Milwaukee Bucks: Ματιές στη Νέα Εποχή

Η φιλοσοφία του Budenholzer, ο Αντετοκούνμπο πριν το επόμενο επίπεδο, και οι διαφορετικές πτυχές του roster.

Στις αρχές του καλοκαιριού του 2017, λίγους μήνες αφού ο Γιάννης Αντετοκούνμπο υπέγραψε νέο συμβόλαιο τετραετούς διάρκειας για 100 εκατομμύρια δολάρια, οι αμερικανικές ιστοσελίδες ασχολήθηκαν αρκετά με συγκεκριμένες φήμες για το μέλλον του –ακόμα κι αν το καινούριο του συμβόλαιο έληγε το 2021, υπήρχαν ήδη ερωτήσεις για το κατά πόσο οι Bucks θα μπορούσαν να τον ικανοποιήσουν σε βάθος χρόνου.

Αφορμή για να ξεκινήσει η παραπάνω συζήτηση, και κατ’ επέκταση η φημολογία σχετικά με τις μελλοντικές προθέσεις του Αντετοκούνμπο, ήταν η παρουσία του Adrian Wojnarowski στο The Rusillo Show του ESPN Radio. O Wojnarowski ανέπτυξε τα επιχειρήματά του για τον προβληματικό (εκείνη την εποχή) οργανισμό του Milwaukee, ενώ στη συνέχεια συνέδεσε την κατάσταση με τις αποφάσεις που θα έπαιρνε ο παίκτης για το μέλλον του —ανεξάρτητα από το καινούριο του συμβόλαιο, ένας All-Star με το βεληνεκές του Αντετοκούνμπο βρίσκεται πάντα στο πλάνο των μεγάλων franchises που θα μπορούσαν να τον προσεγγίσουν, πόσο μάλλον όταν ανήκει σε έναν οργανισμό που απευθύνεται στην περιορισμένου ορίζοντα αγορά του Milwaukee. Το παράδειγμα που χρησιμοποίησε ο Woj ήταν αυτό του Gordon Hayward και της αποχώρησής του από τους Jazz: ακόμα κι αν το σύνολο της Utah χτίστηκε γύρω του, ακόμα κι αν τόσο ο οργανισμός όσο και η fanbase του έδειξαν με κάθε τρόπο την επιθυμία τους να συνεχίσει, ο Hayward αποφάσισε πως δεν θα συνέχιζε στο Salt Lake.

Τα επιχειρήματα του Wojnarowski είχαν στερεή βάση και περιέγραφαν ρεαλιστικά την λειτουργία της αγοράς όχι μόνο για τον Αντετοκούνμπο, αλλά για κάθε All-Star που ανήκε σε μικρότερο franchise, όμως η απάντηση ήρθε από τον ίδιο τον παίκτη. Σχεδόν αμέσως μετά την έναρξη της συζήτησης που δημιουργήθηκε από τα όσα είπε ο Woj, o Γιάννης ξεκαθάρισε την θέση του χρησιμοποιώντας έναν στίχο του Kendrick Lamar:

Όσο, όμως, κι αν το παραπάνω tweet μοιάζει με δικλείδα ασφαλείας σχετικά με το επίπεδο αφοσίωσης του Γιάννη στον οργανισμό του Milwaukee, κανείς δεν μπορεί να υποτιμά τις ζυμώσεις, τα χαρακτηριστικά, και τις προειδοποιήσεις μιας βιομηχανίας που λειτουργεί με γνώμονα το δίπολο νίκη-μέγιστο οικονομικό κέρδος. Από την στιγμή που ο ένας πόλος, η αγορά στην οποία απευθύνονται, έχει δεδομένο μέγεθος και δύσκολα μπορεί να μεταβληθεί δραστικά χωρίς η ομάδα να κερδίζει, οι Bucks όφειλαν να αναδιαμορφώσουν το αγωνιστικό τους πλάνο προκειμένου να φτάσουν στις νίκες όσο πιο γρήγορα γίνεται, χωρίς να χάνεται πολύτιμος χρόνος από το συμβόλαιο του Αντετοκούνμπο.

