Εδώ γεννήθηκε ο εφευρέτης. Εδώ μεγάλωσε. Εδώ πήγε σχολείο. Εδώ έπιασε την πρώτη του μπάλα, δέχτηκε το πρώτο του ερέθισμα, σκέφτηκε την πρώτη του ιδέα. Αν το μπάσκετ ως όραμα υπήρχε σε κάποιο υπόγειο της συνείδησης του James Naismith από την παιδική του ηλικία, τότε, πριν βρεθεί οπουδήποτε αλλού, το μπάσκετ πρώτα βρέθηκε στον Καναδά. Και πιο συγκεκριμένα, στην επαρχία του Ontario, από την οποία κατάγονταν ο Naismith, και στην οποία βρισκόμαστε σήμερα εμείς.
Παρά τις γενεαλογικές καταβολές του Naismith, και παρά το ότι στο Toronto, την πρωτεύουσα του Ontario, διεξήχθη το πρώτο παιχνίδι του ΝΒΑ το 1946, το μπάσκετ δεν έγινε ποτέ στον Καναδά όσο δημοφιλές έγινε αμέσως στην Αμερική. Ο βαρύς και μακρύς χειμώνας που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας καθιστά τη συνάντηση των περισσότερων Καναδών με το hockey (ή άλλα χειμερινά αθλήματα) κάτι αναπόφευκτο —κι αν αυτή η συνάντηση συντελεστεί, το μπάσκετ παραμένει στην καλύτερη ένα άθλημα περιφερειακό, ένα άθλημα που ο Καναδός ίσως σκεφτεί να παρακολουθήσει, αν οι Raptors ή κάποια κολεγιακή ομάδα του προσφέρουν αρκετά κίνητρα για να το κάνει, αλλά σπάνια θα σκεφτεί να παίξει ο ίδιος.
Κι αν, ωστόσο, θελήσει να το κάνει; Τι συμβαίνει μ’ αυτήν τη μειοψηφία Καναδών, η οποία τα τελευταία χρόνια αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς, και η οποία, όταν βλέπει ένα παιχνίδι μπάσκετ, η πρώτη της αντίδραση δεν είναι ν’ ανοίξει μια μπύρα, να υποστηρίξει μια ομάδα, να γράψει ένα άρθρο ή να σημειώσει κάποια στατιστικά, αλλά θέλει ν’ αρπάξει μια μπάλα και να βρεθεί μπροστά σε μια μπασκέτα;
Σ’ αυτήν την περίπτωση, αν βρίσκεται στο Toronto, θα χρειαστεί να περάσει μέσα από υπόγειες διαβάσεις, ν’ αντικρίσει επιβλητικούς ουρανοξύστες μαζί με κτίρια του 19ου αιώνα, να συναντήσει μερικά κοστούμια κι άλλα τόσα κουρέλια, λαμπερές οικοδομές και μουντές εργατικές κατοικίες, να περπατήσει μέσα σε πάρκα βιώνοντας την κανονικότητας μιας εφαρμοσμένης πολυπολιτισμικότητας —και τότε, αν είναι τυχερός, ο σκοπός της αναζήτησης ίσως επιτευχθεί: ένα ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ μπορεί ξαφνικά να βρεθεί μπροστά του, ίσως γεμάτο κι ίσως άδειο, συνήθως καλοδιατηρημένο, το οποίο ενίοτε σε υποδέχεται με μια ταμπέλα ρητής απαγόρευσης πίσω από την οποία ίσως κρύβονται άγραφοι κανόνες που κανείς μπορεί μόνο μ’ έναν τρόπο να μάθει.
Το Hoop Fiction, σε συνεργασία με τον φωτογράφο Νικόλα Νικολόπουλο, στον οποίο ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα όσων φωτογραφιών εμφανίζονται εδώ, παρουσιάζει ένα φωτορεπορτάζ από δύο τέτοια γήπεδα, αμφότερα κοντά στο κέντρο του Toronto, επιχειρώντας να αναδείξει τις μεταξύ τους διαφορές, ομοιότητες, θεατές κι αθέατες πλευρές.
