Ο Kobe Bryant μετά το παρκέ.
Όταν ο Kobe Bryant αποσύρθηκε από την αγωνιστική δράση, το μέλλον του στη δημόσια σφαίρα, μπασκετική και μη, δεν ήταν ακριβώς αβέβαιο, αφού το brand του είναι έτσι κι αλλιώς πανίσχυρο, αλλά ήταν σίγουρα αγνώστου κατεύθυνσης. Σχεδόν δύο χρόνια μετά τον τελευταίο του αγώνα, διατηρεί το ενδιαφέρον προς το πρόσωπό του ζωντανό με τρόπο που λίγοι παλαίμαχοι αθλητές έχουν καταφέρει.
Οι περισσότεροι τον φαντάζονταν να αποσύρεται σε συνθήκες σχετικής απομόνωσης, στα πρότυπα του Michael Jordan, κάνοντας πέρα δημοσιογράφους και κάμερες που ποτέ δεν έδινε την εντύπωση ότι θα του λείψουν ιδιαίτερα. Λίγοι τον φαντάζονταν σε ενεργό ρόλο σε μια ομάδα, δηλαδή στους Lakers, εκτός αν ο ρόλος αυτός ήταν απλά τιμητικός, όπως ο αντίστοιχος που κατείχε παλαιότερα ο Magic Johnson. Και κανείς δεν φανταζόταν, ό,τι κι αν ήταν τελικά αυτό που ο Bryant θα επέλεγε να κάνει, πως ο συγκρουσιακός του χαρακτήρας θα απορροφούνταν εύκολα εκτός παρκέ.
Η ομαλότητα με την οποία αυτό έχει συμβεί, σαν να μην υπήρξε ποτέ το πρότυπο του uncoachable παίκτη, από τη μία μας καλεί να αναθεωρήσουμε πολλά από τα στερεότυπα που τον συνοδεύουν, κι από την άλλη, ταυτόχρονα, προσδίδει φρέσκια έμφαση στη συζήτηση για τις διαφορές στο χαρακτήρα ενός παίκτη εντός κι εκτός γηπέδου.
Ο Bryant ήδη από το 2014 είχε ιδρύσει την δική του εταιρία, με το όνομα Kobe, Inc, η πρώτη επένδυση της οποίας ήταν στη BodyArmor, εταιρία ισοτονικών ποτών. Σήμερα, πέρα από τον ρόλο του στην πρώτη, ο Bryant είναι ο τρίτος κατά σειρά μέτοχος και στη δεύτερη, έχοντας αναλάβει και τον ρόλο του Creative Director, όντας αυτός που έγραψε και σκηνοθέτησε το πρόσφατο διαφημιστικό-σήμα κατατεθέν της φιλόδοξης εταιρίας.
Μετά την απόσυρσή του από την αγωνιστική δράση, ανακοίνωσε την επένδυση κεφαλαίων αξίας 100 εκατομμυρίων δολαρίων μέσω της Bryant Stibel, επενδυτικής εταιρίας που πήρε το όνομά της από τα επώνυμα των δύο βασικών της μετόχων και ψάχνει επενδύσεις σε τεχνολογία, media, και εκμετάλλευση και διαχείριση δεδομένων (data) —μεταξύ άλλων, στον επενδυτικό της κατάλογο περιλαμβάνεται και το γνωστό site Players’ Tribune. Ο Bryant ήταν αυτός που δημιούργησε και το logo της Bryant Stibler, η διάταξη του οποίου θυμίζει πλήκτρα πιάνου.
