Ο Pitino στο κολεγιακό μπάσκετ, το NCAA και η σχέση κυριαρχίας με τους “student-athletes”.
*Πρώτη δημοσίευση στο τεύχος 32 του περιοδικού HUMBA!.
Που οδηγεί ο δρόμος του Rick Pitino; Ξέρουμε τον προορισμό; Κι αν όχι, ξέρουμε τουλάχιστον τη διαδρομή;
Οι δημοσιογραφικές αφηγήσεις που ακολούθησαν την απόλυσή του τον θέλουν ένα ακόμη παράδειγμα αποκαθήλωσης και ατίμωσης, έχοντας τον άχαρο ρόλου αυτού που βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Ο Rick Pitino, διαφορετικά, ως σκιάχτρο κι ως καρικατούρα, να μας προσφέρει το ηδονιστικό θέαμα της ίδιας του της πτώσης —κι εμείς να το παρακολουθούμε με την ίδια πορνογραφική περιέργεια που βιώσαμε την άνοδο και καθιέρωσή του.
Όσο, ωστόσο, η μορφή του Pitino δείχνει να γίνεται η μορφή ενός ολόκληρου σκανδάλου, τόσο μεγαλύτερη καθίσταται η ανάγκη να δούμε τι υπάρχει δίπλα και πέρα από αυτόν. Στο πρώτο μέρος του παρακάτω κειμένου συνοψίζεται η βιογραφική του πορεία, ενώ στο δεύτερο επιχειρούμε να εξετάσουμε το ευρύτερο σύστημα εντός του οποίου ανήκει.
Από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Louisville
Τα κολεγιακά παρκέ και τα γραφεία δίπλα στα αποδυτήρια. Το πρώτο σκάνδαλο στη Χαβάη, προς τα τέλη της δεκαετίας του 70’. Η μέτρια πορεία στη Νέα Υόρκη. Τα πάρτι. Το Kentucky που έγινε η δική του αυτοκρατορία. Η αποτυχία όταν αποφάσισε πως θα αναγεννήσει τους Κέλτες. Τα πολύ μεγαλύτερα πάρτι και τα πούρα μετά τα πάρτι. Ο οικονομικός κολοσσός των Louisville Cardinals. Και, τέλος, τα σκάνδαλα που τον γκρέμισαν και τα διαρκή όχι απέναντι σε κάθε κατηγορία.
Πόση είναι η απόσταση που χωρίζει κορυφές και υπόγεια; Πριν κανείς ορίσει την μονάδα μέτρησης, πρέπει πρώτα να μάθει την ιστορία του Rick Pitino.
Όλα ξεκίνησαν στη Νέα Υόρκη. Ο Pitino μεγάλωσε στο Bayville και έπαιξε μπάσκετ στο St. Dominic High School του Long Island. Μπορεί κάποιος να μην γνώριζε την καταγωγή του, όμως μπορούσε εύκολα να την καταλάβει παρατηρώντας συμπεριφορές και εκφράσεις, ή αναγνωρίζοντας στοιχεία της προσωπικότητάς του. Χαρακτηριστική νεοϋορκέζικη προφορά, αεικίνητος και αλαζόνας, ένας άνθρωπος με αστείρευτη ενέργεια —σαν άλλος Tommy DeVito όπως τον ενσάρκωσε ο Joe Pesci στο Goodfellas, ενώ δεν είναι διόλου τυχαίο πως το “I’m just breaking your balls” είναι μια από τις διαχρονικά αγαπημένες του φράσεις.
Επειδή οι περισσότεροι επικεντρώνονται στα πρόσφατα σκάνδαλα διαφθοράς, αναζητώντας την θέση του Pitino σ’ έναν ιστό χρηματικών αμοιβών, πληροφοριών, και νεαρών αθλητών που αναζητούν το καλύτερο για τη συνέχεια της καριέρας τους, αυτό που φαίνεται να ανήκει σε ένα μακρινό παρελθόν είναι το προπονητικό του στίγμα.
