Βραζιλία και Αργεντινή, μπάσκετ και ποδόσφαιρο, υπηρέτες γραμμών και επαναστάτες.
*Πρώτη δημοσίευση στο τεύχος 33 του περιοδικού HUMBA!
Αν ως Λατινική Αμερική καταλαβαίνουμε πρώτα και κύρια την γεωγραφική εγγύτητα των χωρών της περιοχής, τότε ως λατινοαμερικανικότητα οφείλουμε να καταλάβουμε τη διακριτή εκείνη ποιότητα που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα αυτής της εγγύτητας. Μίξεις και προσμίξεις, δάνεια κι αντιδάνεια. Πρέπει να υπάρχει κάτι κοινό, ένα αποτύπωμα ή μια υπογραφή, κάτι που δένει τη μία χώρα με την άλλη, κάτι που στη μία ή την άλλη μορφή εμφανίζεται στο σύνολο ή τουλάχιστον στην πλειοψηφία των χωρών αυτών. Υπάρχει όμως; Κι αν υπάρχει, μπορούμε να το αναδείξουμε;
Είναι μάλλον ευκολότερο να κάνουμε κάτι τέτοιο σε επίπεδο πολιτικό, πολιτιστικό, ιστορικό, ή οικονομικό, αλλά τι συμβαίνει αν θέλουμε να επικεντρωθούμε στο πεδίο του αθλητισμού; Μπορούμε να μιλήσουμε για μια διακριτή ποιότητα που εντοπίζεται στην αθλητική έκφραση των χωρών της περιοχής από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και τις μέρες μας; Ή κάτι τέτοιο είναι εξ ορισμού καταχρηστικό, εξοργιστικό, αδύνατο; Καταλήγει κάθε τέτοια προσπάθεια αναπόφευκτα στην αναπαραγωγή στερεοτύπων;
Θα πει κανείς πως έχουμε ήδη ανοίξει περισσότερα μέτωπα απ’ όσα μπορούμε να κλείσουμε, πως έχουμε θέσει περισσότερες ερωτήσεις απ’ όσες δύναται ν’ απαντηθούν —θα πει κανείς πως έχουμε φτάσει σ’ ένα τέλμα, πως αντιμετωπίζουμε δηλαδή ένα άλυτο πρόβλημα. Χαιρόμαστε που βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο, γιατί αυτό ακριβώς είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της λατινοαμερικανικότητας: θέτει προβλήματα. Δεν εννοούμε την λέξη με την αρνητική της σημασία. Εννοούμε το πρόβλημα που ανανεώνει, που εφευρίσκει τα πάντα από την αρχή, που ανατρέπει. Μόνο το πρόβλημα μπορεί να καταφθάνει με τη δύναμη του πραγματικά απροσδόκητου, μόνο αυτό μεταφέρει την ισχύ του πραγματικά καινούριου.
Ο αθλητισμός της Λατινικής Αμερικής είναι γεμάτος προβλήματα. Για την ακρίβεια: γεμάτος με το ίδιο πρόβλημα που επαναλαμβάνεται σε δεκάδες μορφές. Τα φάουλ του Luis Chilavert και τα πέναλτι του Rogerio Ceni. Μια κούρσα προς το άγνωστο του Maradona, του Messi, ή του Garrincha. Ένα τακουνάκι του Socrates. Η μπάλα στα πόδια του Pele ή του Ronaldo Luís Nazário de Lima. O Ronaldihno. Η μηχανική στο σουτ του Oscar Schmidt, οι φυσικοί νόμοι αποτυπωμένοι στα φάουλ του Juninho Pernambucano. Το eurostep του Ginobili, μια εφόρμηση του Leandro Barbosa. Η αστείρευτη φαντασία, η αδιάκοπη επινοητικότητα του Marcelo Huertas και του Facundo Campazzo, του Rivaldo, του Riquelme. Μια φωτοβολίδα του Batistuta, ένας κεραυνός του Adriano.

Όλα αυτά δεν είναι απλώς αποσπασματικές εμπνεύσεις που προσφέρουν μια στιγμή έντονης αισθητικής απόλαυσης. Είναι στιγμές που ανανεώνουν, επαναφευρίσκουν, ανατρέπουν το τι σημαίνει ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, το τι περιλαμβάνει το καθένα, τι σημαίνει αδύνατο και τι δυνατό. Είναι στιγμές που προβληματοποιούν το κάθε άθλημα ακριβώς επειδή το φέρνουν αντιμέτωπο με τα συμβατικά όριά του. Είναι προβλήματα, κι είναι τέτοια όχι επειδή απαιτούν κάποια λύση, αλλά επειδή το καθένα προσφέρει ένα νέο ορίζοντα.