Οι γενικότερες βλέψεις του θα πρέπει να έχουν καταστεί ήδη ορατές: ο Bryant φαίνεται να επιθυμεί έναν ρόλο που περιλαμβάνει τόσο μικρο- όσο και μακροδιαχείριση, τοποθετώντας τον εαυτό του όχι ακριβώς στη μέση των δύο, όσο σε σημείο τέτοιο που να μπορεί να έχει την εποπτεία συγκεκριμένων συνθηκών και των δύο παραμέτρων. Εδώ βρίσκει κανείς μια μικρή παραλλαγή του αγωνιστικού του χαρακτήρα: η διαφορά από αυτόν, βέβαια, δεν τεκμαίρεται από το ότι θέλει να ελέγχει και τις δύο κατευθύνσεις, αλλά στο ότι είναι πρόθυμος να κάνει μικρές παραχωρήσεις που διαμοιράζουν την ευθύνη σε περισσότερους δρώντες —η διαφορά τεκμαίρεται από το ότι δεν θέλει να ελέγχει τα πάντα. Η συγκεντρωτικότητά του αδυνατίζει όσο τα καθήκοντα διαχέονται ομαλά σε μια αλυσίδα ιεραρχίας. Ο κακός συμπαίκτης, που πάντα μπορούσε να βρει όποια πάσα ήθελε αλλά σπάνια επέλεγε να το κάνει, εξελίσσεται σε καλό αφεντικό.
Κι αν η επιχειρηματική κατεύθυνση είναι κάτι σύνηθες για έναν πρώην παίκτη του ΝΒΑ, με τον έλεγχο της να επαφίεται τόσο στον ίδιο όσο -και εξίσου- στους οικονομικούς του συμβούλους, η αφοσίωσή του στο δημιουργικό κομμάτι είναι κάτι που, τουλάχιστον ως πρώτη εντύπωση, προκαλεί μια ήπια έκπληξη.
Πόσοι πρώην παίκτες του ΝΒΑ -πόσοι παλαίμαχοι αθλητές- αφοσιώνονται σε κάτι που, με τους χαλαρούς ορισμούς του σήμερα, μπορούμε να ονομάσουμε τέχνη; Ποιος φαντάζονταν πως ο ίδιος ο Bryant, σκληρός σαν φίδι σωματικά και ψυχολογικά, θα έκανε ακριβώς αυτό;
Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην περιστασιακή ενασχόλησή με τις δημιουργικές καμπάνιες που τρέχουν οι διάφορες εταιρίες του, αλλά έχει επεκταθεί σε κάτι που έχει πάρει διαστάσεις full-time δραστηριότητας: ορίζει τον εαυτό του ως επαγγελματία παραμυθά, story-teller όπως το αποκαλούν οι Αμερικανοί, επιφορτισμένος με τη σύλληψη και την εκτέλεση μιας ιστορίας σε συνάρτηση με το κοινό στο οποίο αυτή θα απευθυνθεί —σαν ράφτης που καλείται να επιμεληθεί κουστούμι που θα χωράει ιδανικά σ’ ένα μόνο σώμα.
“Οι ιστορίες κινούν τον κόσμο”, έχει δηλώσει παλαιότερα ο ίδιος, μια παραδοχή που διατρέχει υπόρρητα τον κόσμο από τον Όμηρο μέχρι, πιο ώριμα και συνειδητοποιημένα, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνική θεωρία του τελευταίου αιώνα. Η διαφήμιση γρήγορα βρήκε πρόσφορο έδαφος και ενσωμάτωσε την παραπάνω πρόταση μέχρι που πέτυχε την αλλοίωση της: σήμερα, είναι η διαφήμιση αυτή που κινεί τον κόσμο, δηλαδή η χρήση ιστοριών προς ένα χειραγωγίσιμο αποτέλεσμα, κι όχι οι ιστορίες καθεαυτές. Διαφορετικά: ο σκοπός υπερβαίνει τα μέσα.
