Η εξέλιξη της θέσης 5 στο NBA και οι περιπτώσεις ψηλών του φετινού draft.
Μπορεί να γνωρίζει την διαδικασία που ακολουθεί, όμως, ακόμα κι έτσι, κάθεται ανυπόμονος σε ένα από τα τραπέζια που βρίσκονται κοντά στη σκηνή. Σακάκι με τα χρώματα της σημαίας από τις Μπαχάμες, την Τζαμάικα και τη Νιγηρία ραμμένα στη φόδρα, απαλό ροζ πουκάμισο, και γραβάτα με χρυσή καρφίτσα.
Στιγμές μετά, η φωνή του Adam Silver γεμίζει το Barclays Center:
“Με το πρώτο pick για το NBA Draft του 2018, οι Phoenix Suns επιλέγουν τον Deandre Ayton από το Πανεπιστήμιο της Arizona.”
Χαμόγελα και χειροκροτήματα, εκατοντάδες φλας, αγκαλιά με τη μητέρα του, ένα καπέλο των Suns, και ο Ayton ανεβαίνει στη σκηνή για να δεχθεί τα συγχαρητήρια του Silver.
Πολλοί τον παρομοιάζουν με τον David Robinson, κάποιοι ενθουσιάζονται με τις προοπτικές που δημιουργεί το επίπεδο αθλητικότητάς του, ενώ άλλοι δηλώνουν εκστασιασμένοι με την αποτελεσματικότητα του Ayton όταν πάρει την μπάλα κοντά στο καλάθι. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αυτοί που αναρωτιούνται γιατί οι Suns επιλέγουν να οικοδομήσουν το μέλλον τους επενδύοντας σε έναν 7-footer ως θεμελιώδες συστατικό, ενώ την ίδια στιγμή το άθλημα έχει την τάση να ευνοεί τις ομάδες που είναι αποτελεσματικές στην εκτέλεση από μακριά.
Σε τι βαθμό, όμως, ισχύει το τελευταίο; Μήπως ο Ayton, τα σωματικά του χαρακτηριστικά και η τάση του να σουτάρει από μακριά δεν αποτυπώνουν έναν ψηλό που έρχεται από το παρελθόν αλλά υποδεικνύει το μέλλον; Και τι δεδομένα προσθέτει το φετινό draft σχετικά με την εξέλιξη της θέσης του center;
“Ένα ισχνό 5% των Αμερικανών ανδρών έχουν ύψος πάνω 1.92 τη στιγμή που το μέσο ύψος ενός παίκτη NBA είναι 2.04. Αυτό σημαίνει πως, για τους Αμερικανούς με ύψος 2.13 ή περισσότερο, η πιθανότητα να παίξουν στο NBA είναι 17%. Με άλλα λόγια, οποιοσδήποτε ξέρει μπάσκετ και είναι τουλάχιστον 2.13 ανήκει στη Λίγκα.”
Στο παραπάνω απόσπασμα, ο Denis Epstein, συγγραφέας του βιβλίου “The Sports Gene: Inside the Science of Extraordinary Athletic Performance”, αναλύει δεδομένα σχετικά με το ύψος των παικτών του NBA στο κεφάλαιο με τίτλο “The Vitruvian NBA Player”. Ο Epstein συνεχίζει:
“Το ενδιαφέρον είναι πως, νωρίς στη δεκαετία του ‘80, το ποσοστό των 7-footers του NBA έφτασε στο 5% ενώ βρισκόταν ελάχιστα πάνω από το 0. Με την εμπορευματοποίηση της Λίγκας και την είσοδο της Nike σε οικονομικές συμφωνίες το ποσοστό εκτοξεύτηκε στο 11% και έκτοτε έχει σταθεροποιηθεί.”