Ο Pitino ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε επισταμένα με την γεωμετρία του σύγχρονου μπάσκετ. Ακόμα κι αν ήταν κάτι στο οποίο δεν προσκολλήθηκε σε ολόκληρη την διάρκεια της καριέρας του, ο Pitino κατανόησε νωρίς την σημασία της εκμετάλλευσης του χώρου στο μισό γήπεδο, χρησιμοποιώντας αρκετούς σουτέρ προκειμένου να μεγιστοποιήσει τις αποστάσεις. Αυτή η οπτική τον βοήθησε όταν το NCAA υιοθέτησε την γραμμή του τριπόντου, το 1987. Στις αρχές της δεκαετίας του 90’, όταν ο Pitino ήταν προπονητής στους Kentucky Wildcats, οι ομάδες του ήταν γνωστές με το προσωνύμιο “Pitino’s Bombinos”, ακριβώς επειδή ένα μεγάλο ποσοστό της επιθετικής συγκομιδής τους προερχόταν από σουτ τριών πόντων.
Το στοιχείο που προσδίδει περισσότερη αξία στη δουλειά του Pitino την εποχή των Bombinos είναι πως η επιτυχία προέκυψε ως παράγωγο μιας συνθήκης που συνάντησε όταν τον προσέλαβε το Kentucky. Πριν αναλάβει, το μπασκετικό πρόγραμμα βρισκόταν υπό επιτήρηση για μία υπόθεση χρηματισμού παικτών. Οι καλύτεροι μπασκετμπολίστες είχαν φύγει από την ομάδα, κι έτσι ξεκίνησε να δουλεύει με ένα roster οκτώ παικτών χωρίς ιδιαίτερες περγαμηνές. Ο Pitino κινήθηκε προς μια κατεύθυνση η οποία συνέδεσε την αποτελεσματικότητα του όλου project με την ευστοχία στο μακρινό σουτ, φτιάχνοντας με τον τρόπο αυτό μία από τις πιο θεαματικές εκδοχές των Wildcats.
Εκείνη την εποχή, ο Pitino εφάρμοσε για πρώτη φορά (χαρακτηριστικό που διατήρησε και στη συνέχεια της καριέρας του) την αμυντική τακτική της πίεσης σε ολόκληρο το γήπεδο. Τρίποντα, υψηλός ρυθμός, άμυνα που δεν άφηνε τον αντίπαλο να πάρει ανάσα —μια μηχανή παραγωγής θεάματος, ένα είδος προοικονομίας μιας επόμενης εποχής. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος:
“Το Kentucky ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του κολεγιακού μπάσκετ.”
Μετά το Kentucky, το 1997, ο Pitino ανέλαβε τους Boston Celtics έχοντας ως στόχο την αναγέννηση του οργανισμού, κάτι που τελικά δεν κατάφερε αποχωρώντας τον Ιανουάριο του 2001 (εκτός από την θέση του head coach, του είχε ανατεθεί και ο ρόλος του προέδρου). Δύο μήνες μετά, επέστρεψε στο κολεγιακό μπάσκετ αναλαμβάνοντας τους Louisville Cardinals στους οποίους έμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017 —μια καινούρια τότε αρχή που τελικά προσδιόριζε την έναρξη του τελευταίου -πιθανότατα- προπονητικού του κύκλου.
Ο Pitino αποτέλεσε προσωπική επιλογή του Tom Jurich, του αθλητικού διευθυντή του Louisville, ο οποίος είχε αναδιαμορφώσει όλο το πλέγμα λειτουργίας γύρω από τις αθλητικές δραστηριότητες του πανεπιστημίου (ο Pitino είχε δηλώσει πως δέχτηκε την πρόταση των Cardinals επειδή ντρεπόταν να τηλεφωνήσει στον Jurich λέγοντάς του πως αρνείται). Ο τρόπος με τον οποίο ο Pitino διαχειρίστηκε κάθε πτυχή του μπασκετικού προγράμματος δεν είχε συνέπειες αμιγώς αγωνιστικές, αλλά συνέβαλε στο να δημιουργηθεί ένας οικονομικός κολοσσός.
