Going InShane εναντίον Jamesanity

Για τους δύο Αμερικανούς που μεταφέρουν το ευρωπαϊκό μπάσκετ έξω από τα συμβατικά όριά του.

Κάθε εμφάνιση του James και του Larkin, τουλάχιστον για μερικές στιγμές σε κάθε παιχνίδι, συμβαίνει σ’ ένα χώρο εκτός των συμβατικών ορίων του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Και οι δύο έχουν την ικανότητα να αποσυνδέονται (από συμπαίκτες, από αντιπάλους, από προπονητές) και να αιωρούνται σε μια προσωπική διάσταση η οποία παραμένει απρόσιτη από τη συντριπτική πλειοψηφία των παικτών της ηπείρου.

Πολλοί παίκτες έχουν πλεονέκτημα σε iso εντός συγκεκριμένων συνθηκών: ο James και ο Larkin είναι οι μοναδικοί που έχουν πλεονέκτημα σε iso ανεξαρτήτως συνθηκών —μπορούν να σκοράρουν όποια κι αν είναι η κατάσταση, όποιος κι αν είναι ο αμυντικός. Αυτή η ικανότητα τους συχνά συμπαρασύρει τα παραδοσιακά τακτικά θεμέλια του ευρωπαϊκού μπάσκετ μετατρέποντας το εκάστοτε παιχνίδι σε αρένα ενστίκτων.

Αυτή είναι η αφετηρία από την οποία μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί η μεταξύ τους μονομαχία στο Efes-CSKA στο πρόσφατο παιχνίδι της Κωνσταντινούπολης μας έδωσε, από τη μία, ένα από τα καλύτερα ευρωπαϊκά παιχνίδια της σεζόν και, από την άλλη, ένα από τα λιγότερα ευρωπαϊκά παιχνίδια της σεζόν.

Πριν πάμε εκεί, ωστόσο, θέλουμε να καταλάβουμε τους δύο παίκτες σ’ ένα βασικό επίπεδο. Για να το κάνουμε πρέπει να διαχωρίσουμε μεταξύ του τι και πως, μεταξύ του τι κάνουν στο παρκέ και του πως το κάνουν, μεταξύ του περιεχομένου και του στυλ του μπασκετικού εαυτού τους. Στο πρώτο μοιάζουν. Στο δεύτερο διαφέρουν.

Και οι δύο, παρότι προσομοιάζουν αρκετά με την παραδοσιακή ταυτότητα του streetballer, είναι παίκτες απολύτως σύγχρονοι: το παιχνίδι τους βασίζεται στο ιερό δισκοπότηρο των analytics, δηλαδή την ικανότητα στο pull-up τρίποντο και την ευκολία με την οποία μπορούν να φτάσουν στη ρακέτα και να τελειώσουν φάσεις μέσα και γύρω απ’ αυτήν —κάνουν μάλιστα και τα δύο σε τέτοιο βαθμό που μπορούμε να τους αποκαλέσουμε μικρο-υβρίδια James Harden. Μία ακόμα ομοιότητα σε αυτό το κομμάτι είναι η τάση τους να προτιμούν τον αριστερό διάδρομο όταν επιχειρούν να διεισδύσουν (αποτέλεσμα ταχυδύναμης και πολύ υψηλού επιπέδου χειρισμού). Ταυτόχρονα διατηρούν μια υγιέστατη (αυτό δεν μετριέται μόνο σε ποσοστά ευστοχίας) ποσότητα mid-range παιχνιδιού (floater και σουτ μετά από ντρίμπλα μεταξύ ρακέτας και τριπόντου), κάτι που δίνει έναν ολοκληρωτικό χαρακτήρα στην επιθετικότητα που εμφανίζεται διαρκώς ως καταστατικό στοιχείο του παιχνιδιού τους.