Αν κανείς σκεφτεί πως τα παραπάνω γράφτηκαν το 2013, πριν το μπάσκετ των Warriors αναδιαμορφώσει πλήρως τις αγωνιστικές τάσεις, και σε μια περίοδο που οι ψηλοί με χαρακτηριστικά περιφερειακών (χειρισμός μπάλας, μακρινό σουτ, παιχνίδι με πρόσωπο στο καλάθι) είχαν μετατραπεί σε απόλυτη προτεραιότητα (Davis, Towns, Porzingis), συγκριτικά τουλάχιστον με τους παραδοσιακούς centers που ζούσαν παίζοντας με πλάτη στο low post, το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής:
Με το άθλημα να μεταφέρει το επιθετικό κέντρο βάρους όλο και περισσότερο στην περιφέρεια, σε ποιο αγωνιστικό περιβάλλον καλούνται να επιβιώσουν οι ψηλοί που μόλις μπήκαν στο NBA και πως προετοιμάζονται γι’ αυτό;
Αναζητώντας τον τρόπο που εξελίχθηκαν οι ισχύουσες τάσεις, οφείλει κανείς να κοιτάξει προσεκτικά στον οργανισμό των Warriors. Ο παρακάτω πίνακας του ESPN, με τα λεπτά που αγωνίζονται οι 7-footers σε regular season και playoffs τα τελευταία 18 χρόνια, είναι χαρακτηριστικός:
Σε ολόκληρη τη δεκαετία του ‘90, τα λεπτά των ψηλών είναι περισσότερα στη διάρκεια των playoffs, η κατάσταση εξισορροπείται από το 2002 μέχρι το 2013 με μοναδική εξαίρεση το 2011 όταν οι Mavericks φόρεσαν το δαχτυλίδι με πεντάδα στην οποία συνυπήρχαν δύο 7-footers (Nowitzki και Tyson Chandler), ενώ από το 2014 και μετά, τα λεπτά των 7-footers στα playoffs είναι σταθερά λιγότερα σε σύγκριση με αυτά της regular season.
Το εντυπωσιακό είναι πως τα ποσοστά αντιστρέφονται. Ενώ στη δεκαετία του ‘90 τα λεπτά των ψηλών ήταν σταθερά περισσότερα στα playoffs με το ποσοστό να αυξάνεται από 2-4% σε σχέση με την regular season, η εμφάνιση των Warriors διαμόρφωσε ένα διαφορετικό τοπίο. Από το 2015 και μετά, τα λεπτά των 7-footers στα playoffs μειώνονται σταθερά κατά περίπου 3.5%, κι αυτό οφείλεται στο ότι οι ομάδες αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν χαμηλότερα και πιο ευέλικτα σχήματα προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν το Golden State, ή, με άλλα λόγια, ψάχνοντας το αντίδοτο για την death lineup.
***
Death lineup. Σχήμα θανάτου. Ευελιξία, ταχύτητα, δηλητηριώδες σουτ, ασταμάτητη κίνηση, ατομική ποιότητα, και δημιουργία από όλους για όλους. Curry, Thompson, Durant, Iguodala, και Green.
***
Σε πρόσφατο άρθρο του Kevin Arnovitz, κεντρικό θέμα ήταν ο Mo Bamba, το νούμερο 6 του φετινού draft ο οποίος επιλέχθηκε από τους Orlando Magic, και ο τρόπος που προπονείται για να ανταπεξέλθει στο περιβάλλον του NBA. Αφού ο Bamba αναγνώρισε πως οι Warriors είναι αυτοί που θέτουν τα standards προκειμένου ένας παίκτης να θεωρείται βιώσιμη επιλογή, συνέχισε αιτιολογώντας το ότι το περιφερειακό σουτ είναι ένας από τους βασικούς άξονες προπόνησής του μερικούς μήνες πριν την πρεμιέρα του στην κεντρική σκηνή:
“Θέλω να είμαι έτοιμος ώστε να μείνω στο παρκέ. Υπάρχει λόγος που αρκετοί ψηλοί πηγαίνουν στον πάγκο στο τέλος των αγώνων. Δεν μπορούν να μαρκάρουν τους κοντούς. Δεν μπορούν να σουτάρουν.”

Η παραπάνω δήλωση υπογραμμίζει μία ακόμα αναγκαία πτυχή. Για να επιβιώσεις, πρέπει να είσαι ικανός για άμυνα απέναντι σε οποιονδήποτε –μια ακόμα συνθήκη που προέκυψε ως παράγωγο της επιτυχίας του Golden State.
Όταν ένας ψηλός αμύνεται, τότε πρέπει να έχει την ταχύτητα και την εκρηκτικότητα που θα του επιτρέψουν τόσο να βγει αποτελεσματικά πάνω σ’ έναν περιφερειακό που σουτάρει από μακριά (close-out), όσο και να τον ακολουθήσει μέχρι το καλάθι αν αυτός προσπαθήσει να διεισδύσει. Δεν υπάρχει περιθώριο για εκπτώσεις. Η άμυνα με αλλαγές σε όλα τα screens είναι ο κανόνας, τα σωματοδομικά standards έχουν αλλάξει επίπεδο με το άνοιγμα των χεριών να είναι πλέον σημαντικότερο του ύψους, και ο σύγχρονος center πρέπει να μαρκάρει κάθε αντίπαλο, να δίνει βοήθειες και να επιστρέφει στην αρχική του θέση, και να αντιλαμβάνεται εγκαίρως αλλαγές και δράσεις στην αδύνατη πλευρά.