Το πρόβλημα που θέτει η λατινοαμερικανικότητα, λοιπόν, όπως διαφαίνεται από τα παραπάνω παραδείγματα, είναι αυτό της σύγκρουσης του ενός, μια σύγκρουση δηλαδή πρώτα ατομική. Μπορεί να είναι ένας εναντίον όλων ή ένας εναντίον ενός, αλλά αυτός που εκκινεί τη σύγκρουση είναι πάντα ένας. Η υπόλοιπη ομάδα για μια στιγμή στέκεται στην άκρη, παθητικά. Η ομάδα δεν αναδεικνύει το άτομο, απλώς το άτομο για μια στιγμή απεκδύεται κάθε τι ομαδικό. Όχι σαν τη γερμανική μηχανή, ή το ιταλικό κατενάτσιο, ή την θρησκευτική οπτική των Άγγλων απέναντι στο 4-4-2, ή ακόμα και την κατάργηση των θέσεων στο ρηξικέλευθο total football των Ολλανδών, ή βέβαια τη σύγχρονη (αλλά στην πραγματικότητα πολύ παλιά) εμμονή του ευρωπαϊκού μπάσκετ με την ιδέα της τακτικής. Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Στη Λατινική Αμερική έχουμε κάτι άλλο. Samba football. Capoeira football. Tango football.
Και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξερευνήσουμε αυτήν τη διάσταση της λατινοαμερικανικότητας; Ποια οφείλει να είναι η αφετηρία αυτής της συζήτησης, είτε μιλάμε για ποδόσφαιρο είτε για μπάσκετ; Η απάντηση είναι ίδια εδώ και δεκαετίες.
Pele και Maradona
Η ερώτηση δεν είναι αν μέσω του δίπολου που σχηματίζουν οι Pele και Maradona μπορούμε να καταλάβουμε τη Λατινική Αμερική, αλλά μάλλον το αντίστροφο: αν μπορούμε δηλαδή να πούμε κάτι ουσιώδες για την περιοχή χωρίς ν’ αναφέρουμε αυτούς τους δύο. Ενίοτε η αντιπαραγωγική μεταξύ τους σύγκριση, αγωνιστική και μη, αποκρύβει τον τρόπο με τον οποίο οι δυο τους όχι μόνο συναντιούνται αλλά και αλληλοσυμπληρώνονται. Πέρα από διαχρονικά παραδείγματα αθλητικής έκφρασης, Pele και Maradona ουσιαστικά επικαλύπτουν το αθλητικό πεδίο στο σύνολό του: μεταφέρουν την ιστορική εξέλιξη του χώρου μέσα και έξω από γήπεδα, αντανακλούν διάφορες αθλητικές ιδεολογικές εντάσεις που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας, αποδίδουν κρυστάλλινα τα στάδια θέσπισης της αθλητικής βιομηχανίας —από τον Pele στον Maradona κι από’ κει στο modern football του σήμερα.

Αγωνιστικά, ο Pele υπήρξε παράδειγμα σπάνιας πληρότητας. Το άγγιγμα του έχει χαρακτηριστεί υπεράνθρωπο, η μπάλα προέκταση του σώματός του. Το 1964, όταν η Αγγλία έπαιξε στο Μαρακανά χάνοντας 5-1, ένας Άγγλος δημοσιογράφος συνόψισε τη βραδιά ως εξής: “Αυτό ήταν φιέστα, αυτό ήταν μια αντανάκλαση της κινηματογραφικής ταινίας ο Μαύρος Μορφέας. Αυτό ήταν ζωή. Αυτή ήταν η νύχτα του Pele. Άξιζε να είναι κανείς ζωντανός για να το δει, ακόμα κι αν βρέθηκε τελικά στην πλευρά των ηττημένων”.