Από το χρονικό σημείο της απόλυσης του Jason Kidd μέχρι το τέλος της προηγούμενης σεζόν, οι Bucks επέλεξαν να διανύσουν ένα μεταβατικό διάστημα που θα τους έδινε την ευκαιρία και τα χρονικά περιθώρια ώστε να έχουν τις περισσότερες δυνατές διαθέσιμες επιλογές για την θέση του προπονητή, καθώς και το μέγιστο δυνατό χρονικό διάστημα για να αξιολογήσουν τους πιθανούς υποψηφίους. Το ζητούμενο ήταν σαφές:

Ποιος ήταν ο καταλληλότερος να υπηρετήσει μία win-now νοοτροπία;

Η απάντηση δόθηκε στις αρχές του καλοκαιριού, όταν οι Bucks ανακοίνωσαν την έναρξη της συνεργασίας τους με τον Mike Budenholzer, στην ουσία δηλώνοντας πως προτεραιότητα αποτελεί το άμεσο αποτέλεσμα. Για να αξιολογήσει κανείς την επιλογή, χρειάζεται πρώτα να εξετάσει το status του Milwaukee στην Ανατολή. Ο LeBron αποχώρησε βγάζοντας τους Cavs εκτός από το κάδρο των top ομάδων, οι Celtics είναι το απόλυτο φαβορί με Hayward και Irving να επιστρέφουν, οι Raptors, παρά τα διαχρονικά ελλείμματα της post-season, οπωσδήποτε στοχεύουν σε επανάληψη της περσινής regular season έχοντας προσθέσει έναν παίκτη που, πριν τραυματιστεί, ήταν στους 3 καλύτερους της Λίγκας, ενώ οι Sixers, αφού βίωσαν την πρώτη σεζόν συνύπαρξης Embiid-Simmons με ξεκάθαρα θετικό πρόσημο, βρίσκονται πλέον στο σημείο που η κλεψύδρα του The Process αδειάζει, με την διαδικασία εξέλιξης να ολοκληρώνεται και τις νικηφόρες σεζόν να μετατρέπονται σε απαίτηση και ανάγκη. Με μόλις τρεις εμφανώς ανώτερους αντιπάλους στην Ανατολή (κι ακόμα κι αν Celtics και Raptors είναι θεωρητικά αρκετά μπροστά, δεν ισχύει το ίδιο με τους Sixers), κάποιες ομάδες που δεν φοβίζουν μιας και κινούνται σε παρόμοιο επίπεδο με τους Bucks χωρίς έναν All-Star στο επίπεδο του Αντετοκούνμπο, και με τον Γιάννη να ξεκινά την σεζόν ως ο καλύτερος παίκτης της περιφέρειας (o Kawhi Leonard θα πρέπει να αποδείξει πως επιστρέφει στα ίδια επίπεδα μετά από έναν χρόνο απουσίας), οι Bucks έχουν τον χώρο για να κερδίσουν όσο πιο άμεσα γίνεται — κι αυτό ακριβώς εγγυάται ο Budenholzer.

Αν κανείς αναζητήσει το υπόβαθρο του νέου προπονητή των Bucks, τότε σχεδόν αμέσως θα συναντήσει το όνομα του Gregg Popovich. Ο Budenholzer ξεκίνησε την πορεία του το 1992, όταν προσλήφθηκε ως video coordinator στο Golden State με παρέμβαση του Popovich, ακολούθησε με τον ίδιο ρόλο τον μέντορά του στους Spurs το 1994, αναβαθμίστηκε σε assistant coach δύο χρόνια μετά, και συνέχισε στο Texas μέχρι το 2013, όταν και αποχώρησε προκειμένου να αναλάβει τους Atlanta Hawks —ακόμα κι αν ο ίδιος έχει δηλώσει πως η triangle offense έχει επηρεάσει αρκετά τις απόψεις του για την ροή της επίθεσης, κάθε πτυχή της φιλοσοφίας του Budenholzer αντικατοπτρίζει το ότι η προπονητική του υπόσταση αποτελεί παράγωγο του δέντρου που έσπειρε ο Gregg Popovich.

Τα άμεσα, λοιπόν, ερωτήματα μετά την οριστικοποίηση της συνεργασίας Budenholzer-Bucks είναι τα εξής:

Με βάση την θητεία του στους Hawks, τι είδους μπάσκετ αναμένεται από τον Budenholzer στο Milwaukee;

Ποιοι οι τομείς και τα επιμέρους στοιχεία που θα βοηθήσουν τον Αντετοκούνμπο να κάνει το επόμενο βήμα; Πώς θα τον βοηθήσει το υπόλοιπο roster; Πως συμβάλλουν οι κινήσεις της off-season προς την καλύτερη εκμετάλλευση του Γιάννη;