Για να γίνουν κατανοητά τα μεγέθη, αρκεί ο αριθμός των κερδών από τις δραστηριότητες της ομάδας μπάσκετ. Τα τρία τελευταία χρόνια της παρουσίας του Pitino στο Louisville, τα ετήσια κέρδη του προγράμματος ήταν περίπου 30 εκατομμύρια δολάρια, πολύ περισσότερα από όσα κέρδιζε οποιοδήποτε άλλο κολεγιακό πρόγραμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ετήσιος μισθός του Pitino ήταν 7,8 εκατομμύρια δολάρια (αρκετά μεγαλύτερος από τους περισσότερους μισθούς των προπονητών του NBA), το χαμηλού επιπέδου campus ανακαινίστηκε, ενώ δημιουργήθηκαν χώροι με εστιατόρια και άλλες εμπορικές δραστηριότητες —έχοντας όλα ως επίκεντρο το γήπεδο των Cardinals, το οποίο εύκολα συγκρίνεται με τα καλύτερα του NBA.
Το τέλος της συνεργασίας Louisville-Pitino σηματοδοτήθηκε από την έκδοση εντάλματος σύλληψης για το αδίκημα της απάτης και της διαφθοράς εναντίον τεσσάρων προπονητών οι οποίοι εργάζονταν ως assistants σε μερικά από τα καλύτερα κολεγιακά προγράμματα μπάσκετ των Ηνωμένων Πολιτειών, με το FBI να προχωρά σε συλλήψεις (24 ώρες μετά την ανακοίνωση του FBI, ο Pitino είχε ουσιαστικά απολυθεί). Οι προπονητές λάμβαναν χρήματα από managers και οικονομικούς συμβούλους, πείθοντας στη συνέχεια τους αθλητές πως η επιτυχία της καριέρας τους ήταν άμεσα συνδεδεμένη με το να ακολουθήσουν τις συμβουλές των δεύτερων.
Ένα δεύτερο σκέλος των κατηγοριών αφορούσε στην άμεση σύνδεση των managers με την Adidas. Η εταιρεία παρείχε χρηματικά ποσά στους αθλητές και τις οικογένειές τους, δεσμεύοντάς τους να συνεχίσουν σε κάποιο από τα κολέγια με τα οποία συνεργαζόταν. Το Louisville ήταν στη λίστα των κολεγίων που είχαν άμεση συνεργασία με την Adidas, ενώ αναφερόταν στην δικογραφία ως University-6. Όπως αποκαλύφθηκε, μέλος του τεχνικού επιτελείου των Cardinals ήρθε σε άμεση επαφή με τον James Gatto, υψηλόβαθμο στέλεχος της Adidas, έτσι ώστε η εταιρεία να διοχετεύσει εκατό χιλιάδες δολάρια σε παίκτη, με αντάλλαγμα την δέσμευσή του να παίξει στο Louisville (μετά από έλεγχο που ακολούθησε στα οικονομικά του πανεπιστημίου, αφού απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες, το αποτέλεσμα που προέκυψε ήταν ένα χαώδες σύμπλεγμα από μυστικές πληρωμές, κρυφές επενδύσεις, και αλλοιωμένα μισθολόγια).
Υπάρχει εδώ ένα προφανές, πρώτο επίπεδο ερωτήσεων:
Ήταν ο Pitino γνώστης της κατάστασης; Αν ναι, σε τι βαθμό; Αν όχι, γιατί το Louisville τερμάτισε άμεσα την συνεργασία μαζί του;
Ο Pitino αρνήθηκε κάθε κατηγορία. Ένα μέρος της επιχειρηματολογίας του υπέρ της αθωότητάς του στηρίζεται στο ότι υπάρχουν αρκετοί που επιβεβαιώνουν πως ήταν διαχρονικά γνωστός για τον σεβασμό του απέναντι στους κανονισμούς και πως τόνιζε συχνά την σημασία της τήρησής τους. Αν κάποιος συνεργάτης του δεν συμμορφωνόταν, φοβούμενος την αυστηρή του αντίδραση, τότε θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τρόπους που θα απέκλειαν την πρόσβαση του Pitino σε πληροφορίες για μη έννομες δραστηριότητες –κι αυτό δικαιολογεί γεγονότα στα οποία οι υφιστάμενοί του έδρασαν υπόγεια ενώ αυτός ήταν ο υπεύθυνος του μπασκετικού προγράμματος.