Εύλογα, αφού ο Pele αδιαμφισβήτητα ήταν τόσο ξεχωριστός ποδοσφαιρικά, ακολουθεί η εξής ερώτηση: γιατί όταν ακούμε το όνομα του το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μας είναι, όχι μια συγκεκριμένη εικόνα, αλλά μια αόριστη ιδέα; Η αόριστη ιδέα του κορυφαίου. Πως μοιάζει ο κορυφαίος; Σαν τον Pele. Και πως μοιάζει ο Pele; Είναι ο κορυφαίος. Γιατί δεν σκεφτόμαστε αυτόματα το γκολ του Pele εναντίον της Σουηδίας το ‘58, ή εναντίον της Benfica το ‘62, ή εκείνο κατά της Ιταλίας στον τελικό του ‘70; Γιατί, ενώ η καριέρα του έχει προσφέρει τόσες στιγμές ποδοσφαιρικού μεγαλείου, δεν υπάρχει όχι απλά συναίνεση αλλά ούτε καν συζήτηση για το ποια είναι η κορυφαία;
Θα πει κανείς ότι δεν υπάρχουν στιγμιότυπα, πλάνα, υλικό. Θα πει κανείς ότι πάρα πολλές στιγμές του, αφού δεν καταγράφηκαν, δεν συνέβησαν ποτέ. Θα πει κανείς ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια κι είναι εύλογο η ποδοσφαιρική του εικόνα να τείνει διαρκώς προς το αφηρημένο. Καταλαβαίνουμε πόσο λάθος είναι όλα αυτά με την αναφορά ενός και μόνο ονόματος: αυτό του Garrincha. Γεννημένος επτά χρόνια πριν τον Pele, ο Garrincha αποτελεί την παραδειγματική μορφή ποδοσφαιριστή η εικόνα του οποίου επιβιώνει άμεσα συνυφασμένη με το ποδοσφαιρικό του στυλ, συνδεδεμένη μ’ όσα απτά και συγκεκριμένα έκανε στο γήπεδο (κάποιοι αιρετικοί βραζιλιάνοι μέχρι και σήμερα ψιθυρίζουν τ’ όνομά του ως αυτό του κορυφαίου). Garrincha ο dribbler, ο “Άγγελος με τα Λυγισμένα Πόδια”, η “Χαρά του Λαού”. Garrincha, ο πρώτος Maradona, αυτός που ενέπνευσε τα πρώτα ποδοσφαιρικά “Όλε”, η “απάντηση του ποδοσφαίρου στον Charlie Chaplin”.

Η ερώτηση, λοιπόν, παραμένει: γιατί η ποδοσφαιρική εικόνα του Pele είναι τόσο αφηρημένη; Τα γκολ του δεν υπάρχουν εξατομικεύμενα, αυτό που έβαλε στην τάδε ή την δείνα ομάδα, αλλά σχεδόν αποκλειστικά ως σύνολο. Έβαλε ή δεν έβαλε 1000; Αν έβαλε, πόσα απ’ αυτά ήταν σε συνθήκες αξιοπρεπούς ανταγωνισμού; Αυτή η επιμονή στη συλλογική διάσταση των γκολ του υποδεικνύει δύο πράγματα: την ιδέα της πληρότητας (έβαζε γκολ με κάθε τρόπο) και την ιδέα της αποτελεσματικότητας (έβαζε γκολ πολύ συχνά). Ο ίδιος ο Pele, στο μεταξύ, σε κάθε σχετική δήλωσή του αναδεικνύει αυτές τις δύο ιδέες ως τα απόλυτα αξιολογικά του κριτήρια, τις αναδεικνύει δηλαδή σε αξίες. “Πολλοί”, έχει πει, “συγκρίνουν τον Pele με τον Maradona, αλλά κορυφαίος είναι ο Di Stefano: ήταν πολύ πιο ολοκληρωμένος.” Κι είναι αυτές οι δύο αξίες, οι οποίες σήμερα βρίσκουν την αποθέωση τους σε κάθε τομέα της αθλητικής -και μη- βιομηχανίας, που συγκροτούν τη γέφυρα προς μία ακόμα πρωτιά του Pele. Ο Βραζιλιάνος αποτέλεσε το πρώτο ποδοσφαιρικό προϊόν. Αυτός είναι ένας ρόλος που δεν διάλεξε ακριβώς ο ίδιος, αλλά σίγουρα τον υπηρέτησε και τον υπηρετεί με μεγάλη προθυμία. “Όπου κι αν πας”, δήλωσε κάποτε, “υπάρχουν τρία πράγματα που ξέρει ο καθένας: ο Ιησούς Χρηστός, η Coca Cola, και ο Pele.”
Η κυβέρνηση της Βραζιλίας, όταν αρνήθηκε μια μεγάλη πρόταση για την απόκτησή του από ομάδα της Ιταλίας, τον χαρακτήρισε “μη-εξαγώγιμο εθνικό θησαυρό”. Σημασία δεν έχει, βέβαια, αν ήταν όντως εξαγώγιμος ή όχι, αλλά το ότι είχε ήδη αντικειμενοποιηθεί, είχε αποκτήσει δηλαδή μια μετρήσιμη οικονομική διάσταση, είχε γίνει προϊόν. Pele, διαφημιστής και διαφημιζόμενος, το μέσο και το μήνυμα. Ο Pele ως το αξιοθέατο το οποίο η Santos έδειχνε και πουλούσε σε περιοδείες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Pele ο ορθολογιστής, ο φιλελεύθερος, ο πολιτικός, ο επιχειρηματίας, ο καπιταλιστής. Ο Pele έτοιμος να βγει στην αγορά, να πουλήσει και να πουληθεί, έτοιμος για ρόλους και θέσεις ευθύνης, για συνδιαλλαγές και συμβιβασμούς.