Για να απαντήσει κανείς στην πρώτη ερώτηση, χρειάζεται πρώτα να σταθεί στο μπάσκετ που έπαιξαν τα τελευταία χρόνια οι Hawks. Με τους Spurs του Popovich να αποτελούν την κυρίαρχη επιρροή, η Atlanta του Budenholzer εφάρμοσε μια επίθεση με read-and-react χαρακτήρα (δηλαδή με τους παίκτες να αποφασίζουν για την επόμενη επιλογή ανάλογα με το ποια ήταν τα δεδομένα της κάθε φάσης), συνεχή κίνηση της μπάλας (η μέγιστη διάρκεια που ένας παίκτης κρατούσε την μπάλα ήταν τα 2 δευτερόλεπτα), και διαρκή αναζήτηση για το καλύτερο σουτ ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να θυσιαστεί ένα σουτ που ήδη θεωρούνταν καλό.

Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2015 στο Sports Illustrated, o Jeff Teague, τότε point guard των Hawks, εξηγεί συνοπτικά την βάση του σκεπτικού με το οποίο επιτίθενται οι ομάδες του Budenholzer:

“Στην ουσία έχουμε δύο plays: το strong και το weak. Αυτό μας τοποθετεί στις αρχικές μας θέσεις, όμως, από εκείνο το σημείο και έπειτα, ο καθένας μας χρειάζεται να πάρει δευτερεύουσες αποφάσεις για το τι πρέπει να κάνει: ίσως ένα pick-n-roll ψηλά, ένα hand-off, ή μια πάσα στον σουτέρ που βγαίνει από τα screens. Παρατηρούμε την άμυνα και επιλέγουμε αυτό που νιώθουμε πως είναι το καλύτερο.”

Η περίπτωση του Teague αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως ένας παίκτης  μεταμορφώνεται καθώς αφομοιώνει την φιλοσοφία του νέου προπονητή των Bucks. Ενώ ο Teague ξεκίνησε το μπάσκετ με μία αμιγώς δημιουργική οπτική, η συνέχεια της καριέρας του τόσο στο κολέγιο όσο και στο NBA πριν συνεργαστεί με τον Budenholzer τον μετέτρεψε σε έναν point guard προσανατολισμένο στις καταστάσεις απομόνωσης και το άμεσο σκορ. Μετά όμως από την στροφή στο μπάσκετ που έπαιζε η Atlanta με βάση την φιλοσοφία του Budenholzer, ο οποίος πλησίασε τον Teague εξηγώντας του πως μπορεί να είναι αποδοτικός σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο, ο νυν point guard της Minnesota προσαρμόστηκε, ανέπτυξε τις δημιουργικές πτυχές του παιχνιδιού του, και αναγνώρισε πως η απόδοση ενός περιφερειακού δεν είναι εξαρτημένη μόνο από τους πόντους που σκοράρει (ένα άλλο παράδειγμα είναι η περίπτωση του DeMarre Carroll που εξελίχθηκε σε βασικό πόλο λειτουργίας των Hawks ενώ είχε έρθει από τους Jazz στους οποίους βρισκόταν εκτός rotation).

Παρατηρώντας το roster των Bucks, η περίπτωση που δείχνει πως διαθέτει το potential να εξελιχθεί με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που μεταμορφώθηκε ο χαρακτήρας στο παιχνίδι του Jeff Teague είναι αυτή του Eric Bledsoe —ένας point guard με σαφή ροπή στις καταστάσεις ένας-εναντίον-ενός, χωρίς ιδιαίτερο δημιουργικό τόνο, ο οποίος σχεδόν επιβάλλεται να προσθέσει περισσότερες διαστάσεις στο παιχνίδι προκειμένου να καταστεί λειτουργική η επίθεση του Milwaukee (αν και ο Teague, βάσει των όσων έχει δείξει στην μέχρι στιγμής πορεία του, θεωρείται πολύ πιο coachable περίπτωση εν συγκρίσει με τον Bledsoe).

Αν κάποιος αναζητά μία προοπτική σχετικά με το επίπεδο στο οποίο στοχεύουν οι Bucks, τότε οφείλει να κοιτάξει προς την διαδικασία μεταστροφής των Hawks τις σεζόν που ο Budenholzer ήταν προπονητής της Atlanta —ένα ατομοκεντρικό σύνολο που στηρίζονταν στο σκορ μέσω isolation μεταμορφώθηκε σε μια ομάδα που σημείωσε 60 νίκες φτάνοντας σε τελικούς περιφέρειας το 2015, πετυχαίνοντάς το με έναν εντελώς διαφορετικό μπασκετικό χαρακτήρα. Η συγκεκριμένη υπόθεση ενισχύεται αν κανείς δει ποιους συνεργάτες επέλεξε ο Budenholzer για να τον συνοδεύσουν στο Milwaukee: από τους 6 assistants που είχε μαζί του στην Atlanta, οι 5 θα τον ακολουθήσουν στους Bucks, ενώ μόνο ένας, ο Chris Jent, επέλεξε να συνεχίσει στους Hawks υπό τις οδηγίες του Lloyd Pierce, του καινούριου τους προπονητή.

