Ιστορίες από το ταξίδι του J. Crossover.
Όταν κανείς κοιτάζει τον Jamal Crawford είναι δύσκολο να μην διακρίνει την ομορφιά του παιχνιδιού απογυμνωμένη από τη σημασία του αποτελέσματος, τη δύναμη της θέλησης, της επιμονής και της διάρκειας, την καλλιτεχνική επάρκεια κάθε κίνησής του, τον δικό του -ξεχωριστό και ανεξάρτητο- προσωπικό ρυθμό —είναι δύσκολο να τον κοιτάξει κανείς και να μην δει αμέσως τον θάνατο της σκοπιμότητας και την αποθέωση αυτού που ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να μετρηθεί.
Η σημερινή του εικόνα, αυτή που δικαίως τον θέλει διαχρονικό σύμβολο του ίδιου του παιχνιδιού, είναι τόσο εδραιωμένη και επιδραστική που εν μέρει αποκρύπτει την ιστορική του πορεία σε μια λίγκα στην οποία μετρά 17 χρόνια καριέρας. Η ιστορία του Jamal Crawford στο σύνολό της, ωστόσο, διανθισμένη από την εμπειρία κάποιου που πρόλαβε διαφορετικές εποχές του αθλήματος, αξίζει τόση προσοχή όσο κάθε χορευτική πιρουέτα του πάνω στο παρκέ.
Η αναζήτηση
O Jerry Krause, General Manager των Chicago Bulls από το 1985 μέχρι το 2003, είχε κρεμασμένη μία φωτογραφία στο γραφείο στο οποίο διεξάγονταν οι συνεντεύξεις του με μελλοντικά draft picks. Αυτή απεικόνιζε τους νεαρούς Ear Monroe και Wes Unseld, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στο ΝΒΑ από το τέλος του ‘60 μέχρι τις αρχές του ‘80. Κανείς συνεντευξιαζόμενος δεν αναγνώρισε ποτέ τις δύο φιγούρες στη φωτογραφία —μέχρι τη μέρα που μπήκε στο γραφείο ο έφηβος Jamal Crawford.
Το περιστατικό ήταν μία ένδειξη του εύρους των μπασκετικών παραστάσεων που είχε ήδη ο Crawford από πολύ νεαρή ηλικία —παραστάσεις θεωρητικές και πρακτικές, βιωμένες σε παρκέ, κερκίδες, περιοδικά και βιντεοκασέτες.
Έπιασε την πρώτη του μπάλα σε ηλικία 2 χρονών. Από μικρός ήταν επιδέξιος, εύθραυστος και ελαστικός. Η μπάλα ταίριαζε στα χέρια του σαν γάντι στο νούμερό του. Έμαθε να περπατά και να κινείται έχοντας την μπάλα προέκταση του χεριού του. Μεγάλωσε με στίχους του Tupac και εξώφυλλα του SLAM. Στα 16 του έσπαγε τους αστραγάλους του Schrempf κατά τη διάρκεια προπονήσεων των Sonics, στις οποίες έπαιρνε μέρος μετά από ειδική πρόσκληση της ομάδας. Στα 17 ήταν ήδη θρύλος στις λυκειακές ηλικίες του Seattle. Μιλούσε συχνά με τον Kemp και τον Payton. Λάτρεψε τον Jordan και τον Iverson. Μέχρι σήμερα, αντί τηλεόρασης, προτιμά να παρακολουθεί μπασκετικά βίντεο στο Youtube: drive του McGrady, eurostep του Ginobili, plays του Erving, τυχαία highlights του Nick van Exel.
Μεγάλωσε, κατά κάποιο τρόπο, διχασμένος: η παιδική του ηλικία χωρίστηκε μεταξύ Seattle και Los Angeles, σε κάθε πόλη ένας γονιός και μια διαφορετική ζωή — γήπεδο και σχολείο, γειτονιές και συμμορίες, όνειρα, εφιάλτες και πραγματικότητες, Sonics και Lakers. Τα ερεθίσματα ήταν τόσα πολλά και τόσο έντονα που η σύγχυση ήρθε ως φυσικό επακόλουθο. Έχασε παιχνίδια λόγω ελλιπών ακαδημαϊκών επιδόσεων. Έπαιξε μπάσκετ μόλις δύο χρόνια στο λύκειο και 17 αγώνες στο κολέγιο. Είδε να ανοίγονται μπροστά του δρόμοι που δεν περιελάμβαναν το μπάσκετ στο ελάχιστο, άλλοτε ως εμπόδια κι άλλοτε ως πειρασμοί.
