τόσο θα ανεβαίνουν οι μετοχές του και θα πλησιάζει η ευκαιρία του.

— Δημήτρης Ιτούδης

Όπως διαμορφώνεται σήμερα το προπονητικό τοπίο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, λίγοι προπονητές έχουν ταυτόχρονα την ηλικία και την ετερογενή εμπειρία για να αναπτύξουν βλέψεις προς την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού – ανάμεσά τους, αυτός που βρίσκεται τοποθετημένος στην καλύτερη θέση είναι με διαφορά ο Δημήτρης Ιτούδης.

Αντίθετα με τον David Blatt, ο οποίος ποτέ δεν ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με το ΝΒΑ, ο Ιτούδης, ήδη από τη θητεία του στον Παναθηναϊκό, βρίσκεται σε ευθεία επικοινωνία με Αμερικανούς προπονητές και παράγοντες. Είναι ευρέως γνωστή η σχέση του με τον Joe Dumars, χάρη στην οποία έχει βρεθεί πολλά καλοκαίρια στο Detroit και το προπονητικό επιτελείο των Pistons, ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει στο staff των 76ers και των Magic.

Ο υψηλός βαθμός κατάρτισης, η εμπειρία του από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η επαφή του με το ΝΒΑ, τα εξαιρετικά σχόλια που διαρκώς αποσπά από πρώην και νυν παίκτες και συνεργάτες τον έχουν φέρει πολλάκις στο περιφερειακό ραντάρ των Αμερικανών. Έχει κερδίσει αναφορές και συνεντεύξεις στα Αμερικανικά μίντια, όπου συχνά αναφέρεται ως ”Ευρωπαίος Brad Stevens”.

Η καίρια ερώτηση σχετίζεται με τον τρόπο που θα επιλέξει να κάνει τη μετάβαση, όταν και αν αυτό συμβεί. Θα προτιμήσει να βρεθεί κατευθείαν σε θέση head-coach; Ή θα επιλέξει να περάσει ένα διάστημα προσαρμογής σ’ ένα μικρότερης ευθύνης πόστο; Η απάντηση ίσως να κρίνει τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας – από τη μία, μια μεταβατική περίοδος φαντάζει απαραίτητη. Από την άλλη, ο χαρακτήρας του Ιτούδη ενδέχεται να τον ωθήσει στην αποκλειστική αναζήτηση θέσης πρώτου προπονητή.

Από την ελληνική σχολή, αμερικανικές ματιές έχει αποσπάσει παλαιότερα και ο Φώτης Κατσικάρης, ενώ το όνομα του Μπαρτζώκα ίσως κάποια στιγμή προστεθεί σε αυτήν τη λίστα – αν και, προς το παρόν, οι έντονες αντιδράσεις του στον πάγκο καθιστούν απαγορευτικό κάτι τέτοιο. Κρατάμε, επίσης, τα μάτια μας ανοικτά για τον Andrea Trinchieri, ο οποίος σταδιακά χτίζει ένα εντυπωσιακό βιογραφικό που ικανοποιεί πολλές από τις προϋποθέσεις των Αμερικάνων, αλλά και για τους διάφορους προπονητές που έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια από την Ισπανική σχολή (Alonso, Martinez, Vidoretta), οι οποίοι, ωστόσο, αν φιλοδοξούν κάποια στιγμή να κάνουν το άλμα, οφείλουν πρώτα να δουλέψουν εκτός Ισπανίας.

— Chris Fleming

Από τους Ευρωπαίους προπονητές περνάμε σε αυτούς που, χωρίς να είναι Ευρωπαίοι, η θητεία τους στην ήπειρό μας έχει αφήσει έντονο σημάδι στην προπονητική τους σφραγίδα. Ένας από αυτούς είναι ο Chris Fleming ο οποίος αργά, σταθερά και μάλλον αθόρυβα ανεβαίνει τα σκαλιά της προπονητικής πυραμίδας.

Γεννημένος στο New Jersey, χωρίς φανταχτερή κολλεγιακή καριέρα, συχνά περνιέται λανθασμένα για Γερμανός, μάλλον λόγω ονόματος, φυσιογνωμίας και των χρόνων που έζησε εκεί. Ως παίκτης, πέρασε όλη του την καριέρα στις μικρές κατηγορίες της Γερμανίας, χώρα στην οποία ξεκίνησε και την προπονητική του σταδιοδρομία. Μετά από μια εξαετία στην Brose, μεταπήδησε το 2014 στην Αμερική, σαν τρίτος βοηθός του Malone στο Denver, όπου έμεινε για ένα χρόνο. Σήμερα αποτελεί τον δεύτερο βοηθό του Kenny Atkinson στους Nets. Από το 2015, εργάζεται παράλληλα ως head coach στην Εθνική Γερμανίας.

