Η Γοητεία της Φθοράς

O Dirk Nowitzki, η έννοια του δεσμού, και το φως που διαχέεται πριν το τέλος.


Οι Raptors υποδέχονται τους Mavericks. Σε κερκίδες και αγωνιστικό χώρο επικρατεί η γνωστή pre-game αμηχανία. Η αναμονή σπάει ξαφνικά, αλλά όχι ακριβώς αναπάντεχα. Ο Dirk Nowitzki έχει βγει στο παρκέ.

Ο Γερμανός επισκέπτεται το Air Canada Center κάθε χρόνο μία μόνο φορά και οι Καναδοί μπορούν να αναγνωρίσουν τη σημαντικότητα της στιγμής, ακόμα κι αν δεν μπορούν να την εξηγήσουν. Τον κοιτάζουν όπως κοιτάζει κανείς κάτι που δεν καταλαβαίνει, γοητευμένος από το άγνωστο και μπερδεμένος από την έλλειψη κατανόησης που το περιβάλλει. Περιμένουν μία κίνηση, ένα σουτ, μια κουβέντα, ή απλώς ένα βλέμμα για να εκλογικεύσουν την αύρα που απλώνεται γύρω του και γεμίζει ενέργεια ολόκληρο το γήπεδο.

Δεν υπάρχουν πολλοί παίκτες που να προκαλούν κάτι ανάλογο, πόσο μάλλον σε αυτήν την ηλικία. Με μια πρώτη σκέψη στο μυαλό έρχονται μόλις δύο: ο Manu Ginobili κι ο Dirk Nowitzki. Αμφότεροι κατέχουν μια ποιότητα που παραμένει αναλλοίωτη —κάτι που διατηρείται ατόφιο μες την αποσύνθεση των γηρατειών, αν δεν γίνεται πιο ορατό όσο αυτά βαθαίνουν. Ενίοτε, αυτό που εμφανίζεται ως παρακμή είναι απλώς η σκαλωσιά που κρατά την υπέρβασή της  —υπέρβαση ηλικίας, προσδοκιών, και στερεοτύπων. Καμιά φορά, εκεί που δύει ένας αθλητής ανατέλλει καθαρότερα ένας μπασκετμπολίστας.

“Μην σταματήσεις ακόμα”, του φωνάζει κάποιος από το κοινό.

Σκόρπιοι παίκτες των δύο ομάδων κάνουν προθέρμανση. Σε λίγο, οι Mavericks θα προσπαθήσουν διακριτικά να μην κερδίσουν τους Raptors, κάτι που πιθανότατα θα συνέβαινε ακόμα κι αν η νίκη ήταν ο πρώτος τους στόχος.

Ο Nowitzki σκανάρει τις κερκίδες για να εντοπίσει από που ήρθε η φωνή.

“Ποτέ”, απαντάει, σίγουρος πως κοιτάζει προς τη σωστή κατεύθυνση.

Κι όμως, η απόφαση δεν θα αργήσει. Αυτές είναι οι τελευταίες του στιγμές —ένα κύκνειο άσμα σε ζωντανή μετάδοση- και πρόκειται για στιγμές σπάνιες σαν συλλεκτικό αντικείμενο: ένα σουτ, μια πάσα, μια ιδιοφυής απόφαση. Από τη μία τα άχυρα κι από την άλλη οι βελόνες —στα λασπόνερα της σωματικής παρακμής εμφανίζονται ακόμη διαμάντια από τα ορυχεία του εγκεφάλου του.

Αλλά αυτά πλέον δεν είναι η πλειοψηφία, ή τουλάχιστον συμβαίνουν με τρόπο τέτοιο που είναι δυσκολότερο να τα διακρίνουμε. Υπάρχει ακόμα μια αίσθηση προσμονής του απίθανου κάθε φορά που πατάει παρκέ. Επειδή, ωστόσο, πρόκειται για επιταγή που σπάνια πια ικανοποιείται, το κενό της γεμίζει από λύπη και νοσταλγία, απαραίτητα συστατικά κάθε διαδικασίας αποχωρισμού. Ο Nowitzki φεύγει, αλλά, μέχρι να φύγει, είναι ακόμα εδώ. Το σήμερα και το χθες, όταν κανείς αναφέρεται στον Γερμανό, δεν είναι πάντα ξεκάθαρες έννοιες.  