Κι έπειτα ο δρόμος που χωρούσε μόνο αυτό, το μπάσκετ.
Επιλέγεται από τους Cavaliers στην 8η θέση στο Draft του 2000. Οι Bulls, οι οποίοι δεν είχαν ξεχάσει εκείνη τη συνέντευξη με τον ψηλόλιγνο νεαρό, αμέσως μετά το draft κινούν τις διαδικασίες κι ολοκληρώνουν την ανταλλαγή που τον φέρνει στο Chicago.
Οι πρώτες χρονιές του είναι αναγνωριστικές. Πασχίζει να προσαρμοστεί στους ρυθμούς της λίγκας, όπως κάθε guard που μπαίνει σε αυτήν βασισμένος στα τεχνικά του προσόντα. Το αδύναμο frame του, μαζί με την ελάχιστη κολεγιακή εμπειρία, κάνουν δυσκολότερη τη μετάβαση.
Βελτιώνεται σταθερά, αλλά δεν βελτιώνεται αρκετά. Όταν έληξε το rookie συμβόλαιό του, οι Bulls βρέθηκαν στην αμήχανη θέση της ομάδας που καλείται να αποφασίσει για έναν παίκτη με εμφανές potential, δηλαδή έναν παίκτη ακριβό, ο οποίος όμως δεν έχει δείξει τη σταθερότητα που θα τον καθιστούσε ασφαλή επένδυση.Ο σκεπτικισμός των Bulls γρήγορα μεταφράστηκε στην εξερεύνηση της τότε αγοράς για ένα sign and trade. Ο Crawford ήταν ήδη showman, μια επίθεση μόνος του, με όσα θετικά κι αρνητικά αυτό περιλαμβάνει. Η καριέρα του έδειχνε έτοιμη να εκραγεί, χωρίς ακόμα να είναι ορατό αν θα πρόκειται απλώς για πυροτέχνημα.
Κι ό,τι έχει την ικανότητα να παράγει το δικό του φως, είτε πρόκειται για αυτόφωτο αστέρι είτε για πυροτέχνημα, είναι πάντα ευπρόσδεκτο στον ουρανό της Νέας Υόρκης.
Το Μάθημα
Τα πρώτα του χρόνια στο Chicago βρέθηκε υπό τη σφαίρα άμεσης επιρροής του Michael Jordan, ο οποίος τότε επεξεργαζόταν μια ενδεχόμενη επιστροφή στην ενεργό δράση. Προπονούνταν καθημερινά μαζί μέχρι που άρχισαν να βρίσκονται και εκτός γηπέδου. Ο Crawford, ακόμα τότε με τη διστακτικότητα του εφήβου που προτιμά να τον οδηγούν παρά να οδηγεί ο ίδιος, σταδιακά βρέθηκε μέσα και στον προσωπικό κύκλο του Jordan.
Η ζωή του Jordan, βέβαια, είναι ένα ολισθηρό μέρος να βρίσκεται κανείς, ειδικά σαν rookie στα 20 του χρόνια, γεμάτο παρακλάδια και πιθανότητες που αν πραγματωθούν στοιχίζουν καριέρες, ενίοτε και κάτι παραπάνω. Ο Jamal Crawford πήρε τη δική του γεύση από την άλλη πλευρά.
Ένα βράδυ, αφού ολοκλήρωσαν την προπόνηση, Jordan και Crawford, μεταξύ πολλών άλλων, βρέθηκαν σε ένα από τα τότε εστιατόρια του πρώτου στο Chicago, το One Sixtyblue. Επίλεκτο κοινό, γκουρμέ κατάλογοι, ιδιαίτερη αρχιτεκτονική —και παχιές, σκοτεινές κουρτίνες που αποσιωπούσαν όσα συνέβαιναν πίσω τους.
Σ’ ένα τραπέζι ο Jordan έπαιζε χαρτιά. Δίπλα του, ένας κύκλος έξι περίπου ατόμων περίμεναν να μιλήσει το ζάρι, κάπου στο κέντρο του κύκλου ο Jamal Crawford. Δίπλα του ο Ray Allen και επαγγελματίες τζογαδόροι. Πολλοί για λίγο νικητές και όλοι για πάντα χαμένοι. Από τη μία, η σιωπηλή συγκέντρωση που απαιτεί σχεδόν οτιδήποτε περιλαμβάνει χαρτιά. Από την άλλη, ο συνεχής και ασυγκράτητος ενθουσιασμός σε κάθε γύρισμα του ζαριού. O Michael Jordan κι ο Jamal Crawford —κατά κάποιο τρόπο, τα παραπάνω τους περιγράφουν και αγωνιστικά.
