Σημειολογία, συμβολισμοί, και η οπτική της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στην κατάκτηση του Eurobasket του ’87.
*Πρώτη δημοσίευση του κειμένου στο τεύχος 27 του περιοδικού HUMBA.
Τέλη των 70’s και ξημέρωμα των 80’s, με την Ελλάδα να στρέφει το βλέμμα στη Δύση σαν μαθητής που προετοιμαζόταν επί χρόνια για την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο. Η λαϊκή συγκέντρωση δεν είχε απεκδυθεί τον πολιτικό χαρακτήρα που διαχρονικά την στιγμάτιζε, ενώ, με νωπές τις μνήμες της επταετίας, η αρχή της Μεταπολίτευσης έμοιαζε με ένα απέραντο πολιτικό πανηγύρι. Μια Ελλάδα που άλλαζε: το κόστος ζωής έπεφτε, η επαφή με τη δύση ήταν γεμάτη υποσχέσεις, το βιοτικό επίπεδο αυξανόταν ραγδαία, κι η ανεργία άρχισε να απουσιάζει από το πολιτικό λεξιλόγιο. Είχε έρθει ο καιρός για νέες συνήθειες, κι ένας λαός που είχε συνδέσει τους δρόμους και τις πλατείες με την πολιτική διαμαρτυρία, ξεκίνησε να συγκεντρώνεται μαζικά για μουσικά και αθλητικά γεγονότα.
Οι Police εμφανίζονται στο Σπόρτινγκ και τα επεισόδια φτάνουν μέχρι την Πατησίων, ο Rory Galagher γεμίζει τη Νέα Φιλαδέλφεια με 25.000 νέους, και η Αθήνα γίνεται Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 1985, με τη Μελίνα Μερκούρη να διοργανώνει το διήμερο “Rock in Athens” στο Καλλιμάρμαρο. Depeche Mode, Stranglers, Culture Club και Cure περνούν από τη σκηνή, ενώ τα επεισόδια μεταξύ του ετερόκλητου πλήθους που σοκαρίστηκε μπροστά στην εικόνα του Boy George δεν αποφεύγονται ούτε αυτή τη φορά. Υπολείμματα απόψεων του παρελθόντος, αντικρουόμενες ιδεολογίες, πέτρες και πλακάτ ανάμεικτα με δακρυγόνα και γκλομπ –μια γενιά που πρωτογνώριζε το διαφορετικό στριμωγμένη στην ουρά για να ακούσει τον Sting να ερμηνεύει τα κομμάτια του Ghost in the Machine.
Η ίδια εξωστρέφεια και στον τομέα του αθλητισμού, αν και εκφρασμένη με διαφορετικούς όρους. ΟΑΚΑ και ΣΕΦ εγκαινιάζονται το ’82 και το ’85 αντίστοιχα, η Ελλάδα αναλαμβάνει διοργανώσεις όπως Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου το ’83, ο Felix Magat δίνει στο Αμβούργο το Κύπελλο Πρωταθλητριών κόντρα στην Juventus με το παιχνίδι να γίνεται στο ΟΑΚΑ, ενώ δύο χρόνια αργότερα, η Cibona στέφεται Πρωταθλήτρια Ευρώπης στο μπάσκετ, επικρατώντας της Ρεάλ Μαδρίτης στο ΣΕΦ –αποδείχθηκε πως ήταν οι προειδοποιητικές δονήσεις λίγο πριν το μεγάλο σεισμό του ‘87.