Δεν μπορεί πλέον να παίξει ένας μ’ έναν. Δεν μπορεί να σουτάρει το διάσημο και επιδραστικό fade-away στο ένα πόδι. Δεν μπορεί να χαμηλώσει σε αξιοπρεπή αμυντική στάση. Δεν μπορεί καλά-καλά να τρέξει με ένταση —σε κάθε βήμα που κάνει κρατά τα πόδια του λίγο παραπάνω στο έδαφος, σέρνοντάς τα ανεπαίσθητα πάνω σ’ αυτό, σαν το σώμα του να αναζητά κάθε έξτρα στιγμή ξεκούρασης που μπορεί να βρει.

“Είμαι εδώ τριγύρω αρκετό καιρό”, μας λέει ο ίδιος, “παίζω πάρα πολλά χρόνια. Καμιά φορά χάνω μερικά βήματα, μένω λίγο πίσω. Το να κινούμαι έχει γίνει λίγο πιο δύσκολο, αλλά, από την άλλη, πλέον έχω την εμπειρία και αντιμετωπίζω το παιχνίδι πολύ διαφορετικά απ’ ότι στο παρελθόν. Ξέρω πως να βρεθώ στα καλά μου σημεία, ξέρω πως και πότε να σουτάρω, ξέρω πως να χρησιμοποιώ σωστά το σώμα μου σε κάθε φάση. Πνευματικά είμαι δυνατότερος από ποτέ, αλλά σωματικά οι αντιδράσεις μου δεν συμβαίνουν πια με την ίδια ταχύτητα”.

***

Όταν μπήκε στη λίγκα, το 1998, η αντίληψη γύρω από το τι μπορεί να κάνει ένας ψηλός στο παρκέ είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει. O Duncan και, κυρίως, ο Garnett είχαν ήδη αφήσει το πρώτο στίγμα τους, επιμηκύνοντας τον αγωνιστικό ορίζοντα των 7-footers, οι οποίοι μέχρι τότε θεωρούνταν δεδομένο πως μπορούν -και οφείλουν- να παίζουν μόνο center. Αν, ωστόσο, η εμφάνιση των Garnett και Duncan ήταν ένα μικρό βήμα προς το μέλλον, ο Nowitzki αντιπροσώπευε κάτι κοντινότερο σ’ ένα εξελικτικό άλμα.

Κανένας ψηλός, ποτέ, ούτε καν οι Schrempf και Kukoc τους οποίους ο ίδιος ο Nowitzki θεωρεί αγωνιστικούς του προγόνους, δεν είχε φέρει μέχρι τότε ένα τόσο πλήρες πακέτο σκόρερ στη θέση του Power Forward, όχι τουλάχιστον βλέποντας τον κόσμο από τα 213 εκατοστά. Ο Nowitzki δεν ήταν απλά σουτέρ, ασχέτως του αν αυτή θα είναι η τελευταία εντύπωση που θα μείνει από αυτόν: ήταν σκόρερ, με την έννοια που παίρνει ο όρος όταν περιγράφει έναν SG ή έναν SF —του άρεσε να παλεύει και να βγαίνει από τα σκριν, να παίζει με την μπάλα, να πηγαίνει στο ένας εναντίον ενός σε κάθε ευκαιρία, να σουτάρει από παντού.

Αποτέλεσμα εικόνας για nowitzki young

Προσέθετε διαρκώς στοιχεία στο παιχνίδι του, δυνάμωνε κι έμαθε να παίζει χαμηλά προσπαθώντας να προσαρμοστεί στο παρόν, αλλά κάθε του κίνηση στο παρκέ δεν έπαψε ποτέ να δείχνει το μέλλον. Η προφητεία μιας positionless μπασκετικής ουτοπίας γράφει ακόμα το όνομά του. Αμφισβητήθηκε και χλευάστηκε, όπως κάθε πρωτοπόρος. Σήμερα, κάθε συζήτηση για την εξέλιξη του αθλήματος περιέχει υποχρεωτικά μία τουλάχιστον αναφορά σε αυτόν.