Underpass Park
To Underpass Park βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης. Αποτελείται από τρία οριζόντια επίπεδα, τα οποία διαχωρίζονται από δύο δρόμους που τέμνουν το πάρκο. Εγκαινιάστηκε το 2012, μετά από πρωτοβουλία της τοπικής και ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ως underpass εννοείται το πέρασμα κάτω από έναν υπερυψωμένο αυτοκινητόδρομο, το οποίο ως concept συναντάται πολύ συχνά στα μεγάλα αστικά κέντρα της Βορείου Αμερικής. Αυτά τα περάσματα, ωστόσο, συνήθως μένουν ανεκμετάλλευτα και, αφημένα όπως είναι στη μοίρα τους, κατά κανόνα αναδεικνύονται σε λίκνα αστικής παρακμής.
Και το συγκεκριμένο πάρκο δεν απείχε πολύ από τον κανόνα: πριν την ανάπλαση, ήταν σκοτεινό και αποξενωμένο, αναδεικνύοντας την άλλη πλευρά των ακριβών αυτοκινήτων που διασχίζουν τον αυτοκινητόδρομο που βρίσκεται στην πάνω πλευρά του. Ένα παρατημένο κομμάτι γης δίχως μια πηγή φωτισμού, γεμάτο χρησιμοποιημένες βελόνες, σπασμένα γυαλιά κι άλλα σκουπίδια, παρατημένα αυτοκίνητα, λάσπες και υγρασία —ένας οπτικός ορίζοντας γεμάτος άσχημο τσιμέντο και τίποτε άλλο. Το μέρος, όπως έχει γραφεί, που θα περίμενες ν’ ακούσεις μερικούς πυροβολισμούς μετά τη δύση του ήλιου —μερικές φορές, ίσως και πριν απ’ αυτήν.
Σήμερα οι παραπάνω περιγραφές έχουν αντικατασταθεί από γέλια παιδιών και φωνές γονέων, μπάλες μπάσκετ που χτυπάνε στο δάπεδο και τα σιδερένια στεφάνια, κρότους από σανίδες skate που προσγειώνονται άλλοτε με χάρη κι άλλοτε με υπερένταση. Κάθε ήχος ζει μια δεύτερη ζωή μέσα από την ηχώ που προκαλεί το χαμηλό ταβάνι και οι πενήντα κολώνες που αποτελούν τα θεμέλια του αυτοκινητόδρομου.
Μεγάλα γκράφιτι καλύπτουν κάθε επιφάνεια τσιμέντου. Μικροί προβολείς και led φώτα έχουν τοποθετεί στο έδαφος, το ταβάνι, και τις κολώνες: πράσινο, μπλε, μωβ, ροζ, άσπρο, πορτοκαλί, κίτρινο —τα χρώματα εδώ όσο τα κοιτάς τόσο αυξάνονται και καταλήγουν ν’ αποτελούν άλλη μια μεταφορά για τη διαφορετικότητα που η πόλη προσκαλεί και, στα περισσότερα σημεία της, οργανικά ενσωματώνει στους διάφορους χώρους της.
Στη σημερινή μορφή του, το πάρκο αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ της βόρειας και νότιας πλευράς της γειτονιάς στην οποία ανήκει. Σε κάποιον που το επισκέπτεται πρώτη φορά, κι αν ο επισκέπτης είναι ανοίκειος με το τοπίο γύρω του, μοιάζει να υπάρχει στη μέση του πουθενά, αλλά οι αναφορές για την ύπαρξή του έχουν ξεπεράσει κατά πολύ και προ πολλού τα καναδικά σύνορα.