Αν, ωστόσο, έχουν έναν κοινό μπασκετικό εαυτό, ο τρόπος που τον εκφράζουν στο παρκέ διαφέρει αρκετά. Η παρακολούθηση του James προσιδιάζει στις εντάσεις της heavy-metal, ή της σκληρής rap, ή της σκοτεινής κλασικής μουσικής. Το παιχνίδι του είναι συνδεδεμένο μ’ έναν σχεδόν βίαιο παρορμητισμό, σαν να φωνάζει διαρκώς “εδώ και τώρα” ή “μόνος εγώ”, κάτι που καθιστά τις ήττες και τις αποτυχίες εξίσου εντυπωσιακές (και απρόβλεπτες) με τις επιτυχίες του. Εκτελεί πολύ μεγάλο μέρος των σουτ στα πρώτα δευτερόλεπτα των επιθέσεων, άλλοτε με καλές προϋποθέσεις, άλλοτε με τις χειρότερες. Για τον James δεν υπάρχουν τα 24 δευτερόλεπτα μιας επίθεσης: υπάρχουν μόνο οι στιγμές που έχει την μπάλα κι ετοιμάζεται να επιτεθεί και οι υπόλοιπες που ψάχνει τρόπο να την πάρει (εδώ μοιάζει με τον Westbrook). Κανείς μπορεί να υποστηρίξει εξίσου, είτε ότι ο τρόπος που επιτίθεται εκφράζει την απόλυτη αυτοπεποίθηση (απέναντι σε όλους και σε όλα), είτε ότι υποδεικνύει μια κρυμμένη ανασφάλεια (ο φόβος ότι δεν θα ξαναπάρω την μπάλα και γι’ αυτό πρέπει να σουτάρω όποτε την έχω).

Ο Larkin πλησιάζει περισσότερο την εύθραυστη αρτιότητα ενός χορευτή. Είναι πιο κομψός, πιο ψυχρός, πιο δαντελένιος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σουτ: ο James σουτάρει μ’ έναν κάπως ανορθόδοξο τρόπο, σχεδιασμένο να υπηρετεί το pull-up παιχνίδι του, μεταφέροντας την μπάλα στην κορυφή του κεφαλιού ως προέκταση της ντρίμπλας του, χωρίς ουσιαστικά να τη μαζεύει (τουλάχιστον όχι με την έννοια που έχει η λέξη ως μπασκετικός όρος). Αυτό συνεπάγεται πλεονεκτήματα (βασικότερο εκ των οποίων ότι του επιτρέπει να σουτάρει ακόμα και με τον αμυντικό κολλημένο πάνω του), λειτουργεί γενικότερα εξαιρετικά για τον ίδιο, αλλά δεν είναι κάτι που έχει ιδιαίτερη διδακτική αξία: δεν είναι κάτι που μπορείς να μιμηθείς.

Ο μηχανισμός του Larkin μπορεί να διδάσκεται σε ακαδημίες και σεμινάρια. Είτε σε catch-and-shoot είτε μετά από ντρίμπλα, κάθε πτυχή του σουτ του προσεγγίζει το τέλειο. Πριν καν σηκωθεί, οι μύτες των ποδιών του δείχνουν στο καλάθι. Πατάει με το μπροστά μισό του ποδιού, οι φτέρνες του σχεδόν δεν αγγίζουν το έδαφος. Λυγίζει ελαφρά τα γόνατα τη στιγμή που μεταφέρει την μπάλα πάνω από το κεφάλι. Απελευθερώνει στο ύψιστο σημείο του άλματός του. Ο καρπός σπάει και μένει στη θέση του να δείχνει το καλάθι.

Η ίδια διαφορά είναι εμφανής και στον τρόπο που τελειώνουν τις διεισδύσεις τους. O James πηγαίνει δυναμικά στο καλάθι στηριζόμενος στην αθλητικότητα και τον δυνατό κορμό που του επιτρέπουν ν’ απορροφά επαφές και ν’ αψηφά ψηλότερους και δυνατότερους παίκτες —τα εμφατικά καρφώματα εξάλλου είναι συστατικό μέρος του παιχνιδιού του. Τις διεισδύσεις του μπορείς να τις προβλέψεις, αλλά δεν μπορείς να τις σταματήσεις.