Ένα ακόμα επιχείρημα υπεράσπισης είναι οι ελάχιστοι παίκτες του που βρέθηκαν στην πρώτη δεκάδα των draft. Οι Cardinals ήταν μία από τις καλύτερες ομάδες μεταξύ 2005 και 2014, συμμετείχαν σε τρία Final Four, και έφτασαν δύο φορές μέχρι τους οκτώ. Στο ίδιο διάστημα, μόλις τρεις παίκτες επιλέχθηκαν στον πρώτο γύρο του draft, με υψηλότερο όλων το νούμερο 11 του Terrence Williams το 2009. Πως κάποιος κατηγορείται για παράνομη προσέγγιση των καλύτερων παικτών όταν ελάχιστοι από όσους προπονεί επιλέγονται ανάμεσα στους καλύτερους; Ακόμα κι αν υπήρχαν τέτοια περιστατικά, γιατί δεν κατηγορήθηκαν προπονητές που παρέχουν παίκτες σε ετήσια βάση και σε υψηλές θέσεις στον πρώτο γύρο του draft;
Από την άλλη πλευρά, πως μπορεί κάποιος να εμπιστευτεί τον Pitino, όταν το όνομά του έχει εμπλακεί σε διαφορετικά είδη σκανδάλων, κι ενώ αυτός ακολουθεί την πάγια τακτική της άρνησης απέναντι σε οτιδήποτε του προσάπτουν;
Ήταν το 1977, όταν ξεκινούσε την πορεία του στους πάγκους κατέχοντας την θέση του assistant στο πανεπιστήμιο της Χαβάης, που το όνομά του αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε υπόθεση παραβίασης κανονισμών. Δωρεάν πτήσεις από Χονολουλού σε Νέα Υόρκη για τους παίκτες, μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, κουπόνια για δωρεάν φαγητό στα McDonald’s, και το πανεπιστήμιο υπό επιτήρηση από το NCAA. Χρόνια αργότερα, ο Pitino δήλωνε πως δεν έκανε κανένα λάθος και πως δεν τον ενδιέφερε οτιδήποτε λεγόταν από τρίτους για την υπόθεση.
(Το 2009, η Karen Sypher, σύζυγος του υπεύθυνου εξοπλισμού στο Louisville, εκβιάζει τον Pitino ζητώντας οικονομικά ανταλλάγματα για έκτρωση που έκανε το 2003, και το Δικαστήριο του Kentucky της απαγγέλλει κατηγορίες για εκβιασμό και ψευδορκία σε ομοσπονδιακούς πράκτορες καταδικάζοντάς την σε κάθειρξη 26 ετών)
Το 2015 ήταν η χρονιά που αποκαλύφθηκε το strippergate. Με βάση τα ρεπορτάζ, μεταξύ 2010 και 2014, ο Andre McGee, assistant του Pitino στο Louisville, οργάνωνε πάρτι με στρίπερς στον κοιτώνα που διέμεναν οι παίκτες της ομάδας μπάσκετ, με την συμμετοχή τόσο των παικτών, όσο και των νεαρών που ήταν υποψήφιοι recruits για την ομάδα. Ο Pitino αρνήθηκε κάθε σχέση με τα γεγονότα, όμως το NCAA τιμώρησε τόσο τον ίδιο όσο και την ομάδα. Η κατάκτηση του τίτλου το 2013 θεωρήθηκε άκυρη, το ίδιο και η συμμετοχή στο Final Four του 2012, ενώ ο Pitino δεν είχε δικαίωμα να βρίσκεται στον πάγκο για κάποια παιχνίδια της σεζόν 2017-18.
Εκεί που τελειώνει η βιογραφική εξέταση των πεπραγμένων του Rick Pitino ξεκινά η ένταξή τους εντός του πλαισίου όπου αυτά συνέβησαν. Από το πρώτο επίπεδο περνάμε στο δεύτερο. Τι περιλαμβάνει αυτό; Ένα ολόκληρο σύστημα, αυτό του NCAA, κι όλα όσα το συναποτελούν, το προστατεύουν, το ορίζουν —ένα μέρος των οποίων θα επιχειρήσουμε συνοπτικά να εξετάσουμε παρακάτω.
