Μια κριτική ματιά στη διοίκηση Αγγελόπουλων.
Αν, όπως υποστηρίζουν πολλοί, το φετινό καλοκαίρι αποτελεί μια κομβική στιγμή στη σύγχρονη ιστορία του Ολυμπιακού, κι αν είναι κοινώς αποδεκτό πως οι αποφάσεις που θα ληφθούν ενδέχεται να επηρεάσουν όχι μόνο την επόμενη σεζόν αλλά πολλές ακόμη, τότε αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει διάχυτη η αίσθηση πως ένας κύκλος ολοκληρώνεται, πως περνάμε από μια εποχή στην επόμενη, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα τέλος και μια αρχή.
Το τι σημαίνει αυτό είναι απλό: ο Ολυμπιακός βρίσκεται μπροστά σε μια στιγμή κατά την οποία οι δεσμοί με το πρόσφατο παρελθόν του δεν θα διακοπούν, προφανώς, αλλά σίγουρα θα αλλάξουν. Το παλιό περιέχεται στο καινούριο, όπως και το καινούριο στο παλιό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στα δύο.
Τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η διακριτή ταυτότητα μιας ομάδας, δηλαδή η συνέχεια και η συνεκτικότητα, μοιάζουν να έχουν στερέψει, το μοντέλο να έχει φτάσει σε ένα τέλμα —κι ως εκ τούτου, ο αέρας αλλαγής κρίνεται ως απολύτως απαραίτητος. Αυτό δεν συμβαίνει απλώς επειδή κάθε μοντέλο σταδιακά αρχίζει να δυσλειτουργεί μέχρι που καθίσταται μη-λειτουργικό, αλλά επειδή οι ίδιες οι συνθήκες που το γέννησαν αλλάζουν και εξελίσσονται, τόσο που ακόμα κι αν η μηχανή περιστασιακά δουλεύει κανείς πια δεν μπορεί να δει ποια είναι ακριβώς η χρησιμότητά της.
Ο Ολυμπιακός έχει φτάσει σε αυτό το σημείο.
Ποια είναι πλέον η χρησιμότητα του συγκεκριμένου μοντέλου όταν ακόμη και αυτό που υποτίθεται πρέπει να προστατεύει και να αναδεικνύει, οι Έλληνες παίκτες του, δείχνουν να υπολειτουργούν εντός των πλαισίων που αυτό ορίζει;
Ποια η χρησιμότητα του όταν συνεχίζει να διατρανώνει τη σημασία του Ελληνικού κορμού, αλλά φαίνεται να έχει ξεχάσει πως σ’ αυτόν οφείλει που και που να προσθέτει κάποιον παίκτη;
Ποια η χρησιμότητά του όταν για την συντριπτική πλειοψηφία των ξένων παικτών η προσαρμογή και, κυρίως, το δέσιμο με την ομάδα μοιάζουν άγνωστες έννοιες;
Ποια η χρησιμότητα του όταν το ίδιο επιβάλει τον αφελή διαχωρισμό μεταξύ Ελλήνων και ξένων παικτών, προβαίνοντας σε μια αχρείαστη μεταξύ τους ιεράρχηση που περιορίζει, αντί να αυξάνει, τους τρόπους με τους οποίους μπορεί το ίδιο να μεγαλώσει και να εξελιχθεί;
Η συνήθεια, μαζί με την ασφάλεια που προσφέρει, μαζί με την απουσία κάθε φόβου για το άγνωστο που συνεπάγεται, αποτελεί μια πανίσχυρη δύναμη, ικανεί να διαιωνίζει καταστάσεις και να κάνει τους κύκλους να μοιάζουν με ευθείες γραμμές —ευτυχώς, λοιπόν, που ενίοτε, όπως τώρα, καθίσταται προφανές πως αυτό που κάποτε ήταν μια δημιουργική δύναμη έχει εξελιχθεί σε μια αντιπαραγωγική συνθήκη.
Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, οι περισσότεροι αντιδρούν αυθόρμητα και επικεντρώνονται στο μέλλον, ξεχνώντας πως για να δούμε που πάμε πρέπει πρώτα να δούμε που ακριβώς βρισκόμαστε. Πριν κοιτάξουμε προς αυτό που θέλουμε ή μπορούμε να αποκτήσουμε, οφείλουμε να αναρωτηθούμε: τι ακριβώς ήταν αυτό που είχαμε; Πριν προβούμε σε οποιοδήποτε σχέδιο για το μέλλον, η αξιολόγηση της πρόσφατης ιστορίας είναι μονόδρομος που δεν μπορούμε να αποφύγουμε.
Οι αδερφοί Αγγελόπουλοι, μόλις πάρουν τις αποφάσεις για την επόμενη σεζόν, θα έχουν εισέλθει οριστικά στην τρίτη εποχή της θητείας τους στην ομάδα.
Η Πρώτη Εποχή
Η πρώτη ξεκίνησε το 2004, όταν ανέλαβαν το management χωρίς ακόμα ποσοστό μετοχών, και ολοκληρώθηκε το 2011, με τον τέταρτο τελικό στο ΟΑΚΑ, ο οποίος αποτελεί ένα ακόμα κρίσιμο παιχνίδι, από τα πολλά εκείνης της περιόδου, που ο Ολυμπιακός δεν κατάφερε να κλείσει αποτελεσματικά. Η σεζόν εκείνου του τελικού (2010-11) αποτέλεσε το μεταίχμιο μεταξύ πρώτης και δεύτερης εποχής Αγγελόπουλων: ήταν η πρώτη χρονιά του Ivkovic, η πρώτη του Σπανούλη, η τελευταία του Μπουρούση —και, για όσους ενδεχομένως το έχουν ξεχάσει, παραλίγο και η τελευταία των ίδιων των Αγγελόπουλων, οι οποίοι λίγο μετά τον τελευταίο τελικό είχαν προβεί σε κάτι που έμοιαζε με δήλωση αποχώρησης.
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της επταετίας, το χαρακτηριστικό των Αγγελόπουλων στον τρόπο που διοικούν την ομάδα είναι η συνειδητή τους επιλογή να πληρώσουν κάθε είδους υπεραξία για το αγωνιστικό τους τμήμα. Τα budget εκτινάσσονται σε δυσθεώρητα ύψη και μια αύρα νεοπλουτισμού αρχίζει να μαζεύεται σαν σύννεφο πάνω από το ΣΕΦ. Στο όλο σχήμα δείχνει να υπάρχει μια υπόρρητη λογική: δεν θέλουμε να χτίσουμε μια ομάδα, δεν μπορούμε να περιμένουμε, αλλά είμαστε διατεθειμένοι να την αγοράσουμε.
Οι Αγγελόπουλοι αυτήν την εποχή, ως ιδιοκτήτες του Ολυμπιακού, λειτουργούν πολύ περισσότερο ως πρόεδροι, με την ελληνική ή ευρωπαϊκή έννοια, την ουσία της οποίας έχει αποδώσει απόλυτα ο Παύλος Γιαννακόπουλος με τη γνωστή του φράση περί χόμπι, και πολύ λιγότερο ως επιχειρηματίες. Το κόστος της επένδυσης τους είναι αδιάφορο: το μόνο που κοιτάζουν είναι η συναισθηματική και όποια άλλη ανταμοιβή θα έρθει όταν η ομάδα αρχίσει να έχει επιτυχίες. Η ομάδα δεν είναι εταιρία, δηλαδή είναι αδύνατο να κριθεί με αυστηρά οικονομικούς όρους, αλλά αποτελεί μια παθιασμένη ενασχόληση, δηλαδή χόμπι —σε μια διαφορετική διατύπωση, μπορούμε να πούμε πως εδώ το οικονομικό συμφέρον υποτάσσεται στον αυθόρμητο συναισθηματισμό της αθλητικής επιθυμίας.