Ο Larkin τελειώνει φάσεις πιο τεχνικά, βασισμένος στον μοναδικό έλεγχο του σώματός του στον αέρα και το φανταστικό αριστερό του χέρι που ανοίγει πολύ την γκάμα των διαθέσιμων επιλογών —παίζει με τις γωνίες του ταμπλό και τα φάλτσα της μπάλας με τρόπο τέτοιο που, όχι απλά δεν ξέρεις εκ των προτέρων πως θα τελειώσει τη φάση, αλλά δεν μπορείς καν να προβλέψεις σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί. Και τις διεισδύσεις του δεν μπορείς να τις σταματήσεις ακριβώς επειδή δεν μπορείς να τις προβλέψεις (δεν ξέρεις ούτε προς τα που, ούτε πως, ούτε πότε).

Παράλληλα, ο Larkin, αν κι εκτελεί κι αυτός συχνά στην αρχή της επίθεσης, μπορεί να δει στο βάθος των 24 δευτερολέπτων μιας κατοχής και είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμος τακτικά. Αυτά συνεπάγονται ότι μεταφέρεται πολύ ευκολότερα εκτός μπάλας, όπως όντως συμβαίνει στην συνύπαρξή του με τον Micic, κάτι που δίνει στο παιχνίδι του έναν πλουραλιστικό χαρακτήρα που το αντίστοιχο του James δεν διαθέτει (ο οποίος, ακριβώς επειδή παίζει σχεδόν αποκλειστικά on-ball, χρειάζεται τόσο τον μοναδικό guard στο φετινό ρόστερ της CSKA που μπορεί να παίξει καλά off-ball, δηλαδή τον Strelnieks).

Αυτός ο πλουραλισμός, θεωρούμε, είναι ο βασικότερος λόγος που μέχρι τώρα ο Larkin, παρά το ότι φέτος παίζει μόλις την τρίτη του χρονιά στην Ευρώπη, έχει φτάσει σε μεγαλύτερα αγωνιστικά ύψη συγκριτικά με τον James. Αναφερόμαστε, βέβαια, στις περσινές του εμφανίσεις σε Top 8 και Final Four (τις οποίες φέτος συνεχίζει) —ο James έχει κυριαρχήσει πολλάκις σε μεμονωμένα παιχνίδια, αλλά δεν έχει υπάρξει τόσο επιδραστικός σε σειρά τόσο κρίσιμων αγώνων (έχοντας προφανώς το ελαφρυντικό του ότι, μέχρι φέτος, δεν είχε βρεθεί σε ομάδα που να ήταν στο επίπεδο της περσινής Efes).

Πολλά από τα παραπάνω εμφανίστηκαν κρυστάλλινα στο παιχνίδι της Παρασκευής, όχι από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά στην αρχή και το τέλος, δηλαδή στην πρώτη και στην τελευταία περίοδο. Σε αυτό το διάστημα, ο προσωπικός χώρος που συνήθως καταλαμβάνουν οι δύο τους μετατράπηκε σε χώρο κοινό, ένα μεταξύ τους παιχνίδι μέσα στο πλαίσιο του υπόλοιπου παιχνιδιού, σαν private-room εντός του οποίου όλοι οι υπόλοιποι μπορούσαν να κοιτάξουν αλλά δεν μπορούσαν να μπουν.

Η πιο χαρακτηριστική αλληλουχία σχετικών φάσεων συνέβη στην αρχή της πρώτης περιόδου, όταν σε διάστημα 20 δευτερολέπτων είδαμε τρία καλάθια: ένα ασφυκτικά μαρκαρισμένο τρίποντο του James, μια διείσδυση στην αρχή της επόμενης επίθεσης του Larkin, και την άμεση απάντηση του James με coast to coast.