Το σκηνικό παραλίγο να χαλάσει μετά την κλήρωση του ομίλου. Η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε όλα τα τότε ευρωπαϊκά μεγαθήρια, η Ομοσπονδία προσπάθησε να πείσει την FIBA για αλλαγή ομίλου εξαιτίας της εμπορικής αποτυχίας που θα ακολουθούσε έναν πρόωρο αποκλεισμό των διοργανωτών (κάτι που προφανώς ήταν αδύνατον), κι έτσι η Ελλάδα ξεκίνησε σ’ ένα σχετικά ψυχρό ΣΕΦ με νίκες κόντρα στη Ρουμανία και σε ένα εκ των μεγάλων φαβορί, τους Γιουγκοσλάβους του Drazen. Οι νίκες έφεραν την πίστη και μαζί μ’ αυτή τον κόσμο στο πλευρό της ομάδας, η ήττα από τους Ισπανούς του San Epifanio ξεχάστηκε πολύ γρήγορα, και ξαφνικά όλη η χώρα μεταμορφώθηκε σε μια απέραντη προέκταση της κερκίδας του ΣΕΦ, τοποθετώντας τους πάντες στην υπηρεσία ενός “εθνικού” σκοπού: την κατάκτηση της πρωτιάς, ως απόδειξη της “ευρωπαϊκότητας” της χώρας.
Κι όλο αυτό, μ’ ένα πανηγύρι που η σημειολογία του ήταν εντελώς ξένη από τα δυτικά πρότυπα: συνθήματα σκαρωμένα στην ώρα που χρειαζόταν για να φτάσει ο κόσμος στην Ομόνοια ή στον Λευκό Πύργο, αυτοσχέδιες κηδείες με το όνομα των αντιπάλων στα φέρετρα, φωτιές και βεγγαλικά στις ταράτσες των χαμηλών κτιρίων, βουτιές στα συντριβάνια και κόρνες μέχρι το πρωί. Ένα έθνος σε έκσταση, χωρίς να υπάρχουν όρια όσο πλησίαζε η επιτυχία.
Όταν ο Γκάλης έσπασε τη μέση του μπροστά στον Tkatchenko, ο κάθε Έλληνας έσκυψε κι αυτός, σε μια παράλληλη νοητή προσπάθεια. Σε κάθε φάση το ίδιο, ξανά και ξανά, ο κόσμος ένα μ’ αυτούς που πάλευαν στο παρκέ, μέχρι ο Καμπούρης να κερδίσει τις πιο διάσημες βολές του ελληνικού μπάσκετ. Τα δευτερόλεπτα που χρειάστηκε για να ευστοχήσει, καθιέρωσαν ένα καινούριο εθνικό άθλημα. Κι ήταν η πρώτη, ίσως, φορά μετά από δεκαετίες, που η λέξη “εθνικός”, ως επιθετικός προσδιορισμός μπροστά από έννοιες όπως επιτυχία, υπόθεση, σκοπός, και άθλος, άγγιξε σχεδόν στο απόλυτο την εξ ορισμού καθολικότητα που εμπεριέχει.
Είναι μάλλον ήδη εύλογο πως το ‘87 στέκεται ως η στιγμή ολοκλήρωσης μιας δεκαετίας, που σήμερα μοιάζει όλο και περισσότερο με ολοκληρωμένη ιστορική εποχή, ως το εκστατικό σύμβολο της Αλλαγής —σε πλήρη αντίστιξη όχι μόνο όσων προηγήθηκαν, αλλά κι όσων ακολούθησαν: ο Κοσκωτάς, το βρώμικο ‘89, η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, αυτή του Νίκου Τεμπονέρα, ο θάνατος αργότερα του Ανδρέα Παπανδρέου, και βέβαια η σημερινή κρίση. Το ‘87 στέκεται τόσο ως η κορυφαία όσο και μάλλον ως η τελευταία στιγμή μιας συλλογικής αθωότητας η όποια έκτοτε μεταλλάχθηκε τόσο βίαια που δημιούργησε την ανάγκη για διαφύλαξη και προστασία αυτού του συμβόλου, για την απόσυρσή του από το πεδίο της κριτικής και της ανάλυσης, και για την πλήρη ένταξή του στο αντίστοιχο πεδίο της μυθοποίησης και της εξιδανίκευσης.