[Μια παρατήρηση για το ρόστερ του 2010-11: η συντριπτική πλειοψηφία απ’ όσους τα τελευταία χρόνια γράφουν ή υποννοούν πως ο Σπανούλης είναι αρνητικός στο να παίξει με ακόμα έναν σταρ δίπλα του στην περιφέρεια δεν αναφέρει ποτέ πως, όταν ο Λαρισαίος πήγε στον Ολυμπιακό, βρήκε ένα ρόστερ γεμάτο σταρ και τρομερό βάθος —κι ακόμα περισσότερο, δεν θα είχε πάει ποτέ αν το ρόστερ (και ο προπονητής) δεν ήταν αυτού του επιπέδου]
Όπως έχουμε γράψει παλαιότερα, η πιο χαρακτηριστική εικόνα αυτής της εποχής έρχεται τη νύχτα της 29ης Οκτωβρίου του 2006, στο ΣΕΦ, απέναντι στον Παναθηναϊκό, όταν ο Pini Gerson γύρισε κι έδειξε τις γροθιές του στον κόσμο του Ολυμπιακού, χάνοντας τη συγκέντρωση και το μυαλό του, σπεύδοντας να πανηγυρίσει έναν αγώνα που δεν είχε τελειώσει, κι ο οποίος τελικά κρίθηκε υπέρ του Παναθηναϊκού με το κλέψιμο του Διαμαντίδη στον Mulaomerovic.
Η πρώτη εποχή είναι, ως συνήθως, η εποχή της αθωότητας, των σκληρών μαθημάτων, και της διαχείρισης των αποτυχιών.
Η Δεύτερη Εποχή
Δεν υπάρχουν πολλά που να μην έχουν γραφεί γι’ αυτήν την περίοδο, αλλά, κατά τη γνώμη μας, υπάρχει μια σοβαρή έλλειψη στα περισσότερα κείμενα που την αφορούν: η στροφή των Αγγελόπουλων στην πολιτική διαχείρισης του Ολυμπιακού, όπου το απεριόριστο budget μετατρέπεται σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο ποσό χωρίς διάθεση για υπερβάσεις, δεν εξηγείται ούτε αναλύεται ποτέ επαρκώς. Μ’ αυτό δεν εννοούμε ότι χρειάζεται να ξέρουμε τι ακριβώς κρυβόταν πίσω από αυτήν την απόφαση, δηλαδή κάποια φτηνή λογιστική εξήγηση —απλώς το ότι αυτή η απόφαση είχε πραγματικές συνέπειες και αποτελέσματα, τα οποία υποδεικνύουν ένα συγκεκριμένο μοντέλο διοίκησης, το οποίο (και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει εδώ) παραμένει πάντα ανοιχτό προς κριτική.
Πριν, ωστόσο, σπεύσουμε να ασκήσουμε κριτική σε κάτι, οφείλουμε πρώτα να έχουμε συλλάβει και κατανοήσει το σχήμα του.
Θεωρούμε ότι, μεταξύ πρώτης και δεύτερης εποχής, η μεγαλύτερη διαφορά στον τρόπο που διοικούν οι Αγγελόπουλοι τον Ολυμπιακό δεν είναι η καθεαυτή μείωση του budget, αλλά ο νέος τρόπος με τον οποίο φαίνεται να αντιμετωπίζουν την έννοια της υπεραξίας.