Ο Crawford άρχισε να χάνει τόσο γρήγορα που δεν μπορούσε να σταματήσει να παίζει. Είναι οι στιγμές που οι τζογαδόροι αργότερα περιγράφουν λέγοντας πως δεν είχαν τον έλεγχο της κατάστασης, πως δεν μπορούν καν να θυμηθούν τον τρόπο με τον οποίο κάθε μικρό γεγονός οδήγησε στο επόμενο. Ο Crawford έχανε αέρα που θα έπρεπε σύντομα να αποπληρώσει με πραγματικά λεφτά.
Καλύπτει ένα μέρος του χρέος επί τόπου, προσφέροντας το αυτοκίνητό του στον οφειλέτη του. Πριν παραδώσει τα κλειδιά, ζητά να αφαιρέσει από το αυτοκίνητο ένα αντικείμενο. Όταν ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ, βγάζει από μέσα μια μπάλα μπάσκετ.
Η δεύτερη 50άρα
Η πρώτη 50άρα μπορεί να μην σημαίνει και τίποτα για την καριέρα ενός παίκτη, η τρίτη σημαίνει ότι έχει ήδη ξανασυμβεί. Η δεύτερη βρίσκεται στο μεταξύ τους μεταίχμιο.
Ο Crawford βρέθηκε στους Knicks σε μια περίοδο αστάθειας, με συνεχείς εσωτερικούς τριγμούς και διαμάχες, όχι πολύ διαφορετικά από τη σημερινή τους κατάσταση. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν θα μπορούσε ποτέ ούτε να περάσει στο επόμενο επίπεδο ως παίκτης, αφού ακόμα βρισκόταν πολύ μακρυά από την κορυφή του ανταγωνισμού, ούτε και να διατηρήσει οποιαδήποτε σταθερότητα στην απόδοσή του. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσε να παράγει μερικές αξέχαστες βραδιές.
Η πρώτη 50άρα του Crawford ήρθε την τρίτη χρονιά του στους Bulls, το 2004, σ’ ένα παιχνίδι απέναντι στους Raptors. Η δεύτερη περίπου τρία χρόνια μετά.
Στις 26 Ιανουαρίου του 2007, οι Knicks υποδέχονταν τους Heat, οι οποίοι την προηγούμενη χρονιά είχαν αναδειχθεί πρωταθλητές, με τον Wade στα prime του και τον O’ Neal στην πρώτη του πτώση. Απέναντι στους Knicks ήταν αδιαμφισβήτητο φαβορί. Λίγες μέρες πριν, τους είχαν κερδίσει άνετα, ακόμα και με τους Wade και O’ Neal εκτός.
O Crawford ξεκινά με τέσσερα άστοχα σουτ. Ευστοχεί στο πρώτο λίγο πριν τη λήξη της πρώτης περιόδου. Σκοράρει ακατάπαυστα μέχρι την τρίτη περίοδο, φτάνοντας τα 16 συνεχόμενα καλάθια, 8 από αυτά τρίποντα και πολλά υπό πίεση jump-shots από μέση απόσταση. Πετυχαίνει 42 πόντους σε αυτό το διάστημα. Δεν σταματά να βασανίζει τον Wade, και όποιον άλλον βρέθηκε μπροστά του, για ολόκληρο το βράδυ. Τελειώνει με 52, αποσυρόμενος από το παρκέ 7 λεπτά πριν τη λήξη του παιχνιδιού.
Στο Garden επικρατεί η γνωστή αναταραχή. Κανείς δεν ξέρει αν ο Crawford είναι το αστέρι ή απλά το πυροτέχνημα —και δεν τους νοιάζει, τυφλωμένοι καθώς είναι από τη λάμψη μιας τέτοιας εμφάνισης.
Η ταυτότητα
Η τρίτη φορά που σκόραρε 50 ήρθε την επόμενη σεζόν, όταν πια είχε μετακινηθεί στους Warriors με τους οποίους δεν θα αγωνιζόταν σε περισσότερα από 54 παιχνίδια πριν γίνει και πάλι ανταλλαγή.