Κι από την στιγμή που το Golden State κέρδισε το status που του επιτρέπει να ορίζει τους κανόνες, οι υπόλοιποι προσαρμόστηκαν προκειμένου να ακολουθήσουν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων, οι Houston Rockets και ο τρόπος με τον οποίο άλλαξαν το roster για να καταφέρουν να κερδίσουν τους Warriors. Στο ίδιο κεφάλαιο από το οποίο παραθέσαμε παραπάνω, ο Epstein αναφέρεται στον Daryl Morey, general manager των Rockets:
“General managers εξοικειωμένοι με την στατιστική, όπως Daryl Morey που εκπαιδεύτηκε στο MIT, επιλέγουν παίκτες με ανεπτυγμένο wingspan. Το σκεπτικό είναι πως όταν ένας παίκτης δεν έχει το ύψος ώστε να ανταπεξέλθει σε μια συγκεκριμένη θέση, τότε θα έχει το άνοιγμα χεριών που του επιτρέπει να καλύψει την έλλειψη ύψους.”
Μέσα σε μόλις δύο προτάσεις, ο Epstein σχεδόν προφήτευσε το μέλλον του Houston. Η συνύπαρξη του Harden με τον Dwight Howard ολοκληρώθηκε μιας και τα χαρακτηριστικά του δεύτερου δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για ευελιξία στη θέση του center, οι Rockets διατήρησαν μόνο αυτούς που μπορούσαν να αμυνθούν απέναντι στην death lineup, να σουτάρουν αποτελεσματικά από το τρίποντο, και να ενταχθούν στον pick ‘n roll χαρακτήρα της επίθεσης (Capela, Ariza), προσέθεσαν ακόμα περισσότερο versatility με Mbah a Moute και PJ Tucker, και προσέγγισαν τον Chris Paul, ο οποίος είναι κατά πολλούς ο καλύτερος περιφερειακός αμυντικός της Λίγκας –αν ο Point God ήταν παρών στο Game 7 των φετινών Τελικών της Δύσης, το Houston ενδεχομένως να είχε φτάσει μέχρι το τέλος.
Τι θα λέγαμε, όμως, για άλλους οργανισμούς οι οποίοι προσπαθούν να δημιουργήσουν το πλαίσιο για να εντάξουν μια εξελιγμένη μορφή της θέσης 5 ως βασικό άξονα στο παιχνίδι τους;
Σε διαφορετικό μήκος κύματος από τους Rockets, οι οποίοι, βάσει των όσων επιτάσσει το Moreyball, μπορούσαν να αρκεστούν σε έναν center με αποτελεσματικότητα κοντά στο καλάθι και αμυντική ευελιξία όπως ο Capela, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ομάδες που είτε ανήκουν στην κατηγορία των contenders του άμεσου μέλλοντος (Celtics-Horford, Sixers-Embiid), είτε διαθέτουν έναν franchise player που δεν είναι περιφερειακός (Bucks-Γιάννης, Knicks-Porzingis, Pelicans-Davis, Timberwolves-Towns), λειτουργούν προς μια κατεύθυνση που η έννοια του κλασικού center σχεδόν καταργείται και την ίδια στιγμή καλλιεργείται το project του ψηλού που μπορεί να κάνει τα πάντα.
***
Σχετικά με την περίπτωση του Joel Embiid, υπάρχει πάντα η άποψη πως αποτελεί απλώς την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον καινούριο κανόνα. Δεν ανήκει σε καμία τάση, πρόσφατη ή παλαιότερη. Το skill-set του προέρχεται από ένα χρυσό παρελθόν και μοιάζει έτοιμο να κατακτήσει το μέλλον, ακουμπώντας και στα δύο εξίσου και ξεφεύγοντας από τα όρια που επιβάλλει η χρήση μιας συγκεκριμένης ορολογίας.
***
Κάθε ένα από τα παραπάνω παραδείγματα διατυπώνει την ερώτηση που απευθύνεται τόσο στους Suns όσο και σε οποιαδήποτε ομάδα θα επιλέξει να στηριχθεί σε ένα είδος παίκτη αντίστοιχο με τον Ayton:
Ποιο είναι το περιβάλλον που θα ευνοήσει την εξέλιξή του στο μέγιστο δυνατό βαθμό;
Αν κανείς παρατηρήσει τις επιλογές γύρω από τέτοιου είδους παίκτες τότε θα παρατηρήσει ένα σχετικά επαναλαμβανόμενο μοτίβο (κι όταν αυτό δεν ακολουθείται, τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως η ομάδα δεν καρπώνεται το μέγιστο κέρδος): πολλοί περιφερειακοί εκτελεστές που μεγιστοποιούν τους επιθετικούς χώρους, αθλητές ικανοί να ανταποκριθούν στις αμυντικές αλλαγές ακόμα κι αν χρειαστεί να καλύψουν τον αντίπαλο ψηλό, και αέναη κίνηση μακριά από την μπάλα ώστε να αποσπαστεί η προσοχή της αντίπαλης άμυνας.