Ενώ στην πρώτη εποχή, όπως αναφέραμε, παραμένουν εμφανώς αδιάφοροι μπροστά στο ποσό υπεραξίας που καλούνται να πληρώσουν, στη δεύτερη παρατηρείται μια μεταστροφή που δείχνει να μεταβάλλει πλήρως την προοπτική τους: η υπεραξία, πλέον, δεν αποτελεί κάτι που είναι διατεθειμένοι ως αγοραστές (παικτών, προπονητών κλπ) να καταβάλουν, αλλά κάτι που ως εργοδότες απαιτούν να τους καταβληθεί. Ένα σχηματικό παράδειγμα: αν οι Αγγελόπουλοι την πρώτη εποχή ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν σε ένα παίκτη 1 εκατομμύριο ενώ στην πραγματικότητα άξιζε μόνο 800 χιλιάδες, τη δεύτερη απαιτούν από τον κάθε παίκτη να παίζει για 1 εκατομμύριο, ακόμη κι αν τον πληρώνουν μόνο 800χιλιάδες.
Εδώ κανείς εντοπίζει την αρχετυπική επιθυμία κάθε επιχειρηματία. Αυτή δεν συνίσταται τόσο στην παραγωγή κέρδους, το οποίο εξαρτάται και από παράγοντες που δεν μπορεί πάντα να ελέγξει, όσο ακριβώς στη διάσφαλιση της υπεραξίας από την εργασία κάθε εργαζόμενού του, δηλαδή μία από τις βασικές προϋποθέσεις του κέρδους. Ο εργαζόμενος οφείλει πάντα να παράγει για τον εργοδότη του μια αξία με κάποιο τρόπο μεγαλύτερη από τον μισθό που λαμβάνει (αυτόν ακριβώς τον σκοπό υπηρετεί το salary-cup στο ΝΒΑ, διασφαλίζοντας πως ο μισθός του παίκτη, ακόμα κι αν είναι το maximum, θα επιτρέπει στον ιδιοκτήτη να λάβει υπεραξία από τη συνολική του επένδυση).
Οι Αγγελόπουλοι μέσα σε ένα καλοκαίρι παύουν να είναι πρόεδροι με την ελληνική έννοια της λέξης, παύουν να αξιολογούν την αθλητική επιτυχία ως το απόλυτο αγαθό, σαν κροίσοι που παράλογα ψάχνουν έναν πίνακα διατεθειμένοι να πληρώσουν όσο-όσο, και μετατρέπονται περισσότερο σε συνειδητούς επιχειρηματίες, για τους οποίους η αθλητική επιτυχία είτε θα έρθει με τον τρόπο που αυτοί ορίζουν ως αποτελεσματικό είτε δεν θα έρθει καθόλου.
Το πρόβλημα σε αυτήν τη λογική ξεκινάει από το ότι το ελληνικό και ευρωπαϊκό μπάσκετ δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για την ανάπτυξη τέτοιων οικονομικοκεντρικών ιδεών. Η πιθανότητα παραγωγής κέρδους είναι εξ αρχής σχεδόν μηδενική, αν όχι de facto αρνητική —κάτι που σημαίνει πως το κέρδος, αν είναι να υπάρξει ως τέτοιο στο μυαλό του επενδυτή, θα λάβει μια μορφή μη οικονομική, ως το αγαθό που ο ιδιοκτήτης λαμβάνει ως αποτέλεσμα συσσωρευμένης υπεραξίας αλλά στην πραγματικότητα παραμένει κάτι που δεν μπορεί απλώς να αγοραστεί.
Με άλλα λόγια, τα εκατομμύρια που εξοικονομούν οι Αγγελόπουλοι από τη νέα διοικητική τους προσέγγιση δεν είναι αρκετά —αν, άλλωστε, στόχευαν σε κάτι τέτοιο, πιθανότατα δεν θα έμπαιναν ποτέ στον Ολυμπιακό. Αυτό που αναζητείται είναι ένα συμπλήρωμα ικανοποίησης, μια μη-υλική απόλαυση που θα καταστήσει την επένδυση με κάποιον τρόπο συμφέρουσα. Σε πρώτη φάση, την απόλαυση αυτήν προσφέρουν οι τίτλοι: οι Αγγελόπουλοι διοικούν μια ομάδα η οποία, έχοντας αλλάξει πλήρως στρατηγική, καταφέρνει και κάνει το back-to-back, αρχίζοντας παράλληλα να κερδίζει και στην Ελλάδα (δεν στεκόμαστε πιο αναλυτικά στο πως ο Ολυμπιακός αρχίζει να κερδίζει γιατί θεωρούμε πως είναι κάτι στο οποίο έχουμε σταθεί εδώ επαρκώς).