Συχνά τo όνομά του μπαίνει σε συγκρίσεις με τον ίδιο τον Atkinson: αμφότεροι ειδικοί θεωρούνται στο αναπτυξιακό κομμάτι, με σύγχρονες και χαρακτηριστικές επιθετικές ιδέες, ενώ ταυτόχρονα είναι εξαιρετικοί επικοινωνιακά χωρίς σε κανένα σημείο να καθίστανται υποχωρητικοί.

Η επιθετική φιλοσοφία του Fleming συνήθως συνοψίζεται ως μια 4-out-1-in motion επίθεση, στην οποία ορίζει 6 θέσεις για τους 4 παίκτες της πεντάδας που κινούνται περιφερειακά: τις δυο γωνίες, τις δυο high-elbow θέσεις, και τις αντίστοιχες που προκύπτουν στις δυο προεκτάσεις της γραμμής των βολών. Δίνει μεγάλη έμφαση στο spacing, την καλή και γρήγορη κυκλοφορία και το ρόλο των δύο γωνιών στην επιθετική κίνηση των ομάδων του, σημεία από τα οποία δεν ψάχνει απλά τα σουτ (τα οποία θεωρούνται από τα πιο αποτελεσματικά), αλλά και τη διείσδυση από τη γωνία προς τον κεντρικό διάδρομο, η οποία θεωρεί ότι παράγει τις καλύτερες προϋποθέσεις για μία ασίστ (από το συγκεκριμένο σημείο, όλο το γήπεδο βρίσκεται στο οπτικό πεδίο του παίκτη).

Τo όνομά του, όπως και του Messina, ήταν στην πιο πρόσφατη λίστα του Arnovitz. Απέχει αρκετά χρόνια από την ανάδειξή του στην πρώτη γραμμή, αλλά ο τρόπος που δουλεύει έχει ήδη αρχίσει να φωτίζει τον παρασκηνιακό του ρόλο.

— Nick Nurse

Ο Nurse, Αμερικανικής καταγωγής, πέρασε πάνω από μια δεκαετία στην Ευρώπη, με μια μεγάλη θητεία στη Μεγάλη Βρετανία και μερικά χρόνια στο Βέλγιο. Όπως και ο Fleming, ήρθε εδώ ως παίκτης κι έφυγε ως προπονητής. Πέρασε και από την εθνική ομάδα των Βρετανών, ενώ για μια χρονιά βρέθηκε και στην Euroleague, το 2000, ως προπονητής των London Towers (σε μια περίοδο που θεωρείται χρυσή για το Βρετανικό μπάσκετ). Όταν ανέλαβε ο Kerr τους Warriors, ο Nurse ήταν στη λίστα επιλαχόντων για τη θέση του πρώτου βοηθού του (στην κορυφή της οποίας ήταν ο David Blatt).

Σήμερα αποτελεί έναν από τους βασικούς βοηθούς του Dwane Casey στο Toronto, έχοντας αναλάβει μεγάλο μέρος του game-planning της ομάδας στο επιθετικό κομμάτι.

Πέρα από θητεία του σε ευρωπαϊκούς πάγκους, έχει περάσει και από τη D-League – για την οποία, κόντρα στη συμβατική αντίληψη που την παρουσιάζει αποκλειστικά ως εργοστάσιο παικτών, μας θυμίζει ότι αποτελεί εξίσου έναν τόπο ανάπτυξης προπονητών. Εκεί έδειξε πολλά στοιχεία τη αγωνιστικής του φιλοσοφίας: οι ομάδες του έπαιζαν σε πολύ υψηλό ρυθμό, όντας για μια 6ετία στις πρώτες δύο θέσεις σε pace, με έμφαση στα τρίποντα και την κυκλοφορία της μπάλας.

Αυτή η μοντέρνα προσέγγιση, τουλάχιστον μέχρι τη φετινή χρονιά, δεν έχει βρει εφαρμογή στους Raptors, κάτι για το οποίο, δικαίως ή αδίκως, ο Nurse θεωρείται συνυπεύθυνος. Φέτος προσπαθεί να μεταμορφώσει την iso-based επίθεση των Καναδών, η οποία έχει αποδειχθεί κατ’ επανάληψη αναποτελεσματική στα play-offs, μειώνοντας τα iso των DeRozan – Lowry και αυξάνοντας τα assisted field goals (θα αναφερθούμε σύντομα αναλυτικά στο ενδιαφέρον φετινό πείραμα των Καναδών). Αν οι Raptors υιοθετήσουν και εφαρμόσουν πετυχημένα τις αλλαγές, το όνομά του θα βγει στον αφρό. Αν αποτύχουν, ενδέχεται να βρεθεί χωρίς δουλειά – το μέγεθος της ευθύνης, σε κάθε περίπτωση, είναι ενδεικτική της επαγγελματικής καταξίωσης που έχει καταφέρει.

Παρόμοιο βιογραφικό με τον Nurse έχουν αρκετοί ακόμα προπονητές που δουλεύουν στην ίδια κατεύθυνση περιμένοντας υπομονετικά την ευκαιρία τους: μεταξύ άλλων, οι David Vanterpool (Blazers) και Chris Finch (Pelicans).

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