Παρατηρώντας κανείς τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκαν οι Bucks στην off-season, συνειδητοποιεί κανείς πως στόχος ήταν η δημιουργία περισσότερων χώρων για το κάθετο παιχνίδι του Αντετοκούνμπο, αφαιρώντας το βάρος που δημιουργούσε το playstyle και το συμβόλαιο του Jabari Parker, και προσθέτοντας περιφερειακούς εκτελεστές που αναγκάζουν τον αντίπαλο να αμυνθεί σε περισσότερα τετραγωνικά. Αντιγράφουμε ένα απόσπασμα σχετικό με την αποχώρηση του Jabari από το κείμενο  “Γιάννης Αντετοκούνμπο: Αναζητώντας το Αύριο”, το οποίο δημοσιεύτηκε προς το τέλος της σεζόν 2016-17 , όταν κυριαρχούσε η συζήτηση σχετικά με το αν ο Γιάννης θα μπορούσε να λειτουργεί μονίμως ως point guard:

“Οι Bucks πρέπει να πάρουν την τελική τους απόφαση για να σταματήσει επιτέλους να αιωρείται η γενικότητα πως ο Αντετοκούνμπο μπορεί να ανταποκριθεί σε όλες τις θέσεις χωρίς καμιά να είναι ξεκάθαρα δική του.

Ο πρώτος δρόμος είναι το να χρησιμοποιήσουν ως πρότυπο τους Cavs του LeBron, κάτι που σημαίνει πως η ομάδα πρέπει να κινηθεί για έναν elite scoring guard επιλέγοντας μια στελέχωση που ενδεχομένως θα απαιτήσει την θυσία του Jabari Parker, αφήνοντας πλήρη ελευθερία για τον Γιάννη στους forwards.”

Τελικά, οι Bucks όντως έφτασαν στο σημείο να αποφασίσουν πως ο Jabari δεν είχε θέση στο roster από την στιγμή που τα χαρακτηριστικά του δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν με τον κυρίαρχο ρόλο του Αντετοκούνμπο, κι έτσι, εν όψει της προσεχούς σεζόν, δημιουργείται μία πρόκληση, ενώ παράλληλα ήδη υπάρχει ένα επιπλέον δεδομένο.

Ξεκινώντας από την πρώτη, χρειάζεται κανείς να σταθεί στον ρόλο του Khris Middleton –ο πρώην forward των Texas Aggies θα παίξει καίριο ρόλο ώστε οι Bucks να περάσουν στο επόμενο επίπεδο. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα behindthebuckpass.com, υπογραμμίζεται ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στοιχείο:

Ενώ οι παίκτες που θεωρούνται κορυφαίοι mid-range εκτελεστές σπάνια σουτάρουν από μέση απόσταση περισσότερο απ’ όσο σουτάρουν για τρεις, ο Khris Middleton αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Την προηγούμενη σεζόν, ο Middleton είχε το τέταρτο καλύτερο ποσοστό (49,3%) ανάμεσα στους παίκτες με πάνω από 200 προσπάθειες από μέση απόσταση (μπροστά του ήταν Ibaka, Irving, και Durant), ενώ την ίδια στιγμή ήταν πέμπτος σε αριθμό mid-range προσπαθειών (454). Στην ίδια σεζόν, ο Middleton σημείωσε 406 προσπάθειες για τρεις, 48 λιγότερες απ’ όσες φορές είχε επιχειρήσει να ευστοχήσει από μέση απόσταση. Ακόμα κι αν το ποσοστό του από το τρίποντο δεν ήταν εξαιρετικό (35,9% στην regular season), είναι σχεδόν απαγορευτικό για έναν παίκτη που διαθέτει το τρίποντο στην φαρέτρα των χαρακτηριστικών του να σουτάρει περισσότερο από μέση απόσταση, θυσιάζοντας ένα είδος σουτ που είναι αποδεδειγμένα πιο αποδοτικό (τρίποντο) για ένα είδος σουτ στο οποίο μπορεί να διαθέτει καλύτερο προσωπικό ποσοστό (mid-range), όμως αυτό το χαρακτηριστικό δεν κεφαλαιοποιείται σε βάθος χρόνου με μεγαλύτερη επιθετική συγκομιδή.