Οκτώ χρόνια καριέρας, τρεις μη ανταγωνιστικές ομάδες, μία φορά από πενήντα για κάθε ομάδα, καμιά συμμετοχή στα play-off ή κανένα άλλο είδος ομαδικής επιτυχίας. Μέχρι τότε, είχε μερικές πολύ εντυπωσιακές βραδιές, αλλά όχι και μια εντυπωσιακή καριέρα. Ο καλός παίκτης στην κακή ομάδα —ο γυρολόγος, ο επαγγελματίας μπασκετμπολίστας, ο συμβιβασμένος εργαζόμενος, αυτός που τόσο φοβάται μην χάσει την περιοχή του που διστάζει να μετακινηθεί στο ελάχιστο απ’ αυτήν.
Όχι ο Jamal Crawford.
Οι Warriors τον στέλνουν στους Hawks, σε μια ανταλλαγή στην οποία εμπλεκόταν και ο Acie Law. Μέχρι εκείνο το σημείο της καριέρας του, ο Crawford ήταν κάτι σαν ξένο σώμα στις ομάδες του, με προπονητές που δεν τον καταλάβαιναν και συμπαίκτες που δεν μπορούσαν να τον συνηθίσουν.
Στην Atlanta βρίσκει τον Joe Johnson, τον Josh Smith, τον Al Horford, και τον Mike Bibby, δηλαδή μια ομάδα που στόχευε στα play-off.
Ο Mike Woodson διαβεβαιώνει τον Crawford πως το instant scoring του είναι απαραίτητο στοιχείο στον τρόπο που φαντάζεται την ομάδα, του λέει πως θα πάρει λεπτά, χρόνο και σουτ, όλα όπως τα είχε συνηθίσει μέχρι τότε —μόνο που θα έρχεται από τον πάγκο.
Ο Crawford ξαφνιάζεται και σαστίζει. Από τη στιγμή που καθιερώθηκε στους Bulls, μετά την τρίτη του σεζόν, είχε ξεκινήσει στα 414 από τα 498 παιχνίδια που είχε αγωνιστεί. Περνά όλα τα στάδια της απώλειας: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή. Θρηνεί για ένα μέρος της αυτοεικόνας του —στα μπασκετικά όνειρα κάθε παιδιού ο πάγκος δεν έχει ποτέ την παραμικρή θέση. Όλα αυτά διαρκούν για ένα μόλις παιχνίδι.
Προσαρμόζεται εύκολα στην έτσι κι αλλιώς γεμάτη isolation επίθεση του Woodson. Τελειώνει τη χρονιά ερχόμενος από τον πάγκο και στα 79 παιχνίδια που αγωνίστηκε, γράφοντας 18 πόντους ανά παιχνίδι και το μεγαλύτερο usage rate της μέχρι τότε καριέρας του. Παράλληλα, ανακηρύσσεται καλύτερος έκτος παίκτης για εκείνη τη χρονιά, βραβείο με το οποίο έχει έκτοτε έχει ταυτιστεί —συνολικά, μετράει τρία τα τελευταία οχτώ χρόνια.
Πέρα από το ότι αποτέλεσε ένα σημαντικό μέρος μιας σχετικά επιτυχημένης ομάδας, ο Crawford στην Ατλάντα απέκτησε μία ταυτότητα. Όχι τόσο αγωνιστική, μιας και ο τρόπος που έπαιζε δεν άλλαξε στον ελάχιστο ακόμα και μετά τη μετατόπισή του στον πάγκο, όσο ευρύτερα μπασκετική. Βρήκε έναν τρόπο να συμφιλιώσει την μπασκετική του ιδιοσυγκρασία, η οποία δεν χωράει ποτέ στον ίδιο χώρο με κανέναν άλλον, συμπαίκτη ή αντίπαλο, με τον ευγενικό χαρακτήρα του και τη θέλησή του ν’ αποτελέσει μέρος μιας νικήτριας ομάδας.
Αργότερα, στην πενταετία που πέρασε στους Clippers, ολοκληρώθηκε σε αυτόν τον ρόλο. Ακόμα κι αν η μεγάλη ομαδική επιτυχία δεν ήρθε ποτέ, ο ίδιος έλαβε σεβασμό και αναγνώριση που έχουν ανυψώσει τη φιγούρα του σε μια από τις εμβληματικές δευτερεύουσες προσωπικότητες στη λίγκα.