Είναι από τους ελάχιστους παίκτες οι οποίοι, όταν το πάρε-δώσε τους με το μπάσκετ ολοκληρωθεί, μπορούν να κοιτάξουν πίσω και να πουν πως δεν καθόρισε μόνο το άθλημα τη ζωή τους, αλλά κι οι ίδιοι καθόρισαν το άθλημα.

“Όταν ήρθε εδώ”, λέει ο Harisson Barnes, “δεν υπήρχαν πολλοί με το δικό του skill-set. Δεν υπήρχαν πολλοί που μπορούσαν να κάνουν ό,τι αυτός. Επηρέαζε το παιχνίδι με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, αλλά το σουτ του —απλώς δεν μπορούσες να το μαρκάρεις. Νομίζω πως πλέον είναι είδωλο, ειδικά για τους Ευρωπαίους παίκτες”.

Ο Doug McDermott, ο οποίος είναι στο Dallas μόλις μερικές εβδομάδες και συνοδεύεται ακόμα από τη δύναμη της πρώτης εντύπωσης, αντηχεί τα λόγια του συμπαίκτη του:

“Ένας 7-footer, κάποιος με τέτοιο μέγεθος και τέτοιες ικανότητες —ήταν σίγουρα ο πρώτος. Ήμουν μέχρι πρόσφατα με τον Porzingis στη Νέα Υόρκη και μπορούσα να καταλάβω πως έβλεπε τον Dirk. Ήταν το είδωλό του όσο μεγάλωνε”.

Η αναφορά στον Porzingis δείχνει ολόκληρες γενιές παικτών που μεγάλωσαν έχοντας τον Nowitzki ως πρότυπο μπασκετμπολίστα. Τι λέει ο ίδιος για τους πολυάριθμους μπασκετικούς του απογόνους;

“Χαίρομαι να τους βλέπω. Είναι εξαιρετικό για την ίδια τη λίγκα και, φυσικά, για τους ίδιους ως παίκτες. Έρχονται πλέον τόσοι καλοί παίκτες από την Ευρώπη που, μερικοί από αυτούς, δεν καταφέρνουν απλά να κερδίσουν μια θέση στο ρόστερ κάποιας ομάδας, αλλά γίνονται franchice players. Ο Porzingis, o Markanen, ο Γιάννης, ο οποίος πιστεύω πως θα είναι μελλοντικός MVP —δεν έχουν απλά τεράστιο αντίκτυπο στις ομάδες τους, αλλά και στο ίδιο το παιχνίδι. Δεν υπήρχαν τόσοι Ευρωπαίοι στο ΝΒΑ όταν ξεκίνησα.”

***

Η αφοσίωση του Nowitzki στις επίπονες διεργασίες που οφείλει να υποβάλλει τον εαυτό του για να παραμένει σε ρυθμούς ΝΒΑ, παρά το ότι ο ίδιος έχει παραδεχθεί πως δεν είναι κάτι που απολαμβάνει, είναι η κοινή θεματική που ανακύπτει στα λόγια του κάθε ένα που αναφέρεται στον Γερμανό.

Η πρώτη εντύπωση του Harisson Barnes από τον Nowitzki;

“Ο τρόπος που δουλεύει”.

Κι όσο για το τι έχει μάθει;

“Την αφοσίωση, την τελειομανία, το να’ μαι κάθε μέρα στο γήπεδο, πως να δουλεύω, πως να χτίζω μια προπονητική ρουτίνα και να την ακολουθώ πιστά…”

Η πρώτη εντύπωση του Doug McDermott;

“Θυμάμαι ακόμη την πρώτη φορά που τον είδα στη προπόνηση, όταν κατάλαβα πόσο σκληρά δουλεύει, όλες τις θυσίες που πρέπει να κάνει για να συνεχίσει να αγωνίζεται, πόση σημασία δίνει στο σώμα του, στην προπόνησή του —κι όλα αυτά ενώ στο μυαλό μου έπαιζαν όλα αυτά που έχει ήδη καταφέρει.”