Μπορεί το παραπάνω περσινό χαρακτηριστικό και οι αριθμοί που το συνοδεύουν να μοιάζει ασήμαντο, όμως η κατανομή των σουτ του Middleton θα αποτελέσει θεμελιώδη παράγοντα για τους Bucks της επόμενης σεζόν. Η πρόκληση του Budenholzer είναι η εξής: πως το σύστημα θα δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να μειωθούν οι προσπάθειες του Middleton από μέση απόσταση, ενώ ταυτόχρονα θα μετατραπούν σε ευκαιρίες για σουτ τριών πόντων;

Το επιπλέον δεδομένο που υπάρχει είναι πως, χωρίς τον Jabari που ποτέ δεν εκδήλωσε ιδιαίτερη τάση για εκτέλεση σε catch-n-shoot καταστάσεις , οι Bucks προσέθεσαν Ilyasova και Lopez και επέλεξαν τον Donte DiVincenzo στο draft, διαθέτοντας πλέον περισσότερες επιλογές για περιφερειακή εκτέλεση καθώς και έναν back-up point guard που επίσης είναι αξιόπιστος από μακριά. Ενώ ο πρώτος είναι ένας διαχρονικά σταθερός περιφερειακός σουτέρ, με συνεχόμενες σεζόν που το ποσοστό του στο τρίποντο ξεπερνά το 40% και αρκετά συχνά προσεγγίζει το 45%, η περίπτωση του Brook Lopez είναι εντυπωσιακή. Μετά από 8 σεζόν σε New Jersey και Brooklyn Nets χωρίς το τρίποντο να αποτελεί παράγοντα στο παιχνίδι του (3 εύστοχα σε 31 προσπάθειες), ο Lopez ξαφνικά ξεκίνησε να σουτάρει από μακριά προσθέτοντας μια νέα διάσταση στον επιθετικό του χαρακτήρα.

Τις δύο τελευταίες σεζόν, ο Lopez επιχείρησε 387 και 324 προσπάθειες αντίστοιχα, ευστόχησε σε 134 (34,6%) και 112 (34,5%) από αυτές, ενώ, αν κάποιος σκεφτεί το ευρύτερο νόημα της προσθήκης του μακρινού σουτ στο ρεπερτόριό του, τότε συνειδητοποιεί πως αυτό για το οποίο προσπάθησε ο Lopez αρκετά αργότερα από τις ηλικίες στις οποίες ένας παίκτης καλλιεργεί τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά στο παιχνίδι του είναι το να εξελιχθεί συμβαδίζοντας με την κυρίαρχη πλέον τάση των ψηλών που κερδίζουν τα λεπτά συμμετοχής τους επειδή μπορούν να σουτάρουν αποτελεσματικά από την περιφέρεια.

Κι ενώ τόσο οι αποφάσεις στελέχωσης υποδεικνύουν πως ο νέος επιθετικός χαρακτήρας των Bucks θα έχει δεδομένες επιρροές από την θητεία του Budenholzer σε Spurs και Hawks, ένα ακόμα στοιχείο στο οποίο αναμένεται να βελτιωθούν είναι το αμυντικό τους επίπεδο. Η απαίτηση προκύπτει από το έργο του Budenholzer στην Atlanta: η άμυνα της ομάδας βρέθηκε τρεις διαφορετικές σεζόν στο top-6, δεχόταν μόλις 97,1 πόντους ανά μέσο όρο το 2015, ενώ ακόμα και κατά την διάρκεια της σεζόν που μόλις ολοκληρώθηκε, με το τελικό τους ρεκόρ να είναι 24-58, οι Hawks ηττήθηκαν 21 φορές με λιγότερους από 10 πόντους και μόλις 7 φορές με περισσότερους από 20. Και η πρώτη ύλη για μία ακόμα στιβαρή αμυντική δουλειά βρίσκεται ξανά στα χέρια του Budenholzer: με την προσθήκη του Lopez σε μία θέση που αποτέλεσε μαύρη τρύπα πέρσι, με τον Thon Maker να έχει πετύχει τις πιο εντυπωσιακές αμυντικές του εμφανίσεις στην post-season που ολοκληρώθηκε πριν μερικούς μήνες, περνώντας πλέον στο στάδιο που απαιτείται να σταθεροποιήσει την απόδοσή του με στόχο τα ουσιαστικά λεπτά στο rotation, αλλά και με την αθλητικότητα του Αντετοκούνμπο να ανεβάζει κατακόρυφα την αμυντική ένταση που είναι ικανοί να παρουσιάσουν οι Bucks.