“Ο Pele”, είπε πάλι ο ίδιος για τον εαυτό του, “δεν έχει χρώμα ή καταγωγή ή θρησκεία. Είναι αποδεκτός παντού” —και το σύγχρονο ισοδύναμο αυτής της δήλωσης είναι βέβαια η διαβόητη διαπίστωση του Michael Jordan πως δεν οφείλει να πάρει πολιτική θέση υπέρ ενός αφροαμερικανού υποψηφίου αφού “και οι Ρεπουμπλικάνοι αγοράζουν παπούτσια”. Όπως ξέρουμε καλά, το χρώμα αυτού που δεν έχει χρώμα είναι πάντα λευκό. Ο Pele, λοιπόν, ο πρώτος Michael Jackson, ο πρώτος Michael Jordan, ο πρώτος μαύρος καπιταλιστής, ο πρώτος μαύρος Ιησούς Χρηστός. Pele, ο πρώτος μαύρος βασιλιάς, μόνο που σ’ αυτήν την ιστορία ο βασιλιάς είναι πάντα λευκός.
Κι αν τα γκολ του Pele υπάρχουν σε μια συλλογική μορφή, αυτά του Maradona υπάρχουν αυστηρά εξατομικευμένα. Αν ο Pele είχε ένα από τα πιο πλήρη αγωνιστικά πακέτα που έχουμε δει ποτέ, ο Maradona είχε μόνο το αριστερό του πόδι. Αν το χαμόγελο του Pele έκανε τους πάντες γύρω του να νιώθουν οικεία (αργότερα το ίδιο συνέβη με το χαμόγελο του Magic Johnson), το συχνά βλοσυρό ύφος του Maradona έκανε τους πάντες να νιώθουν άβολα. Αν ο Pele ήταν βασιλιάς, ο Maradona ήταν προδότης.

Κι αυτή η προδοτική του τάση εκφράστηκε με τον υπέρτατο τρόπο αγωνιστικά στις κούρσες που έκανε με την μπάλα και οι οποίες, όπως κι αν κατέληγαν κάθε φορά, ήταν βέβαιο πως στο μεταξύ είχαν πάρει τον δρόμο προς το απροσδόκητο, το άγνωστο, το ακατόρθωτο. Στις κούρσες του Maradona εξελίσσεται κάθε φορά το δράμα ενός αναρχικού ατομικισμού, κι είναι ακριβώς σ’ αυτές τις κούρσες στις οποίες οφείλει να επιστρέφει οποιοσδήποτε αναζητεί στην φιγούρα του Αργεντινού όχι απλώς μια πολιτική πράξη, αλλά μια επαναστατική πρακτική. Οι γραμμές των δύο μικρών και των δύο μεγάλων περιοχών, η γραμμή και το ημικύκλιο του κέντρου, η γραμμή του offside —ο Maradona με τις κούρσες του καταργούσε τις γραμμές του γηπέδου, αναιρούσε την τοπογραφία του και το μετέτρεπε σε μια λεία και αχαρτογράφητη επιφάνεια. Κανείς εδώ εντοπίζει την αναβίωση μιας διακριτής αργεντίνικης εμπειρίας, τόσο παλιάς που προηγείται του σχηματισμού του Αργεντίνικου κράτους. Ο Thomas Pynchon την έχει περιγράψει ως εξής:
“Την εποχή των γκαούτσο, η χώρα μου ήταν μια λευκή κόλλα χαρτί. Τα πάμπας εκτείνονταν όσο έφτανε ο νους, αστείρευτα, χωρίς φράχτες. Όπου μπορούσε να φτάσει με το άλογο ο γκαούτσο, εκείνο το μέρος του άνηκε. Αλλά το Μπουένος Άιρες ήθελε να έχει την ηγεμονία των επαρχιών. Όλες εκείνες οι νευρώσεις περί ιδιοκτησίας δυνάμωναν, και άρχισαν να μολύνουν την ύπαιθρο. Στήθηκαν φράχτες, και ο γκαούτσο έγινε λιγότερο ελεύθερος. Αυτή είναι η εθνική μας τραγωδία. Έχουμε τη μανία να φτιάχνουμε λαβύρινθους εκεί που πριν υπήρχαν μόνο ανοιχτή πεδιάδα και ουρανός. Για να χαράξουμε ακόμα πιο