Δυο Μύθοι και μια Ψευδαίσθηση
Όταν ο Sonny Vaccaro, ιστορικό στέλεχος της Nike (για λογαριασμό της οποίας υπέγραψε κάποτε τον Michael Jordan) κι άλλων αθλητικών εταιρειών, βρέθηκε μπροστά σε μια επιτροπή του NCAA, δέχτηκε την εξής ερώτηση:
“Γιατί θα πρέπει ένα πανεπιστήμιο να είναι διαφημιστικό μέσο για τη βιομηχανία σας;”
Η απάντησή του Vaccaro αποτελεί μια μορφή υπενθύμισης για το τοπίο στο οποίο εισέρχεται κανείς όταν θέλει να καταλάβει τον κολεγιακό αθλητισμό στην Αμερική:
“Δεν θα έπρεπε, κύριε. Πουλήσατε τη ψυχή σας, και θα συνεχίσετε να την πουλάτε. Μπορείτε να προσποιήστε τον ηθικό κάνοντάς μου αυτήν την ερώτηση, αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας σε αυτό το δωμάτιο [το οποίο ήταν γεμάτο με προέδρους πανεπιστημίων και τους επικεφαλείς των αθλητικών τους τμημάτων] που θα αρνιόταν ποτέ τα λεφτά μας. Εσείς θα τα πάρετε. Εγώ μπορώ μόνο να τα προσφέρω.”
Η ερώτηση αφορούσε τη σχέση μεταξύ πανεπιστημίων και εταιρειών αθλητικών ειδών, αλλά η απάντηση του Vaccaro ουσιαστικά δείχνει τον ευρύτερο τρόπο με τον οποίο το NCAA αποδέχεται (ή, καλύτερα, προωθεί) την εμπορευματοποίηση του αθλήματος, ενώ ταυτόχρονα προσποιείται πως αποτελεί τάχα την ηθική οντότητα που προστατεύει το άθλημα ακριβώς από αυτήν τη συνθήκη. Η απάντηση του Vaccaro, με άλλο λόγια, δεν δείχνει απλά τη σχέση του NCAA με τα χρήματα των συγκεκριμένων εταιρειών, αλλά τη σχέση του οργανισμού με το χρήμα γενικά. Η συγκεκριμένη συζήτηση είναι εδώ υπαρξιακής σημασίας: η υποκριτική άρνηση αυτής της πραγματικότητας από το ίδιο το NCAA, ολοφάνερη στο θράσος που γέννησε την παραπάνω ερώτηση, είναι ένα από τα θεμέλια χαρακτηριστικά του, ο πρώτος από τους δύο μύθους πάνω στους οποίος έχει οικοδομηθεί —ο μύθος, δηλαδή, που το θέλει προστάτιδα δύναμη του ερασιτεχνικού χαρακτήρα του κολεγιακού αθλητισμού.
Η λογική, η οποία χρησιμοποιείται εξίσου σε δικαστικές αίθουσες ως νομικό επιχείρημα και σε PR εκστρατείες ως διαχρονικό σλόγκαν, είναι η εξής: όλη η έλξη του κολεγιακού αθλητισμού, υποστηρίζουν οι αρμόδιοι φορείς του, εντοπίζεται στον ερασιτεχνικό του πυρήνα, δηλαδή την άρνησή του να πληρώσει τους αθλητές του, οι οποίοι, ακριβώς επειδή δεν πληρώνονται, υποθετικά πρεσβεύουν ένα ανώτερο ιδανικό. Αν αυτό χαθεί, επιμένει η συγκεκριμένη πλευρά, θα αλλοιωθεί κάτι από τη μοναδική του ουσία, κι ο κόσμος θα γυρίσει την πλάτη στον κολεγιακό αθλητισμό. Είναι εδώ προφανές πως ο πυρήνας του τελευταίου δεν εδράζεται στον υποτιθέμενο ερασιτεχνισμό του, αλλά τη δύναμη της τοπικότητας και τους συναισθηματικούς και άλλους δεσμούς που γεννά σ’ ένα κοινό η φοίτηση σ’ ένα πανεπιστήμιο, στοιχεία που σε κάθε περίπτωση, είτε οι αθλητές πληρώνονται είτε όχι, παραμένουν αναλλοίωτα.