Ο Dwane Casey, ο οποίος εργάστηκε για τρία χρόνια ως βοηθός στους Mavericks, πριν αναλάβει τους Raptors το 2011, πηγαίνει σε μεγαλύτερο βάθος:

“Παρακολουθώντας τον έμαθα πάρα πολλά για το πως σουτάρουν οι ψηλοί —κάποια από αυτά προσπάθησα να τα περάσω στον Bargnani. Έμαθα πολλά για το footwork, για εναλλακτικούς τρόπους προπόνησης, για το πόσο σκληρά πρέπει να δουλέψεις αν είσαι τόσο ψηλός και θέλεις να διατηρήσεις το σουτ σου σε αυτό το επίπεδο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως, όταν ήρθε στη λίγκα, ήταν ένας από τους λίγους Ευρωπαίους και κανείς τότε δεν πίστευε πως είναι αρκετά καλός. Αλλά έγινε όσο καλός χρειαζόταν, και καλύτερος —έγινε hall-of-famer. Δούλεψε τόσο πολύ. Μιλάει συνέχεια για τη σημασία της προπόνησης, και το κάνει ακριβώς επειδή έχει βρεθεί σε αυτήν τη θέση. Έμαθα τόσα πολλά απλά παρακολουθώντας τον κι έχω απεριόριστο σεβασμό για τον βαθμό επαγγελματισμού του. Αυτό ακριβώς είναι και το μάθημα που οφείλουν όλοι να πάρουν από αυτόν. Είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα κάποιου που εξελίχθηκε σ’ έναν πραγματικά σπουδαίο παίκτη”.

***

“Το μπάσκετ πρέπει να χορεύεται!”

Η φράση ανήκει στον Holger Geschwidner, τον εκκεντρικό και δια βίου προπονητή του Dirk Nowitzki. Ακούγεται σαν προγραμματική διακήρυξη, μια μεταφορά με αξία αυστηρά θεωρητική, αλλά ο Γερμανός προπονητής και φυσικός την έχει καταστήσει οργανικό μέρος του προπονητικού του προγράμματος.

Σχετική εικόνα

Δίνει την εντολή κι οι παίκτες μαζεύονται στο κέντρο του γηπέδου, ο καθένας με μία μπάλα στα χέρια. Δίπλα τους, έξω από την τελική γραμμή, στέκεται αυτός που είναι υπεύθυνος για τη μουσική. Μπορεί να είναι κάποιος που παίζει κιθάρα ή σαξόφωνο, μια άρια του κλασικού ρεπερτορίου, ή απλά κάποιος που χειρίζεται ένα ηχοσύστημα γεμάτο από τις εκλεκτικές μουσικές επιλογές του Geschwidner.

Μόλις αρχίσει η μουσική, οι παίκτες ξεκινούν να ντριμπλάρουν —ο καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση, αλλά χωρίς προκαθορισμένες διαδρομές. Οφείλουν να μην χάσουν την μπάλα και να μην συγκρουστούν με κάποιον συμπαίκτη τους. Οφείλουν να προσαρμόσουν τον ρυθμό της ντρίμπλας τους στο ρυθμό της μουσικής, να γίνουν ένα μαζί της, να αφήσουν τις κινήσεις τους να καθοριστούν από αυτό το εξωμπασκετικό ερέθισμα.

“Θέλω οι παίκτες μου”, έχει δηλώσει παλαιότερα ο Geschwidner, “να δουν το μπάσκετ ως κάτι παραπάνω από μια σειρά σχηματικών κινήσεων”.

Αυτοσχέδια τζαζ μπασκετικών καταβολών. Σωματικές κινήσεις και μουσικές ορμές. Το μπάσκετ πρέπει να χορεύεται!