περίπλοκα σχέδια πάνω στο λευκό χαρτί. Δεν μπορούμε να αντέξουμε αυτόν τον τόσο ανοιχτό χώρο: μας γεμίζει τρόμο. Κοίτα τον Μπόρχες. Κοίτα τα προάστια του Μπουένος Άιρες. Ο τύραννος Ρόζας είναι νεκρός εδώ κι έναν αιώνα, αλλά η λατρεία του ανθεί. Κάτω από τους δρόμους της πόλης, τον κυκεώνα δωματίων και διαδρόμων, τους φράχτες και τα δίκτυα ατσάλινων σιδηροδρομικών γραμμών, η αργεντίνικη καρδιά, μέσα στη διαστροφή και την ενοχή της, λαχταρά μια επιστροφή σ’ εκείνη την πρότερη αχάραχτη γαλήνη… εκείνη την αναρχική ανοιχτή έκταση των πάμπας και του ουρανού…”
Κανείς αθλητής δεν έχει προδώσει το άθλημα του με τον τρόπο που το έκανε ο Maradona το ‘86 απέναντι στην Αγγλία. Μέσα σε τέσσερα λεπτά, όσο απείχαν χρονικά το πρώτο από το δεύτερο γκολ, παρενέβη και κατήργησε αντίστοιχα τους δύο πιο θεμελιώδεις νόμους του παιχνιδιού. Ο πρώτος γραπτός: δεν παίζεις με τα χέρια. Ο δεύτερος άγραφος: για να βάλεις γκολ απαιτείται να αναδείξεις έστω σ’ έναν ελάχιστο βαθμό την ομαδικότητα του παιχνιδιού, δηλαδή να συνεργαστείς μ’ έναν τουλάχιστον συμπαίκτη σου. Ο ίδιος ο Maradona, όπως και ολόκληρη η Αργεντινή, δεν προβαίνει στην ασυγχώρητη ευρωπαϊκή απλοποίηση: δεν βλέπει το πρώτο γκολ ως παράνομο και το δεύτερο ως νόμιμο, αλλά και τα δύο ως εξίσου σημαντικά. Στην αυτοβιογραφία του γράφει: “Μερικές φορές, νομίζω πως απόλαυσα περισσότερο το πρώτο”. Η προδοσία είναι πιο γλυκιά όταν είναι επίσημη.

Ο Maradona ήταν πάντα κάποιος άλλος: κομμουνιστής, ναρκομανής, γυναικάς, χοντρός, αγαπητικός μαφιόζων και πολιτικών. Όλοι ήθελαν λίγο από τον Maradona, κι ο Maradona ήθελε λίγο από τα πάντα. Αλλά όλα αυτά στην περίπτωση του δεν έχουν την παραμικρή σημασία χωρίς το ποδόσφαιρο. Αν ο Pele συστηματοποιήθηκε απόλυτα κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Maradona το έκανε αφού σταμάτησε να παίζει, ακριβώς επειδή το ποδόσφαιρο ήταν το μόνο που τον κρατούσε εκτός, το μόνο που τον έκανε κάποιον άλλο. Χωρίς αυτό, είναι απλώς μια λαϊκίστικη φιγούρα με αυταρχικές τάσεις, υποχείριο πολιτικών που ρούφηξαν το κεφάλαιο που απλόχερα τους προσέφερε, αποσυνδεδεμένος πλήρως από την ταξική του καταγωγή, νοσταλγός -μαζί μ’ ένα ολόκληρο έθνος- της ίδιας του της νεότητας.
Oscar Schmidt και Manu Ginobili
Το θέμα είναι να κρατήσουμε το δίπολο ανοιχτό, να δούμε δηλαδή πως η επιρροή των Pele και Maradona φτάνει πέρα απ’ αυτούς, πέρα από τη ποδοσφαιρική τους διάσταση. Υπάρχει, για παράδειγμα, αντίστοιχο δίπολο στη μπασκετική παράδοση της Λατινικής Αμερικής; Θεωρούμε πως υπάρχει, αν και το δίπολο που προτείνουμε αποτελείται από δύο ονόματα που μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει βάλει δίπλα-δίπλα: αυτά των Oscar Schmidt και Manu Ginobili.