Αυτή ακριβώς είναι η ουσιώδης διαφορά μεταξύ του μοντέλου Παύλος Γιαννακόπουλος (πρόεδρος=χόμπι) και του μοντέλου που δείχνουν να ασπάζονται οι Αγγελόπουλοι κατά τη δεύτερη εποχή τους στην ομάδα (πρόεδρος=επιχειρηματίας). Στην πρώτη περίπτωση, οι τίτλοι είναι αρκετοί —μια περιστασιακή ανταμοιβή αρκεί για να επιβεβαίωσει ένα χόμπι. Στη δεύτερη, αφού η πρώτη και κύρια επιταγή (οικονομικό κέρδος) κάθε επιχειρηματικής λογικής δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, χρειάζονται όλο και περισσότερα.
Αν κανείς δεν κατανοήσει την παραπάνω παράγραφο, δεν μπορεί να κατανοήσει σχεδόν καμιά κίνηση των Αγγελόπουλων αυτό το διάστημα —ειδικά όσες ακολούθησαν το back-to-back ευρωπαϊκό. Οι αυτοαναφορικές ανακοινώσεις σχετικά με το ποια είναι η καλύτερη ομάδα των τελευταίων χρόνων, οι δηλώσεις που τονίζουν την απόλαυση που λαμβάνουν κερδίζοντας με γηγενή κορμό και μικρότερα budget, η πρωτοφανής ανελαστικότητα που έχουν επιδείξει σε ανανεώσεις συμβολαίων (Hines, Σλούκας, πρώτη ανανέωση Μάντζαρη, ενώ στο ίδιο μοτίβο εντάσσουμε και την πώληση Παπανικολάου) —όλα αυτά είναι απλώς διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους προσπαθούν να καλύψουν τη μαύρη τρύπα που ανοίγει η επικράτηση της επιχειρηματικής λογικής σ’ ένα πεδίο που εξ ορισμού αποκλείει το κέρδος.
(Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που οι Αμερικανοί είναι τόσο εμμονικοί σχετικά με το ποια είναι η καλύτερη ομάδα του ΝΒΑ σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, πχ τα τελευταία πέντε ή δέκα χρόνια —μόνο που στις σχετικές συζητήσεις των Αμερικανών στο βάθος υπάρχει πάντα ένα πραγματικό οικονομικό κριτήριο, αφού η πιο πετυχημένη ομάδα είναι κατά κανόνα και αυτή με τα μεγαλύτερα πραγματικά κέρδη.)
Αλλά ο κύριος τρόπος με τον οποίο οι Αγγελόπουλοι προσπαθούν να γεμίσουν αυτήν τη μαύρη τρύπα είναι η κίνησή τους να ανυψώσουν το συγκεκριμένο μοντέλο διοίκησης σε κάτι σχεδόν ιερό, καλύτερο, πιο αποτελεσματικό, πιο ηθικό από τα αντίστοιχα που εφαρμόζουν οι ανταγωνιστές τους. Οι Αγγελόπουλοι ζητούν καθολική αναγνώριση: από παίκτες, προπονητές, και αντιπάλους. Όποιος, κατά τη γνώμη τους, επιχειρεί να αμφισβητήσει την ιερότητα του μοντέλου (ο Ivkovic, ο Σλούκας, ο Hines…), όποιος πιστεύει πως έχει μεγαλύτερη συνεισφορά σε αυτό, προσλαμβάνεται ως κάποιος που εισέρχεται σε μια ευθέως ανταγωνιστική σχέση με τους ίδιους —και δεν μπορεί παρά, αργά ή γρήγορα, να εξοστρακιστεί (αυτός θεωρούμε ότι είναι ο βασικός λόγος που ο Σφαιρόπουλος έμεινε μέχρι φέτος παρ’ όλο που ήταν σαφές ήδη από πέρσι πως είχε κλείσει τον κύκλο του: η παρουσία του δεν εκλήφθηκε ποτέ ως απειλή).