Αυτή η συζήτηση, ωστόσο, παραμένει στην καλύτερη δευτερεύουσα και στη χειρότερη παραπλανητική. Η πραγματική ερώτηση είναι άλλη: που εδράζεται ακριβώς η έννοια του ερασιτεχνισμού; Για ποιον ερασιτεχνισμό μιλάμε όταν γύρω από τον κολεγιακό αθλητισμό έχει στηθεί ολόκληρη βιομηχανία; Προπονητές και στελέχη αθλητικών τμημάτων εισπράττουν εκατομμύρια. Τηλεοπτικά συμβόλαια αγγίζουν τα αντίστοιχα του ΝΒΑ. Εξαντλητικό marketing εντός κι εκτός πανεπιστημιακών χώρων. Εντυπωσιακές εγκαταστάσεις μονίμως υπό καθεστώς ανακαίνισης ή εξάπλωσης. Έσοδα από αθλητικές δραστηριότητες ικανά να μεταμορφώσουν ολόκληρα campus. Περιφερειακές οικονομίες (από δημοσιογραφικά συγκροτήματα μέχρι αλυσίδες εστίασης) και παρα-οικονομίες (παράνομο στοίχημα, διάφορων ειδών χρηματισμοί κι άλλες ανάλογες δραστηριότητες) συντηρούνται, αν δεν αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς, από το ίδιο σύστημα. Και τι εισπράττουν για όλη αυτήν την υπεραξία που παράγουν οι εργάτες αυτής της βιομηχανίας, οι ενήλικοι δηλαδή αθλητές που συμπληρώνουν τα ρόστερ των ομάδων τους; Όχι απλά δεν εισπράττουν τίποτε απολύτως από τα κέρδη των πανεπιστημίων τους, αλλά τους απαγορεύεται ρητά να έχουν οποιοδήποτε είδος οικονομικής δραστηριότητας ή συναλλαγής στη βάση της αθλητικής τους υπόστασης (από το να δεχθούν χρήματα από κάποιον τρίτο, αθλητική εταιρία ή ατζέντη, μέχρι το να πουλήσουν ένα αυτόγραφό τους).
Υπάρχει εδώ χωρίς καμιά αμφιβολία μια σχέση κυριαρχίας και ακραίας εκμετάλλευσης, αλλά, επειδή οι λέξεις είναι φορτισμένες με ποικίλα πολιτικά -και μη- νοήματα, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις διατυπώσεις μας. Ο Taylor Branch, Αμερικανός ιστορικός με σημαντική αρθρογραφία για τα προβλήματα του κολεγιακού αθλητισμού, έχει γράψει χαρακτηριστικά:
“Αναλογίες με τη δουλεία πρέπει να χρησιμοποιούνται προσεκτικά. Οι αθλητές των κολεγίων δεν είναι σκλάβοι. Όταν, ωστόσο, κανείς εποπτεύει όλη τη σκηνή —βλέποντας εταιρείες και πανεπιστήμια να πλουτίζουν στην πλάτη νεαρών αθλητών που εργάζονται αμισθί, αφού το στάτους που έχουν ως “student-athletes” δεν τους επιτρέπει να απολαύσουν συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα— δεν μπορεί παρά να διακρίνει μια χαρακτηριστική, δυσώδη μυρωδιά. Ίσως μια πιο επιτυχημένη μεταφορά να είναι αυτή της αποικιοκρατίας: ο κολεγιακός αθλητισμός, με τον τρόπο που ελέγχεται από το NCAA, είναι ένα σύστημα το οποίο επιβάλλουν καλοκάγαθοι πατερναλιστές, προσφέροντάς μας την εκλογίκευσή του στα σεβάσμια αισθήματα που τρέφουν για τους αποικιοκρατούμενους. Αλλά είναι, σε κάθε περίπτωση, ένα άδικο σύστημα. Το NCAA, με τον αγωνιώδη τρόπο που υπερασπίζεται κίβδηλες αξίες, ενίοτε καταστρέφει τα όνειρα αθώων αθλητών.”