Εκ πρώτης, ο Schmidt μοιάζει με τον Maradona. Αμφότεροι είχαν ως βάση του παιχνιδιού τους την απόλυτη εξειδίκευση: ο Maradona το αριστερό του πόδι, ο Schmidt την ικανότητά του στο σουτ. Αλλά αυτή είναι μια επιφανειακή ομοιότητα. Το αριστερό πόδι του Maradona μπορούσε να κάνει τα πάντα, να λειτουργήσει εξίσου ως αφετηρία (όταν δημιουργούσε) όσο και ως τελικός προορισμός (όταν εκτελούσε). Το πόδι του Maradona έκρυβε πάντα ανεξάντλητες πιθανότητες. Η ικανότητα του Schmidt στο σουτ είναι πάντα η επανάληψη αυτού που έχουμε ξαναδεί. Δεν ξέρουμε ακριβώς το πως, αλλά ξέρουμε σίγουρα το τι: ο καρπός του Schmidt σπάει και δυο στιγμές μετά η μπάλα αναπαύεται στο διχτάκι. Ο Schmidt είναι εκτελεστής, κι απ’ αυτήν την άποψη είναι περισσότερο σαν τον Pele, αλλά για να μπορέσει ο Schmidt να εκτελέσει έπρεπε να ικανοποιούνται συγκεκριμένες τακτικές προϋποθέσεις. Τι σημαίνει ακριβώς αυτό;
Για να καταλάβουμε τον όρο πρέπει να κατανοήσουμε το μπάσκετ του τότε. Η κύρια διαφορά είναι ότι δεν υπήρχε η στρατηγική στόχευση που υπάρχει σήμερα. Ένας παίκτης σαν τον Schmidt σήμερα θα ήταν απλά ένας σουτέρ, αλλά τότε είχε την επίδραση ενός ολοκληρωμένου σκόρερ. Πιο συγκεκριμένα, το επιθετικό πλαίσιο εντός του οποίου συνήθως κινούνταν ο Schmidt είχε τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά:
1) η κυκλοφορία της μπάλας τότε ήταν αργή και προβλέψιμη
2) οι πάσες προς την αδύνατη πλευρά ήταν σπάνιες
3) η έννοια του spacing ήταν ανύπαρκτη
4) οι διάφορες επιθετικές δράσεις κατά πλειοψηφία περιελάμβαναν την κίνηση μόνο δύο παικτών.
Όλα αυτά δημιουργούσαν για τον Schmidt δύο προϋποθέσεις, τις οποίες έπρεπε αφενός να ικανοποιήσει και αφετέρου να υπερβεί:
1) ήξερε ότι αν έπαιρνε την μπάλα έπρεπε να εκτελέσει γιατί, αν επέλεγε να πασάρει, οι πιθανότητες να την πάρει ξανά στην ίδια κατοχή ήταν ελάχιστες
2) για να πάρει την μπάλα έπρεπε να είναι στη δυνατή της πλευρά, δηλαδή σε μια πάσα απόσταση.

Αυτά, κατά μία έννοια, ώθησαν τον Schmidt να διαμορφώσει ένα ποδοσφαιρικό τρόπο κίνησης, και πιο συγκεκριμένα τον τρόπο κίνησης ενός striker, ενός επιθετικού, αυτού που κινείται διαρκώς κοντά στην μπάλα κι είναι έτοιμος, αν την πάρει, να εκτελέσει. (Κάθε μεγάλος σουτέρ της εποχής μας έχει κληρονομήσει κάτι από αυτήν την τακτική διαίσθηση του Scmhidt, ένα ένστικτο δηλαδή πρώτα ποδοσφαιρικό). Ο Maradona έσβηνε τις λευκές γραμμές του ποδοσφαιρικού γηπέδου. Ο Schmidt αναδείκνυε τις αντίστοιχες μπασκετικές: τη γραμμή της ρακέτας (από το μέσο της οποίας ξεκινούσε την εκτός μπάλας κίνησή του) και τη γραμμή του τριπόντου. Γι’ αυτό είναι λάθος όσοι παραπονιούνται για το ότι ο Schmidt δεν πάσαρε παραπάνω: η πάσα ήταν αντίθετη με τα μπασκετικά ένστικτα που έπρεπε να αναπτύξει για να επιβιώσει. Αυτός ο τρόπος παιχνιδιού, βέβαια, υπονοεί έναν συγκεκριμένο καταμερισμό εργασίας, τόσο από την πλευρά του Schmidt όσο και απ’ αυτήν των υπολοίπων παικτών της πεντάδας. Ο ίδιος ο Schmidt έχει αποδώσει αυτόν τον καταμερισμό γλαφυρά: “Κάποιοι κουβαλάνε το πιάνο, άλλοι το παίζουν” —το μόνο που δεν είπε είναι ότι ο ίδιος το έπαιζε όσο οι υπόλοιποι το κουβαλούσαν. Ο ατομικισμός του Maradona είναι αναρχικός επειδή συνεπάγεται την απόλυτη αποσύνδεσή του από το υπόλοιπο σύνολο. Ο ατομικισμός του Schmidt είναι αυταρχικός επειδή προϋποθέτει την υποταγή του συνόλου στις δικές του επιδιώξεις.