Τα λόγια του Doc Rivers για εκείνον, σε παλαιότερες δηλώσεις του, αντηχούν μεγάλο μέρος από την εικόνα του Crawford στο παρκέ:
“Νομίζω πως μία από τις καλύτερες αποφάσεις που έλαβα από όταν πήρα αυτήν τη δουλειά ήταν όταν κατάλαβα πως ο Jamal δεν παίρνει ποτέ ένα κακό σουτ. Ποτέ. Έναν παίκτη σαν κι αυτόν —πρέπει να τον αφήσεις να κάνει ό,τι κάνει καλύτερα. Υπάρχουν βράδια που η μπάλα δεν μπαίνει μέσα και θέλεις να του πεις να σταματήσει να σουτάρει. Ακόμα και τότε, όμως, δεν λες τίποτα, επειδή ξέρεις πως οι πιθανότητες είναι πάντα να βάλει το επόμενο σουτ”
Απόγονος του Vinnie Johnson, σύγχρονος του Manu Ginobili και πρόγονος του Lou Williams, ο Jamal Crawford σήμερα έχει ταυτιστεί με την έννοια του έκτου παίκτη, της γρήγορης επιθετικής παραγωγής, του streaky shooting, οτιδήποτε περιλαμβάνει τη λέξη crossover, την πεμπτουσία του streetball, και μία ακόμη λέξη που ακόμα δεν έχει αναφερθεί: το Seattle.
Το σπίτι
Το κεφάλαιο που θα’ πρεπε να είναι πρώτο έχει μπει τελευταίο επειδή η αφετηρία του Crawford είναι και ο τελικός του προορισμός: το Seattle, η παγκόσμια πρωτεύουσα μπασκετικής νοσταλγίας, η πόλη του Amazon, της Microsoft και των Starbucks.
Όσο το συλλογικό τραύμα της αποχώρησης των Sonics παραμένει ζωντανό, ο Crawford δεν προσφέρει απλά το υποκατάστατο που κρατά εν λειτουργία το μπασκετικό ιστό της πόλης, αλλά οργανώνει ένα ολόκληρο σύστημα που διασφαλίζει την παραγωγή του.
Όπως έχουμε γράψει και παλαιότερα, ο Crawford έχει αναλάβει τον ρόλο του πατριάρχη του μπασκετικού κινήματος της περιοχής. Πίσω του έχουν συνασπιστεί πολλές από τις προσωπικότητες που έχει αναδείξει η πόλη στο άθλημα: ο Doug Christie, o Brandon Roy, o Nate Robinson, ο Jason Terry, o Isaiah Thomas —όλοι μαζί έχουν σχηματίσει έναν ιδιότυπο κοινωνικό μηχανισμό, πάντα υπό την αιγίδα του Crawford ο οποίος παρά τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις παραμένει πανταχού παρών. Το όλο σχήμα συχνά παρομοιάζεται συχνά με αδελφότητα, και τα μέλη του χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: μέντορες και μαθητευόμενους.
Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που σκοπό έχει, αφ’ενός, να διατηρήσει μια μπασκετική κουλτούρα εν τη απουσία των Sonics και, αφ’ετέρου, να παράγει πρότυπα και παραδείγματα, μαζί με τη βοήθεια για την προσέγγισή τους. Κύριες δράσεις είναι διάφορα καλοκαιρινά τουρνουά (κυρίως το Pro-Am League, υπό την αιγίδα του Jamal Crawford) που εξασφαλίζουν μια αμεσότητα επαφής με την μπασκετική, grass-root βάση της περιοχής, και ένα άτυπο πρόγραμμα mentorship, που τρέχει θέλοντας να διασφαλίσει πως οι νεαροί παίκτες θα κατευθυνθούν είτε προς μία επαγγελματική είτε, κατ’ ελάχιστον, κολεγιακή καριέρα. Το ευρύτερο κοινωνικό δίκτυο αποτελείται από μπασκετμπολίστες κάθε βαθμίδας: κολεγιακό και λυκειακό, τοπικές λίγκες μικρότερου βεληνεκούς, Κίνα και Ευρώπη, ΝΒΑ.
Το μπάσκετ ως όνειρο, επάγγελμα, χόμπι, ρουτίνα, σκοπός, συνείδηση. Το μπάσκετ ως τα πάντα.
Κυρίες και κύριοι, ο Jamal Crawford.
Leave a Reply