Η απάντηση του NCAA σε όλα τα παραπάνω, και ταυτόχρονα ο δεύτερος θεμέλιος μύθος του, είναι η φράση που αναφέρει ο Taylor στη μέση περίπου του αποσπάσματος: ο μύθος του student-athlete. Ο όρος υπαινίσσεται πως οι αθλητές βρίσκονται στα κολέγια εξίσου για να παίξουν το εκάστοτε άθλημά όσο και για να μορφωθούν. Δεν πρόκειται για τίποτε άλλο, υποστηρίζει το NCAA, παρά για μια διμερή συμφωνία με αμοιβαία οφέλη και για τις δύο πλευρές. Ο αθλητής βοηθάει κάποια από τις ομάδες του πανεπιστημίου. Και το πανεπιστήμιο μορφώνει τον αθλητή (τον οποίο ουσιαστικά δεν αναγνωρίζει ποτέ ως τέτοιο) παρέχοντάς του μια τετραετή υποτροφία. Το πρόβλημα δεν είναι απλά ότι μια μέση υποτροφία είναι γύρω στα 23.000$ ενώ το κέρδος που προσφέρει ο μέσος αθλητής στο πανεπιστήμιό του 290.000$, αλλά το ότι η λογικοφανής ισορροπία που υπαινίσσεται το όλο σχήμα απλώς δεν υπάρχει.
Ο κάθε παίκτης ουσιαστικά είναι αποκομμένος από το υπόλοιπο πανεπιστήμιο, τόσο κοινωνικά όσο -κι αυτό είναι το σημαντικό εδώ- και ακαδημαϊκά. Οι αθλητές αφιερώνουν 40 με 50 ώρες κάθε εβδομάδα με κάποιο τρόπο στο άθλημά τους, ώρες στις οποίες προστίθενται τα πολλά ταξίδια και οι διαρκείς υποχρεώσεις marketing που έχουν για λογαριασμό των ιδρυμάτων τους (υποχρεώσεις από τις οποίες οι αθλητές δεν παίρνουν κανένα ποσοστό). Τα πτυχία που πιέζονται να επιλέξουν είναι προσαρμοσμένα ώστε να παρέχουν το πλαίσιο το οποίο διασφαλίζει πως ο αθλητής δεν θα αποτύχει ακαδημαϊκά (για να μην απειληθεί το δικαίωμα αθλητικής συμμετοχής του). Ακόμα κι αν κάποιος αποτύχει, συχνά καθηγητές πιέζονται να παρέχουν το απαραίτητο μίνιμουμ. Οι τετραετείς υποτροφίες, επιπλέον, παραμένουν απολύτως εναρμονισμένες με το τετραετές δικαίωμα αθλητικής συμμετοχής, χωρίς να αναγνωρίζουν πως η ιδιότητα του full-time αθλητή έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τις εκάστοτε προϋποθέσεις ακαδημαϊκής επάρκειας. Η έκφραση student-athlete, όπως και ο αδελφός μύθους του ερασιτεχνισμού, δεν αντέχει σε καμία κριτική γιατί δεν έχει κανένα περιεχόμενο —είναι απλώς ένας ευφημισμός, μια εφεύρεση ενός τεχνικού όρου, μια ευφάνταστη περιγραφή που αποσκοπεί στη διαφύλαξη συγκεκριμένων προνομίων.
Μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε στην πρόσφατη έρευνα του FBI και να τη δούμε λίγο πιο καθαρά, απαλλαγμένη μερικώς από τις νομικές και ηθικές της προφάσεις. Μπορούμε, με άλλα λόγια, να αφήσουμε πίσω μας τις πολιτικές και άλλες αιτίες που την κατέστησαν δυνατή σε πρώτη φάση και να επικεντρωθούμε στα απτά πολιτικά της αποτελέσματα. Ποιο είναι το βασικότερο απ’ αυτά;
Η έρευνα του FBI έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά κυβερνητικών πρωτοβουλιών και δικαστικών αποφάσεων που ανυψώνουν το NCAA από μια οργανωτική αρχή άνευ πραγματικής ποινικής δικαιοδοσίας σε de facto και de jure εποπτικό όργανο του κολεγιακού αθλητισμού —όργανο με τέτοια δύναμη και ισχύ που η παράβαση των κανόνων του δεν οδηγεί απλά σε κάποιο είδος εσωτερικής τιμωρίας (για παράδειγμα αποκλεισμό ενός παίκτη από έναν ορισμένο αριθμό αγώνων), αλλά συνεπάγεται τη μεταφορά της υπόθεσης στις δικαστικές αίθουσες. Με τον τρόπο αυτό, είναι εύκολο κανείς να παρατηρήσει πως η κυβερνητική και δικαστική εξουσία θεμελιώνουν το υπάρχον σύστημα, αποδεχόμενες τη ρητορική του NCAA και επιτρέποντάς του να διατηρεί στο ακέραιο τη σημερινή σχέση εκμετάλλευσης που διατηρεί με τους αθλητές του.