Υπάρχει, άραγε, καλύτερο παράδειγμα από τον Dirk Nowitzki;

***

“Θα είμαι με κάποιον τρόπο γύρω από το μπάσκετ”, δηλώνει ο Nowitzki για το επόμενο στάδιο της ζωής του. “Ακόμα, βέβαια, δεν μπορώ να ξέρω ούτε πότε ακριβώς θα γίνει αυτό, ούτε ποια ιδιότητα θα κατέχω. Δεν είμαι σίγουρος τι θα έρθει τότε. Πρέπει να το σκεφτώ. Σίγουρα θα ζήσω μερικά χρόνια στο Dallas, τα παιδιά μου πηγαίνουν σχολείο εκεί. Για τώρα, θα παίξω άλλη μία σεζόν και μετά θ’ αρχίσω να σβήνω από το προσκήνιο.”

Πως σβήνει από το προσκήνιο κάποιος που έχει για τις επόμενες δεκαετίες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εξασφαλισμένη θέση σ’ αυτό;

***

Η έννοια της αφοσίωσης επιστρέφει τόσο συχνά γύρω από το όνομα του Nowitzki που μοιάζει σαν η αρχή και το τέλος, σαν πρόλογος και επίλογος. Ακριβώς για αυτό υπάρχει η ανάγκη να δανειστούμε έναν ορισμό της:

“Ένα είναι το κριτήριο της αφοσίωσης: η διάρκεια του δεσμού. Το λέει η λέξη loyalty, που βγαίνει από το λατινικό lex: όχι μόνον «νόμος», αλλά δέσιμο πρωτίστως, δεσμός. Η αφοσίωση σε έναν τόπο· σε ένα κόμμα· σε έναν θεό, ή σε μια επιχείρηση, όπου κι αν αναφέρεται η αφοσίωση ζητεί να παραμείνει κανείς στο πόστο του ακόμη κι αν ζημιωθεί. Η φωνή της λογικής και το προσωπικό όφελος ας επιτάσσουν ό,τι θέλουν, ο άνθρωπος που αφοσιώνεται περιφρονεί τις Σειρήνες.”

Από την άποψη αυτή, ο αφοσιωμένος άνθρωπος παραλογίζεται συνειδητά και κατ’εξακολούθηση. Δεν αφήνει το καράβι που βουλιάζει, μολονότι είναι μούτσος κι όχι καπετάνιος. Ας του το πούμε, λοιπόν: «Είσαι τρελός που είσαι αφοσιωμένος! Κάνεις ζημιά στον εαυτό σου!». Αυτός απαντά μειλίχια πως νιώθει τον εαυτό του μόνον για όσο τον χύνει στο αντικείμενο απάνω της αφοσίωσης. Είμαι αφοσιωμένος, θα πει: ταυτίζομαι με κάτι έξω από μένα, μεταστρέφομαι ψυχικά για χάρη του, όπως το ηλιοτρόπιο που αναζητεί το φως. Τέτοιος δεσμός είναι διαρκής, συνεχής και αναντίστρεπτος.”

Το απόσπασμα γράφτηκε σε εξωαθλητικό πλαίσιο, αλλά πόσες φορές αναδεικνύεται η μορφή του Nowitzki κατά την ανάγνωσή του;

Η πρωτόγνωρη διάρκεια του δεσμού, η επένδυση ενός ολόκληρου είναι στη διατήρησή του, η ποιότητα του δεσίματος —η αφοσίωση σε έναν οργανισμό, μια εθνική ομάδα, έναν προπονητή, ένα άθλημα. Έχει ζημιωθεί; Όχι, αλλά έχει κάνει πολλές επιλογές που αντιτίθεται σε μια αυστηρά ωφελιμιστική λογική.

Δεν ήταν βέβαια μούτσος, αλλά ούτε καπετάνιος, τέτοιοι είναι μόνο οι προπονητές —σε κάθε περίπτωση: δεν άφησε το καράβι ποτέ. Ήταν αφοσιωμένος και παράλογος. Χυμένος πάνω στο αντικείμενο της αφοσίωσής του. Κάτω από τον ήλιο του Dallas, όπως το ηλιοτρόπιο που αναζητεί το φως.

Το πιο βαθύ σκοτάδι, λένε, είναι πριν την αυγή. Ας αντιστρέψουμε αυτό το κλισέ για να περιγράψουμε την παρούσα κατάσταση του Dirk Nowitzki: καμιά φορά, το δυνατότερο φως εμφανίζεται πριν πέσει οριστικά η νύχτα.

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