Ήδη από τις πρώτες κατοχές, ωστόσο, μία τουλάχιστον μεταξύ τους διαφορά ήταν εμφανής. Τα περισσότερα σουτ που πήρε ο Larkin, με τον ίδιο είτε να ξεκινάει εκτός μπάλας είτε να βρίσκεται εκεί κατά τη διάρκεια της κατοχής, ήρθαν ως η ολοκλήρωση (ενίοτε πρόωρη) κάποιου set. Τα σουτ του James τελείωναν κατοχές πριν καν αυτές προλάβουν ν’ αρχίσουν —ο Αμερικανός κυριάρχησε παίζοντας στη μοναδική ταχύτητα που ξέρει, το turbo, κάτι που συχνά δεν μπορούν να ακολουθήσουν ούτε αντίπαλοι ούτε συμπαίκτες. Όταν αυτό συνδυάζεται με σχεδόν απόλυτη ευστοχία από το τρίποντο (είχε 5/7), είναι προφανές πως ο James αγγίζει κάτι που καμιά άμυνα δεν μπορεί να ελέγξει.

Μία ακόμα πτυχή της ικανότητας του James να επιτίθεται από τα πρώτα δευτερόλεπτα μιας κατοχής αποτέλεσε ένα από τα σημεία που έκριναν το παιχνίδι. Η τάση του να χρησιμοποιεί τον αριστερό διάδρομο πηγαίνοντας αντίθετα από το screen (συχνά ούτε καν το περιμένει να στηθεί) πραγματικά σμπαράλιασε την άμυνα της Efes, η αδυναμία της οποίας ν’ αμυνθεί σε αυτές τις καταστάσεις ήταν καθολική (ο Ataman, βλέποντας τον James σε αυτήν την κατάσταση, προφανώς έπρεπε να φέρει παίκτη από τη weak-side και να ρισκάρει το τρίποντο). Με αυτό τον τρόπο ήρθε η συντριπτική πλειοψηφία των διπόντων του (μεταξύ των οποίων και το game-winner).

[Εδώ εντοπίζεται και η βασική διαφορά του James με τον Σπανούλη, ο οποίος βέβαια είναι ταυτισμένος με το να κινείται αντίθετα από το screen. O James κερδίζει αυτές τις φάσεις με την ορμή του (γι’ αυτό δεν χρειάζεται screen), ο Σπανούλης (πλέον) με την εγκεφαλικότητα του (χρειάζεται το screen ως αντιπερισπασμό).]

Αυτή η εκκίνηση έδωσε στον James έναν αέρα κυριαρχίας (αγωνιστικής όσο και ψυχολογικής) που εμφανίστηκε έπειτα ολοκάθαρα στο τέλος του παιχνιδιού, όπου έβαλε 10 από τους 12 πόντους που σκόραρε η ομάδα του στο τελευταίο πεντάλεπτο. Στο αντίστοιχο διάστημα ο Larkin είχε 6 πόντους και μία assist, εκθέτοντας σε δύο περιπτώσεις τον Hines μετά από switch με τρόπο που βλέπουμε σπανιότατα, αλλά ήταν εμφανές πως το momentum ήταν στην πλευρά του James, ο οποίος εδώ κέρδισε τη μεταξύ τους μάχη.

Το κλείσιμο του παιχνιδιού ήταν απόλυτα ταιριαστό: η CSKA νίκησε μετά από iso του James. Η Efes έχασε μετά από iso του Larkin.

 

ΥΓ: Κάτι που χάθηκε μέσα στο hype για το νικητήριο σουτ του James, είναι η άμυνα της CSKA στην τελευταία κατοχή.

Παρά το ότι ο Larkin παίρνει το switch με τον Antonov, ο τρόπος που κλείνει ο James προς τα μέσα (απαγορεύει τον κεντρικό διάδρομο χωρίς να αφήνει τον παίκτη του ελεύθερο) και η εξαιρετική τοποθέτηση του Hines στη ρακέτα ωθούν τον Larkin σ’ αυτό το πολύ δύσκολο σουτ. Επίσης: σε τέτοιες φάσεις μπορούμε να καταλάβουμε πόσο μεγάλο πλεονέκτημα θα είχε ο επιθετικός αν ίσχυε και στην Ευρώπη ο κανονισμός του ΝΒΑ που απαγορεύει στον αμυντικό να κατασκηνώσει στη ρακέτα μαρκάροντας χώρο (όπως παραπάνω ο Hines), κάτι που θα έδινε στον Larkin το lay-up.

 

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