Αυτή η διαδικασία είναι ολοφάνερη στη νομική επιχειρηματολογία της κατηγορούσας αρχής. Επειδή οι κανονισμοί του NCAA δεν έχουν τη δεσμευτική ισχύ ομοσπονδιακών νόμων, η κατηγορία έπρεπε να μεταφραστεί αντίστοιχα από το ένα πεδίο στο άλλο. Ο χρηματισμός παικτών, με τον τρόπο αυτό, έγινε “συνωμοσία με στόχο την τέλεση απάτης”. Το πρόβλημα είναι ότι η απάτη προϋποθέτει τη βλάβη ενός προσώπου ή ενός οργανισμού, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσπερνώντας μερικά υπέρ το δέον δημιουργικά νομικά επιχειρήματα, δεν υπάρχει τίποτα από τα δύο. Έναντι ποιου υπήρξε η πρόθεση για την τέλεση απάτης; Η κατηγορούσα αρχή υποστηρίζει πως τα θιγόμενα πρόσωπα είναι τα δύο πανεπιστήμια (αυτό του Louisville κι αυτό του Miami), μόνο που εκπρόσωποι αυτών των πανεπιστημίων (προπονητές και διοικητικοί), χωρίς κανένα προσωπικό όφελος, χρηματικό ή άλλο, συμμετείχαν ευθέως στο όλο σχήμα του χρηματισμού, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την επιτυχία του. Διαφορετικά: αν τα πανεπιστήμια είχαν κάποιον ρόλο στην όλη υπόθεση, αυτός ήταν του συνεργού, όχι του θύματος —μόνο που σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει κανένα θύμα και η κατηγορία αυτόματα ακυρώνεται.
Με όλα αυτά δεν θέλουμε να υπονοήσουμε πως ο Pitino είναι αθώος ή κακώς απολύθηκε (ποινικές ευθύνες δεν του έχουν αποδοθεί σε κανένα σημείο). Λέμε απλά πως το σύστημα που γέννησε τον Pitino εξακολουθεί να υπάρχει και να λειτουργεί στο ακέραιο, όπως πριν, όπως πάντα. Η πτώση του Pitino, πανίσχυρος καθώς ήταν, δημιούργησε απλώς την ψευδαίσθηση της κάθαρσης, την οποία κανείς ποτέ όχι απλά δεν κυνήγησε, αλλά δεν πήρε καν τον χρόνο να ορίσει.
Και τι σημαίνει άραγε ένας καλύτερος κολεγιακός αθλητισμός; Μπορούν να συνυπάρξουν οι δύο έννοιες με διαφορετικούς όρους από τους σημερινούς; Αν ναι, ποιοι είναι αυτοί και πως τους προσεγγίζει κανείς; Ή μήπως όχι; Μήπως απλώς παρακολουθούμε ακόμα ένα ανεξέλεγκτο πεδίο του αμερικανικού καπιταλισμού; Είναι κι αυτό ένας τομέας που δεν μπορεί ούτε να μεταρρυθμιστεί ριζικά αλλά ούτε και να καταργηθεί;
Όταν οι απαντήσεις είναι όλες θολές ή ανεπαρκείς, οφείλουμε απλώς να συνεχίσουμε να ρωτάμε.
Πηγές:
The Last Temptation of Rick Pitino: A Story of Corruption, Scandal, and the Big Business of College Basketball, Michael Sokolove, Penguin Press
The Heart and Soul of Rick Pitino, Joel Drucker [διαθέσιμο στο https://bit.ly/2DZmqy3]
The Same of College Sports, Taylor Branch, The Atlantic [διαθέσιμο στο https://bit.ly/2zml21A]
Let’s Start Paying College Athletes, Joe Nocera, The New York Times [διαθέσιμο στο https://nyti.ms/2TMGfwO]
Pitino Unfazed by Past Infractions, William C. Rhoden, The New York Times [διαθέσιμο στο https://nyti.ms/2P2kTZ5]
The NCAA Corruption Case and the Limits of Fraud, Randal Elliason, SideBars [διαθέσιμο στο https://sidebarsblog.com/ncaa-corruption-case-fraud/]
Leave a Reply