Ο Bryant αποτελεί μια ευπρόσδεκτη, αν κι όχι σπάνια, εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα: δεν γράφει ιστορίες για να πουλήσει ένα προϊόν, αλλά αυτό το προϊόν είναι οι ίδιες οι ιστορίες του. Δεν είναι διαφημιστής, αλλά ιστοριογράφος. Όπως συμβαίνει, ωστόσο, με τόσους και τόσους παραμυθάδες, ή με οποιονδήποτε προσπαθεί να κατασκευάσει κάποιου είδους αφήγηση, ο πληθυντικός είναι περιττός: ο Bryant, ξανά και ξανά, με διαφορετικούς τρόπους και σκοπούς, επαναλαμβάνει την ίδια ιστορία. Κι αν κανείς έχει αφιερώσει την ελάχιστη προσοχή στην καριέρα του, θα είναι μια ιστορία που έχει ξανακούσει.
Τα θεμέλιά της μπήκαν τον Μάρτιο του 2004, σ’ ένα παιχνίδι απέναντι στους Magic του Tracy McGrady. Η ζωή και η καριέρα του Bryant ήταν λίγο πριν τη διάλυση: κατηγορούμενος για βιασμό, αντιμετωπίζει τις νομικές, επαγγελματικές, και προσωπικές συνέπειες τις υπόθεσης, η οποία είχε ξεκινήσει το προηγούμενο καλοκαίρι —παίζοντας παράλληλα 65 παιχνίδια σε μια από τις λιγότερο παραγωγικές χρονιές της καριέρας του.
Εκείνο το βράδυ, όπως έχει περιγράψει ο ίδιος στη Ramona Shelburne, πήγε στο γήπεδο χωρίς καμιά διάθεση για μπάσκετ. Ο McGrady του βάζει 21 πόντους στο πρώτο ημίχρονο. Ο Bryant στο ίδιο διάστημα πετυχαίνει 1. Είναι η εποχή που η συζήτηση για το ποιος από τους δύο είναι καλύτερος βρίσκεται στο απόγειό της.
Από μια άποψη, το παιχνίδι ήταν do or die, τουλάχιστον για την μπασκετική υπόσταση του Bryant: είτε θα αφιέρωνε αποκλειστικά και απόλυτα ένα μέρος του εαυτού του στο μπάσκετ, είτε ο μπασκετικός του εαυτός θα βούλιαζε μαζί με όλα τα υπόλοιπα.
Το σοκ της συνειδητοποίησης έρχεται στα αποδυτήρια κατά τη διακοπή του ημιχρόνου. Όπως λέει στο παραπάνω κείμενο:
“Καθόμουν στα αποδυτήρια και σκεφτόμουν, ‘Ξέρεις τι, ίσως χάσεις τα πάντα στη ζωή σου λόγω της κατάστασης στην οποία έβαλες τον εαυτό σου. Ίσως χάσεις την οικογένειά σου, ίσως χάσεις την ελευθερία σου, αλλά θα είσαι καταδικασμένος αν χάσεις το μπάσκετ.’ Αυτό μπορώ να το ελέγξω”.
Επιστρέφει στο δεύτερο ημίχρονο και βάζει 37 πόντους, 24 στην τελευταία περίοδο. Πετυχαίνει τους 17 από τους 26 τελευταίους πόντους του παιχνιδιού και στην άμυνα κλειδώνει τον McGrady. Οι Lakers παίρνουν τη νίκη κι ο Bryant χτίζει τη βεβαιότητα πως στο γήπεδο δεν μετράει τίποτε άλλο παρά μόνο ό,τι κάνεις πάνω σε αυτό. Ο μπασκετικός του εαυτός ανεξαρτητοποιείται, γίνεται μέρος ενός alter ego, ενός φανταστικού εαυτού, ο οποίος γίνεται όλο και πιο δύσκολα διαχωρίσιμος από την όλη περσόνα του. Ο Kobe Bryant αλλάζει. O Kobe Bryant, κατά κάποιον τρόπο, έχει μόλις πεθάνει. H Black Mamba έχει μόλις γεννηθεί.