To 2011, πριν ακόμα τα επίσημα εγκαίνια του πάρκου, City Lab το κατέταξε σε μια λίστα με τα πιο ενδιαφέροντα project ανάπλασης αντίστοιχων χώρων. To 2016 ο σχεδιασμός του πάρκου και η υλοποίηση του σχεδίου απέσπασε το Βραβείο Αριστείας της Ένωσης Αμερικανών Αρχιτεκτόνων Τοπίου. Παρακάτω, μεταφράζουμε από άρθρο της ίδιας χρονιάς:
Πιο πρόσφατα, το Underpass Park αναγνωρίστηκε από το Smithsonian Design Museum της Νέας Υόρκης. Τα στοιχεία του πάρκου που απέσπασαν την προσοχή ήταν ο τρόπος που ενεργοποίησε έναν ήδη υπάρχοντα χώρο δημιουργώντας κοινωνικές δραστηριότητες για κάθε ηλικία. Το πάρκο βρίσκεται ανάμεσα σε 60 επιλεγμένα αρχιτεκτονικά projects από κάθε σημείο της Βόρειας Αμερικής και φωτογραφίες του εκτίθενται στην έκθεση με τίτλο By the People: Designing a Better America, η οποία εξερευνά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν αστικές, ημι-αστικές, και επαρχιακές κοινότητες.
Οι δύο μπασκέτες του πάρκου είναι συνήθως κατειλημμένες τα απογεύματα αλλά άδειες τις υπόλοιπες ώρες της μέρας. Τα διχτάκια τοποθετούνται και μετά από μερικούς μήνες καταστρέφονται, σε μια ήπια πράξη βανδαλισμού που κανείς δεν συναντά συχνά στον καναδικό δημόσιο χώρο. Φοιτητές μετά τη σχολή, επαγγελματίες μετά το γραφείο και κάτοικοι των παρακείμενων πολυκατοικιών εμφανίζονται από κάθε πλευρά: όλοι ιδρώνουν, τρέχουν και πηδάνε, αστοχούν, ονειροπολούν για λίγο κι έπειτα χάνονται προς στάσεις λεωφορείων και πάρκινγκ αυτοκινήτων. Φανέλες των Raptors και σχεδόν κάθε άλλης ομάδας ΝΒΑ εναρμονίζονται με τα πολύχρωμα φώτα του πάρκου.
Προσκλήσεις και προκλήσεις συμμετοχής, σκίτσα, ιδέες και φωτογράφοι, μπασκέτες με διχτάκι και συνήθως χωρίς, σκεητάδες και γκραφιτάδες, μερικοί ραπάδες αν είναι κανείς τυχερός ή ξέρει τις ώρες, μπάλες μπάσκετ, μικρά και μεγάλα παιδιά —πρωί και βράδυ, χειμώνα και καλοκαίρι, όλοι και όλα κάτω από την ίδια σκεπή.
Alexandra Park
Δυο γήπεδα. Το ένα αυτό που βλέπουμε παραπάνω. Δύο επί μέρους ανοιχτά, αλλά τα πάντα σε σμίκρυνση: το ύψος των καλαθιών, η διάμετρος των γηπέδων, η απόσταση του τριπόντου. Εδώ παίζουν τα παιδιά.
Κι εδώ παίζουν οι ενήλικες. Αποστάσεις, μεγέθη, ύψη —εδώ όλα είναι κανονικά. Τα διχτάκια καινούρια. Οι γραμμές κάτασπρες. Τα κάγκελα, σ’ αυτό το σημείο, χωρίς σκουριά, αν και διάσπαρτες τρύπες υποδεικνύουν πως για κάποιον λόγο χέρια επιχείρησαν να περάσουν ανάμεσά τους. Ένας ψύκτης έτοιμος να δροσίζει πίσω από τον κάδο στο βάθος —ψύκτης τον οποίο λίγοι επισκέπτονται επειδή κανείς δεν έχει την υπομονή να περιμένει.
Τα γήπεδα περιβάλλονται από ένα συγκρότημα εργατικών κατοικιών το οποίο έχει συμπληρώσει κοντά έναν αιώνα ζωής. Σημάδια φτώχειας είναι ευδιάκριτα παντού. Δυο βήματα πριν την είσοδο του γηπέδου στέκεται μια σειρά από δεκάδες κάδους σκουπιδιών. Αν κανείς κοιτάξει γύρω του, ίσως διακρίνει σκαμένα πρόσωπα και βαριά βήματα —το μπάσκετ υπάρχει πάντα ως επιλογή κι ως πρόσκαιρη διαφυγή, αλλά δεν είναι ένας δρόμος που επιλέγουν όλοι.