Ας αναλογιστούμε και το εξής: το σουτ στο μπάσκετ ήταν πάντα το όπλο του λευκού ανθρώπου. Ο Larry Bird, καμάρι της λευκής φυλής, αρχηγός της λευκής ομάδας. Ο Dirk Nowitzki, φουτουριστικό προϊόν της γερμανικής μηχανής. O Stockton, o Nash, o Stojakovic. O Woody Harrelson στο White Men Can’t Jump. Ο γενικός κανόνας είναι αυτός: ο λευκός παίκτης είτε θα είναι σπουδαίος σουτέρ είτε δεν θα είναι σπουδαίος. Και για να είμαστε ακριβείς, δεν μιλάμε για το σουτ μ’ έναν αφηρημένο τρόπο, αλλά συγκεκριμένα για την ικανότητα στο τρίποντο. Αυτό ήταν πάντα το μπασκετικό όπλο των λευκών: νικήστε τους από το τρίποντο, βάλτε τρεις πόντους αντί για δύο. Μέσω του τριπόντου, το οποίο δεν συμπεριλαμβάνονταν στους πρώτους 13 κανόνες του αθλήματος, το μπάσκετ επιστρέφει στη λευκότητα που το γέννησε. Το τρίποντο προϋποθέτει τακτική, ομαδική κίνηση, συγχρονισμό, επιρροή του προπονητή κι άρα συγκεκριμένη ιεραρχία. Αν το μπάσκετ ήταν μια επινόηση που συνέβη στα λευκά εδάφη του Νέου Κόσμου, η προσθήκη του τριπόντου ήταν μια υπενθύμιση της ευρωπαϊκής του καταγωγής, μια υπενθύμιση της καπιταλιστικής του λευκότητας. Χωρίς το τρίποντο είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς τη σημερινή βιομηχανοποίηση του αθλήματος. Ο Schmidt αποκρυσταλλώνει μάλλον με τον καλύτερο τρόπο αυτή την διάσταση της μπασκετικής ιστορίας στη Λατινική Αμερική.
Ο Ginobili υπήρξε ενδεχομένως συγκρίσιμα αποτελεσματικός στο τρίποντο με τους παραπάνω, αλλά ποτέ κανείς δεν έχει σκεφτεί να τον αποκαλέσει σουτέρ. Ο ρόλος του σουτέρ συνεπάγεται και προϋποθέτει μια στατικότητα, μια ακινησία. Το stretch 4 και η συντριπτική πλειοψηφία των 3&D παικτών στο σύγχρονο μπάσκετ είναι ο ορισμός αυτής της στατικότητας. Ακόμα κι όταν ο σουτέρ κινείται, το κάνει πάντα ελεγχόμενα, σε κλειστούς και περιορισμένους χώρους, κοιτώντας ν’ αποφύγει να πατήσει κάποια γραμμή —την γραμμή του τριπόντου, την πλάγια ή την τελική γραμμή. Κάθε σουτέρ είναι το αντίθετο του Maradona, κάθε σουτέρ είναι υπηρέτης γραμμών. Οι καλύτεροι σουτέρ είναι αυτοί που τρέχουν σαν να μην υπάρχουν γραμμές, αυτοί που τρέχουν από τη μια πλευρά στην άλλη και νομίζεις πως μπορούν να τρέξουν και πέρα από το τρίποντο ή πως κατευθύνονται σ’ έναν προορισμό εκτός του γηπέδου. Ο Steph Curry, ο Ray Allen. O JJ Redick, ο Jaycee Carrol. Ο Trajan Langdon, o Kutluay, o Drew Nicholas. O Eddie Johnson. Αλλά ακόμα και η συχνά υπερβατική κίνηση όλων αυτών χωρίς την μπάλα, δεν μπορεί να συγκριθεί με την χαώδη ενέργεια που παρήγαγε ο Ginobili όταν είχε την μπάλα στην κατοχή του.