Η καταβύθιση στα σκοτεινότερα κομμάτια του εαυτού του, η συνδιαλλαγή και η διαπραγμάτευση μαζί τους, και κυρίως η ανάδυσή του ξανά στην επιφάνεια με μια ανανεωμένη αίσθηση καθήκοντος, στην οποία το μπάσκετ βρισκόταν στο απόλυτο κέντρο, είναι ίσως μία από τις πιο ολοκληρωμένες ιστορίες που το άθλημα έχει να προσφέρει. Ο Kobe Bryant είναι παραμυθάς, αλλά η ιστορία του δεν είναι παραμύθι: είναι γεμάτο με τη δύναμη ενός αντι-ήρωα ο οποίος, αν κάποιος μπορεί να προσπεράσει την απουσία ηθικής ταύτισης, αποκαλύπτει πτυχές που πηγαίνουν πολύ πέρα από τα δημοσιογραφικά στερεότυπα. Αν υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ δράματος και τραγωδίας, ο Bryant στέκεται επιδέξια πάνω της, κι αυτό όχι χωρίς μια χαραμάδα γεμάτη φως που οδηγεί σ’ ένα happy end.
Το Dear Basketball, το animation για το οποίο ο Bryant αποτέλεσε έναν από τους βασικούς συντελεστές, σήμερα προτεινόμενο για τα επόμενα Όσκαρ στη σχετική κατηγορία, είναι ένα σχετικό παράδειγμα, αλλά πιθανότατα όχι το πιο χαρακτηριστικό. Για να πάρει κανείς μια ιδέα των ιστοριών που παράγει ο Bryant, μάλλον πρέπει να παρακολουθήσει τα σχετικά βίντεο που έκανε για το ESPN.
Εκεί ο Bryant περιγράφει υπέροχα αυτό που σήμερα πολλοί αποκαλούν Black Mamba, μια φράση η δημοφιλία της οποίας την έχει φέρει και εκτός μπασκετικών συνόρων. Στα βίντεο αυτά ο Bryant εκφράζει μια απόλυτη αφοσίωση, ένα πάθος που διαπλέκεται με την εμμονή, και χωρίζει συμπαίκτες κι αντιπάλους με έναν απλό τρόπο: σ’ αυτούς που θέλουν να παίζουν και σ’ αυτούς που θέλουν να κυριαρχούν. Ο Bryant κάπου χρησιμοποιεί μια δεικτική αναφορά για τον ίδιο διαχωρισμό: θηράματα και κυνηγοί.
Οι πρώτοι είναι τα συμπληρωματικά κομμάτια σε μια σκακιέρα που αποτελείται αποκλειστικά από πιόνια και βασίλισσες. Κάποιοι μπορούν να κινούνται όπως θέλουν, σχεδόν όποτε θέλουν, να κάνουν ό,τι θέλουν —άλλοι δεν μπορούν καν να κοιτάξουν πίσω από την πλάτη τους. Αν δεν κυνηγάς, κυνηγιέσαι. Η μπασκετική εμμονή του Bryant, όπως εκφράζεται στα βίντεο κι όπως έχει εκφραστεί στο παρκέ, είναι ένας συνδυασμός αφοσίωσης, μελέτης του παιχνιδιού και των αντιπάλων, συντριπτικής επικράτησης και άνευ όρων υποταγής. Δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο, δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι διαφορετικό. Ακόμα και στο βίντεο που έκανε για τους Warriors, η έμφασή του δεν ήταν στη δημοκρατικότητα του συστήματός τους, αλλά στο ολοκληρωτικό του αποτέλεσμα, στη στάχτη και τα αποκαΐδια που αφήνουν στο πέρασμά τους.
Η σκιά του αθλητή σβήνει κι η λάμψη του αφηγητή παίρνει τη θέση της. Κάποτε μιλούσαν όλοι για αυτόν. Σήμερα μιλάει ο ίδιος για τον εαυτό του. Τώρα μένει μόνο το μέλλον, φτιαγμένο από δικές του λέξεις, εικόνες, σκιές, εμμονές. Ο Kobe Bryant είναι ακόμα εδώ.
*Το artwork της κεντρικής φωτογραφίας ανήκει στον Richard Day
Leave a Reply