Βελόνες δεν υπάρχουν πουθενά, αλλά παρατηρούνται ύποπτες συναλλαγές που ίσως οδηγήσουν σ’ αυτές. Αγγελιοφόροι με ποδήλατα έρχονται και φεύγουν —στο ένα χέρι το τιμόνι και στο άλλο ένα μικρό πακέτο τυλιγμένο με μαύρη, αδιαφανή σακούλα. Οι παραλήπτες περιμένουν νευρικά, δίνουν κάτι και λαμβάνουν κάτι άλλο, και μετά εξαφανίζονται πίσω από πόρτες τις οποίες, αφού περάσουν, αφήνουν ανοιχτές.
Πίσω και πέρα από τις εργατικές κατοικίες, λαμβάνει χώρα ένα από τα πιο φιλόδοξα οικοδομικά project του Toronto και πιθανότατα ολόκληρου του Καναδά. Εκατοντάδες πολυώροφες κατοικίες και ουρανοξύστες έχουν ήδη λάβει χρηματοδότηση —μερικές απ’ αυτές έχουν κιόλας ολοκληρωθεί. Το συγκρότημα κάποιο από τα επόμενο χρόνια θα κατεδαφιστεί —πιθανότατα μαζί με την ιστορία και τις αναμνήσεις που μεταφέρει, δίνοντας τη θέση του στις λέξεις-κλειδιά της εποχής μας: ανάπτυξη, επένδυση, αναβάθμιση. Αυτοί που θα έρθουν θα νιώσουν τις λέξεις στην πιο θετική τους σημασία. Αυτοί που θα φύγουν θα νιώσουν τη βίαιη δυσφορία που προκαλεί ένας λόγος κενός περιεχομένου.
Η περιοχή, άλλωστε, περικλείεται απ’ ότι κανείς έχει συνηθίσει να συσχετίζει με τα κέντρα μεγάλων πόλεων. Εμπορικοί δρόμοι και καταστήματα. Τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Κυβερνητικά κτίρια και υπηρεσίες. Club, bar, εστιατόρια, μπυραρίες. Βόρεια, νότια, δυτικά, ανατολικά —αυτά θα δει κανείς σε όποια κατεύθυνση κι αν επιλέξει να κοιτάξει. Δρόμοι γεμάτοι με τα πάντα. Βιαστικά βήματα και αγχωμένες κινήσεις. Προθεσμίες που λήγουν και ανάσες που τελειώνουν —το fast food εδώ δεν είναι είδος φαγητού, αλλά τρόπος ζωής.
Και το μπάσκετ; —θα ρωτήσει κανείς.
Το μπάσκετ παραμένει. Τα γηπεδάκια γεμίζουν. Στη μία μπασκέτα κάτοικοι των εργατικών κατοικιών —παίζουν για να ξεχαστούν, παίζουν επειδή το απολαμβάνουν. Στην άλλη διάφοροι υπάλληλοι κι αφεντικά που δούλευαν κάπου τριγύρω και μόλις σχόλασαν τσαλάκωσαν τα πουκάμισα σε μια τσάντα κι ήρθαν εδώ —παίζουν κι αυτοί για να ξεχαστούν, παίζουν κι αυτοί επειδή το απολαμβάνουν. Μπλούζα δεν φοράει κανείς —πως να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος;
Δυο κόσμοι που μοιράζονται ένα γήπεδο, μια μπάλα, δυο μπασκέτες —δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω.
Μα μπορούν να παίξουν μαζί; Μπορούν να βρεθούν στην ίδια ομάδα;
Δεν προλαβαίνουμε ν’ απαντήσουμε: μια μπάλα κυλάει προς το μέρος μας. Βγάζουμε την μπλούζα και μπαίνουμε στο παιχνίδι.
Δεν ειναι περιεργο που το μπασκετ λειτουργει ως διεξοδος απο ενα αποπνικτικο κοσμο-και ο Ναισμιθ το εφηυρε ψαχνοντας διεξοδο απο τον αποπνικτικο χειμωνα της Νεας Αγγλιας.
LikeLike