Θέτοντάς το διαφορετικά, μπορούμε να πούμε πως επειδή οι Αγγελόπουλοι στο ελληνικό μπάσκετ δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι καπιταλιστές, αφού δεν μπορούν να έχουν κέρδος, έγιναν απλά θρησκευόμενοι, μετατρέποντας την ιερότητα του συγκεκριμένου μοντέλου σε κινητήρια δύναμη της διοικητικής τους παρουσίας.
Ας συνοψίσουμε: οι Αγγελόπουλοι εισέρχονται στη δεύτερη εποχή της θητείας του ως ιδιοκτήτες του Ολυμπιακού αποφασισμένοι να κόψουν το επενδυτικό περίσσευμα που αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της προηγούμενης εποχής. Αυτό στην αρχή (με τα back-to-back) μεταφράζεται ως απογείωση, με τον ίδιο τρόπο που συγκεκριμένες startup εταιρίες βλέπουν την αξία τους να απογειώνεται μετά από μια φάση περικοπών και απολύσεων. Σταδιακά, ωστόσο, οι Αγγελόπουλοι αρχίζουν να δείχνουν πως πιστεύουν σε μια απόλυτη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ εκείνων των επιτυχιών και του μοντέλου που οδήγησε σε αυτές —η συνάφεια προφανώς υπάρχει, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση απόλυτη.
Ματιές στην Τρίτη Εποχή
Αυτή είναι η βασική μας κριτική για τη δεύτερη περίοδο: ο Ολυμπιακός έφτασε τόσο ψηλά όσο δεν είχε φτάσει ποτέ, γιγαντώθηκε, μετατράπηκε σε ευρωπαϊκό power-house, σε αδιαμφισβήτητο brand-name, συνέλεξε παράσημα, τρόπαια, και πανευρωπαϊκό θαυμασμό, αλλά -ειδικά μετά τα back-to-back- παρήγαγε την αίσθηση πως δεν έφτασε όσο μακρυά θα μπορούσε, πως ανέκοψε μόνος του την πορεία ανόδου που είχε, πως δεν εκμεταλλεύτηκε πλήρως το momentum που ο ίδιος δημιούργησε, πως έμεινε στάσιμος, θεωρώντας πως βρήκε την τέλεια συνταγή.
Ξανά: δεν υποστηρίζουμε πως αυτή η περίοδος δεν ήταν πετυχημένη. Ήταν μια από τις πιο πετυχημένες περιόδους που είχε ποτέ ελληνική ομάδα σε ομαδικά σπορ. Αυτό που λέμε είναι ότι η επιτυχία θα μπορούσε να είναι ακόμα μεγαλύτερη, αν μόνο είχαν γίνει κάποια πράγματα λίγο διαφορετικά.
Κι αυτή είναι η ευκαιρία που έχουν οι Αγγελόπουλοι αυτό το καλοκαίρι: να αναγνωρίσουν πως οι αποτυχίες της τελευταίας διετίας (και η μεγαλύτερη απ’ όλες για μας δεν είναι οι χαμένοι τίτλοι, αλλά το μπάσκετ που έχει παίξει η ομάδα σ’ αυτό το διάστημα), βαρύνουν και τους ίδιους. Η απουσία ελαστικότητας και ευελιξίας, η επιμονή που μετατρέπεται σε εμμονή, η ανασφάλεια και το κυνήγι ανεμόμυλων που αυτή προκαλεί, η ανάγκη για αναγνώριση και επιβεβαίωση —όλα όσα μεταφέρουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τους προβολείς από το παρκέ στα διοικητικά γραφεία, όλα όσα υποδεικνύουν την επιθυμία του ιδιοκτήτη να είναι στο προσκήνιο αντί να μένει στο υπόβαθρο, όλα όσα προκαλούν ακινησία και στατικότητα σαν επιθετικό σχήμα του Γιάννη Σφαιρόπουλου.