Για τους Bucks, το να προσεγγίσουν τις ομάδες που θεωρητικά προηγούνται στην Ανατολή είναι μια διαδικασία άμεσα συνδεδεμένη με την αλλαγή αμυντικού χαρακτήρα. Ένας από τους βασικούς λόγους της απόλυσης του Jason Kidd ήταν πως η ομάδα ποτέ δεν πλησίασε το αμυντικό της potential: μετά την σεζόν 2014-15, οι Bucks ήταν σταθερά κάτω από τον μέσο όρο στον δείκτη defensive rating, πέρσι, μέχρι τα μισά της σεζόν, ξεπερνούσαν μόνο πέντε ομάδες στον ίδιο δείκτη (Hawks, Cavs, Magic, Kings, Suns), κι όλα αυτά ενώ ο Kidd είχε προσπαθήσει να δομήσει ένα aggressive αμυντικά σύνολο με πολύ blitzing στην αντιμετώπιση του pick-n-roll και διαρκή double-teams, στηριγμένο στο wingspan των παικτών του roster —ιδιαίτερα πέρσι, η υπερβολική χρήση τέτοιων αμυντικών επιλογών που δεν κατέληγαν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα ενώ παράλληλα δημιουργούσαν πολλές ευκαιρίες για εύκολα lay-ups και ελεύθερα τρίποντα των αντιπάλων (ειδικά από τις γωνίες) ήταν ένα στοιχείο που ποτέ δεν κατάφεραν να διορθώσουν.

Όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις, κάθε προσθήκη στο roster και η αγωνιστική κατεύθυνση που θα επιχειρήσει να χαράξει ο Budenholzer, είναι στοιχεία που λειτουργούν έτσι ώστε ο Αντετοκούνμπο να ανέβει επίπεδο, βρίσκοντας τον χώρο και τις προϋποθέσεις που θα του επιτρέψουν να παρουσιάσει το πλήρες potential των δυνατοτήτων του. Ο Γιάννης, ήδη από πέρσι, βρίσκεται στο επίπεδο του κυριαρχικού All-Star, του παίκτη για τον οποίο δρα το υπόλοιπο σύνολο, σ’ έναν ρόλο αντίστοιχο με αυτόν που διατηρούσε ο LeBron στους Cavs.

Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η μοναδική σκιά, ή καλύτερα, το μεγαλύτερο ερωτηματικό που δεν έχει απαντηθεί στην μέχρι στιγμής καριέρα του καινούριου προπονητή των Bucks. Ο Budenholzer δεν έχει προπονήσει ποτέ έναν παίκτη με status παρόμοιο με αυτό που διατηρεί ο Γιάννης στο NBA. Οι Hawks ήταν ένα σύνολο που του ανήκε απόλυτα, με όλους τους παίκτες να υποτάσσονται και ταυτόχρονα να αναδεικνύονται από το σύστημα, ενώ, ακόμα και στους Spurs, δούλεψε σε ένα περιβάλλον που μπορεί να διέθετε παίκτες με το μέγεθος του Duncan, του Parker, ή του Ginobili, όμως διαχρονικό δόγμα ήταν πως κανείς δεν ήταν μεγαλύτερος από την ομάδα —κι ο coachable χαρακτήρας του Αντετοκούνμπο, χωρίς να εξασφαλίζει στο απόλυτο την επιτυχία του πειράματος, αποτελεί την ιδανική αφετηρία προς αυτήν την κατεύθυνση.

Budenholzer και Αντετοκούνμπο πλέον στέκονται δίπλα-δίπλα, κοιτάζοντας προς την ίδια κατεύθυνση κι αντικρίζοντας το ίδιο εμπόδιο: ο πρώτος από προπονητής-δάσκαλος θέλει να περάσει στο επίπεδο του προπονητή-νικητή, κι ο δεύτερος θέλει να μεταγγίσει το καθολικά αναγνωρισμένο του status σε ολόκληρη την ομάδα —ο στόχος είναι κοινός, και το μονοπάτι περνάει από τον σκληρό κόσμο των playoffs.

 

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