Η παρακάτω περιγραφή του Yago Colas, η οποία αναφέρεται στα πρώτα χρόνια του Ginobili στο ΝΒΑ, αποτυπώνει εξαιρετικά αυτήν τη διάσταση:
“Ο Ginobili δείχνει σχεδόν να ψάχνει για προβλήματα, αναζητώντας βάσει ενστίκτου τα πιο ασφυκτικά μαρκαρισμένα σημεία, κι έπειτα ορμώντας κατά πάνω τους με τη μέγιστη δυνατή ένταση. Αγνοεί ή παραβιάζει πολλούς από τους βασικούς κανόνες του αθλήματος: πασάρει διαρκώς με το ένα χέρι, μπαίνει σε απίστευτες καταστάσεις, εκθέτει την μπάλα όσο ντριμπλάρει στον αντίπαλο αμυντικό, σουτάρει δίχως καν να κοιτάζει το καλάθι –κι όλα αυτά τα κάνει πολύ και συχνά. Αλλά φτάνει στο καλάθι και τελειώνει τις φάσεις (ή κάνει τη σωστή πάσα) με τέτοια συνέπεια και αποτελεσματικότητα που τελικά καθίσταται προφανές πως το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν πρόβλημα μόνο για μας, όχι για αυτόν: καθίσταται προφανές πως ο Ginobili είδε κάτι διαφορετικό και ήξερε από την αρχή τι πρόκειται να κάνει και πως —ή, τουλάχιστον, ήξερε εκ των προτέρων τι ήταν δυνατό και πιθανό να συμβεί.”
Να, λοιπόν, σύμφωνα με τον Colas, το πρόβλημα που θέτει το παιχνίδι του Ginobili: προβληματοποιεί την έννοια του προβλήματος. Πως το κάνει; Δείτε ξανά το λεξιλόγιο στο οποίο αναγκάζεται να καταφύγει ο Colas για να τον περιγράψει: “βάσει ενστίκτου”, “ορμώντας”, “μέγιστη ένταση”, “αγνοεί ή παραβιάζει βασικούς κανόνες του αθλήματος”.

Ή αναλογιστείτε πόσο συχνά ανακύπτουν αναφορές σε διάφορα είδη ζώων όταν προσπαθεί κάποιος να αποδώσει το παιχνίδι του Ginobili. Ο R.C. Buford, για την πρώτη φορά που τον είδε να παίζει: Ήταν σαν αγριοκάτσικο. Μερικά απ’ όσα έκανε είχαν νόημα, μερικά δεν είχαν καθόλου. Ο Sean Elliot: [Όταν διεισδύει], μοιάζει με σκίουρο που προσπαθεί ν’ αποφύγει αυτοκίνητα σε κεντρική λεωφόρο. Ο Andres Nocioni: Από μικρός κινούνταν διαφορετικά από τους περισσότερους ανθρώπους, κινούνταν σαν φίδι.
Αν ο Schmidt είχε κάτι από την τακτική διαίσθηση του Pele, ο Ginobili είχε κάτι από το ασυγκράτητο που διακρίνουμε στις κούρσες του Maradona. Ο Ginobili με την μπάλα στα χέρια σε μια πορεία προς το άγνωστο, το απροσδόκητο, το ακατόρθωτο. Οι γραμμές κι εδώ καταργούνται: γραμμές γηπέδου, γραμμές άμυνας, γραμμές πάσας. Ο Ginobili ανεξάντλητος, εμμονικά απρόβλεπτος —πάντα στην αρχή ή το τέλος ενός αυτοσχεδιασμού. Ούτε καν ο Popovich, αυτό το σύμβολο δημοκρατικού πλουραλισμού, μπορούσε να τον συγκρατήσει: Δεν νομίζω ότι μπορώ να τον κοουτσάρω, είπε σ’ έναν βοηθό του (αυτόν που σήμερα κοοουτσάρει τον Αντετοκούνμπο) την πρώτη χρονιά του Ginobili στους Spurs. Και πως να το κάνει; Η λέξη μπάσκετ είναι πολύ κοινότυπη, άρρηκτα συνδεδεμένη με αντιδραστικά και συντηρητικά στοιχεία, τόσο που δεν μπορεί να περιγράψει επαρκώς αυτό που έπαιζε ο Ginobili. Μετεμψύχωση του αφροαμερικανικού street-ball; Ίσως. Gaucho-ball. Tango-ball. Manu-ball.
Βιβλιογραφία
- Gary Armstrong, Richard Giulianotti (1999), Football Cultures and Identities, Palgrave Macmillan UK
- Héctor Fernández L’Hoeste, Robert McKee Irwin, Juan Poblete (2015), Sports and Nationalism in Latin/o America, Palgrave Macmillan US
- Yago Colas (2016), Ball Don’t Lie: Myth, Genealogy, and Invention in the Cultures of Basketball, Temple University Press
- Thomas Pynchon (1998), Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, Εκδόσεις Χατζηνικολή [Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής]
Leave a Reply