Οι Suns φαίνεται πως κινούνται σύμφωνα με όσα περιγράφονται παραπάνω, έχοντας παράλληλα επιλέξει τον Igor Kokoskov, έναν προπονητή που έχει χαρακτηριστεί ιδανικός για την ανάπτυξη σημαντικών prospects. Το περιβάλλον που δημιουργούν μοιάζει να ταιριάζει στον Ayton: ένας περιφερειακός που θα απασχολήσει τις αντίπαλες άμυνες και θα εκμεταλλευτεί τους χώρους όταν ο Ayton τραβηχτεί μακριά από την ρακέτα (η τάση του να κινείται συνεχώς μακριά από την ρακέτα έχει σχολιαστεί αρνητικά), αρκετοί αθλητές που μπορούν να αμυνθούν σε πάνω από μία θέσεις (επίσης καλύπτοντας τις αμυντικές αδυναμίες του Ayton, χαρακτηριστικό που έχει σημειωθεί ως το πιο μεγάλο του αρνητικό), και μια επιλογή όπως ο Mikal Bridges που προσθέτει ακόμα περισσότερα 3&D χαρακτηριστικά (43% από το τρίποντο, μπορεί να αμυνθεί από το 1 εώς το 4).
Σε πρόσφατο κείμενό του, ο Danny Chau, αρθρογράφος της ιστοσελίδας The Ringer,υπέδειξε ένα μέλλον που θα ανήκει στην εξελιγμένη μορφή των ψηλών:
“Συντομα, ένα μεγάλο μέρος της Λίγκας θα έχει επενδύσει σ’ αυτό το καινούριο είδος. Ως αποτέλεσμα, οι ομάδες θα πρέπεινα ματσάρουν το μέγεθος με μέγεθος.”
Από την άλλη πλευρα, αντίστοιχη είναι και η ερώτηση προς τον Ayton, τον Bamba, και κάθε ψηλό που θέλει να αποκτήσει ρόλο στο NBA:
Πως πρέπει να προετοιμαστεί για να επιβιώσει;
Η περίπτωση του δεύτερου είναι χαρακτηριστική. Μήνες πριν το πρόσφατο draft, και αφού είχαν ολοκληρωθεί οι υποχρεώσεις του με το Πανεπιστήμιο, ο Bamba βρέθηκε για αρκετό μεγάλο διάστημα στο Los Angeles ώστε να βελτιώσει επιθετικα το παιχνίδι του υπό τις οδηγίες του Drew Hanlen.
Ενώ το αθλητικό πακέτο του Bamba είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά στην ιστορία του NBA και τα περισσότερα reports περιέγραφαν έναν παίκτη με προοπτική να εξελιχθεί σε κορυφαίο αμυντικό παρομοιάζοντάς τον με τον Rudy Gobert, δεν ίσχυε το ίδιο σχετικά με όσα ήταν ικανός να προσφέρει στην επίθεση. Το να συμπληρωθεί αυτό το κενό ήταν ο στόχος της συνεργασίας του με τον Hanlen. Διπλές προπονήσεις, ασκήσεις με επίκεντρο τις κινήσεις στο low post, ατελείωτα σουτ από τρίποντο και μέση απόσταση, αλλά και drills που θα βελτίωναν τον τρόπο που χρησιμοποιούσε τα πόδια του όταν έπρεπε να μαρκάρει γρήγορους περιφερειακούς.
Στην αρχή της συνεργασίας τους, ο Bamba σουταρε 100 τρίποντα κάθε φορά που πήγαινε για προπόνηση. Τα 100 έγιναν σταδιακά 150, τα 150 έγιναν 200, ενώ, ακριβώς πριν το draft, είχε φτάσει στο σημείο να σουτάρει 300 τρίποντα ανά προπόνηση.
Το NBA συνεχώς αλλάζει. 10 χρόνια πριν, οι Blazers επέλεξαν τον Greg Oden αντί του Kevin Durant. Μεταφέροντας το δίλημμά τους στο σήμερα, ακόμα και ένας επιφανειακός παρατηρητής χωρίς διάθεση για ιδιαίτερη έρευνα θα μπορούσε να ρωτήσει το προφανές:
“Μα καλά, και πως θα μαρκάρει το pick ‘n roll;”