Το μέλλον του Ολυμπιακού αυτήν την ώρα παρασκευάζεται στα βάθη της συνείδησης των αδερφών Αγγελόπουλων, εξαρτώμενο από το βαθμό στον οποίο ο αναστοχασμός και η αυτοκριτική θα πληροφορήσει τις αποφάσεις τους. Δεν ξέρουμε αν είναι έτοιμοι, αλλά ξέρουμε ότι η Τρίτη Εποχή έχει ήδη ξεκινήσει.
Αν και Παναθηναϊκός, μου αρέσουν τα άρθρα σας για όλα τα θέματα. Έχουν ιδιαίτερο βάθος και αναλύουν καταστάσεις που οι περισσότεροι προσεγγίζουν μόνο μερικώς. Αυτό ισχύει και στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Απόλυτα σωστός ο ισχυρισμός σας σχετικά με την επιθυμία-επιβολή του μοντέλου (των εαυτών τους) πάνω από κάθε πρόσωπο και το φόβο οποιασδήποτε οικειοποίησης κάθε επιτυχίας, με μια εξαίρεση, τον Σπανούλη.
Το ’11, στο τέλος της πρώτης εποχής, παρά της αποτυχίες τα κλειδιά τα έδωσαν στον Σπανούλη ο οποίος είχε πρωτοφανή ασυλία αλλά και ευθύνες. Το μοντέλο βασίστηκε ξεκάθαρα πάνω του. Γι αυτό ίσως η δεύτερη εποχή μπορεί να χωριστεί σε 2 μικρότερες.
Από το ’11 ως το ’15 με τον Σπανούλη να έχει το απόλυτο κουμάντο και να οδηγεί τον Ολυμπιακό σε συνεχόμενες επιτυχίες σε Ελλάδα και Ευρώπη και να μπαίνει στη συζήτηση για τον κορυφαίο Έλληνα του αιώνα δίπλα στον Διαμαντίδη.
Από το ’15 ως σήμερα, η εμμονή όπως περιγράφεται στο κείμενο, εκτείνεται και στον Σπανούλη από τον οποίο αναμένουν πολλά περισσότερα από όσα μπορεί να δώσει ένας παίκτης στα 35 του και μάλιστα με τη βοήθεια του Σφαιρόπουλου δεν υπήρχε καν δυνατότητα αμφισβήτησης. Οι παράλογες αλλαγές όλων των γκαρντ ακόμα κι όταν έπαιζαν καλά, επιβεβαιώνει πως υπήρχαν σε κάθε ματς 11 στο ροτέισον και ο Σπανούλης για να πάρει το ματς.
Η τρίτη εποχή λοιπόν, θεωρώ πως θα καθοριστεί αρκετά από την αντιμετώπισή τους σε αυτό το θέμα. Αν φέρουν έναν γκαρντ-σκορερ (όπως ανέμεναν να βγει ο Ρόμπερτς ή ο Μπράουν) θα σημαίνει πως επιμένουν σε έναν Σπανούλη που θα παίζει 25+ λεπτά για να οργανώνει και θα οδηγήσει σε παρόμοια αποτελέσματα. Η έλευση όμως ενός οργανωτή που θα πάρει τη μπάλα από τα χέρια του,ίσως να αποδειχθεί κλειδί για την επόμενη μέρα
LikeLike