Η αύξηση της ιστορικής μας απόστασης από το ‘87 ως ιστορικό γεγονός είναι ανάλογη της ανάγκης μας για τη διαφύλαξή του, της προσωπικής μας επιβεβαίωσης πως, ναι, είναι ακόμα εκεί —και η προοδευτική διόγκωση αυτής της ανάγκης μας ωθεί στην αγχώδη αναζήτηση, ξανά και ξανά, εκείνων των ημερών, τις οποίες ο καθένας θέλει να συνδέσει τόσο βαθιά με τον δικό του, προσωπικό συναισθηματικό κόσμο που η συλλογική διάσταση του γεγονότος αυτόματα καταργείται. Να το θέσουμε αλλιώς: αν το ‘87 αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια πληγή ακριβώς επειδή ήταν εξαίρεση (ως έμμεση υπόσχεση ενός κόσμου που ποτέ δεν ήρθε) -εξαίρεση πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική και μέχρι πρόσφατα αθλητική- τότε παρατηρείται ευρέως η τάση για το προσεκτικό ξύσιμο αυτής της πληγής —το οποίο δεν την αφήνει ούτε να κλείσει αλλά ούτε και να ανοίξει τόσο ώστε να δούμε τι κρύβεται γύρω και κάτω απ’ αυτήν.
Χαρακτηριστική είναι εδώ, μεταξύ άλλων, η δημόσια πρόσληψη της φιγούρας που συνοψίζει εκείνη την επιτυχία, του Νίκου Γκάλη. Ο Γκάλης κρατείται διαρκώς σε μία ασφαλή απόσταση, αρκετά κοντά μας για να μην περάσει ακόμα στη λήθη, κι αρκετά μακρυά για να μην προκαλέσει καμία επαναδιαπραγμάτευση της επιρροής του, αθλητικής ή άλλης. Δεν αναφερόμαστε στις επιλογές του ίδιου του Γκάλη μετά την απόσυρσή του ή στην αντιμετώπισή του από κρατικούς ή άλλους φορείς, αλλά στους διάφορους, ανεπαρκείς τρόπους που επιλέγεται, συνήθως από δημοσιογράφους αλλά όχι μόνο από αυτούς, να μετρείται και να αποτιμάται το αποτύπωμα που έχει αφήσει στον ελληνικό αθλητισμό και την ελληνική κοινωνία.
Είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν 25 χρόνια μετά την απόσυρσή του, σχεδόν 40 μετά το πρώτο του παιχνίδι ως παίκτης του Άρη, ενώ το ελληνικό μπάσκετ έχει διαδοχικά προσπεράσει πολλές κορυφές που κάποτε έμοιαζαν απρόσιτες, κι ενώ έχει αναδείξει παίκτες που με τη σειρά τους προκάλεσαν τις δικές τους μετατοπίσεις στο ίδιο το άθλημα, δεν έχει υπάρξει καμιά σύγκριση των παικτών αυτών με τον Γκάλη. Καμιά σύγκριση με τον Διαμαντίδη, τον Παπαλουκά, τον Σπανούλη, καμιά σύγκριση ακόμα και με τον Γιαννάκη. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με την επίγνωση της διαφορετικότητας των μπασκετικών εποχών ή κάποιου είδους ιστορικής ωριμότητας, παρά μόνο με την αγχώδη προστασία των μυθοποιημένων ορίων εντός των οποίων οι περισσότεροι προσλαμβάνουν τον Γκάλη. Όσο οποιαδήποτε σύγκριση εκλείπει, άλλωστε, τόσο αυξάνεται η παρακείμενη βιομηχανία μνήμης που έχει στηθεί γύρω και πάνω στο ‘87 (λευκώματα, αφιερώματα, βιβλία, απομνημονεύματα, και βέβαια η επαγγελματική υπόσταση των μπασκετικών δημοσιογράφων).
Κανείς δεν πλησιάζει πολύ κοντά στο ‘87, όχι αρκετά κοντά, ή πλησιάζει τόσο που δεν μπορεί να δει τίποτα, αλλά όχι επειδή φοβάται κάποιον απίθανο ήλιο, όχι επειδή φοβάται τον ίδιο τον Γκάλη —παρά μόνο επειδή τρέμει το εξ αντανακλάσεως είδωλο που θα αναγκαστεί να συναντήσει.
Leave a Reply