——————————————————-
Από την Δευτέρα 20 Απριλίου μέχρι τη Δευτέρα 18 Μαΐου προβλήθηκαν τα επεισόδια του ντοκιμαντέρ “The Last Dance” (στην Ελλάδα είναι διαθέσιμα στην πλατφόρμα του Netflix).
Κατά την διάρκεια των προηγούμενων εβδομάδων, επιχειρήσαμε να εμβαθύνουμε στα όσα πραγματευόταν η κάθε δυάδα επεισοδίων μέσω δημοσιεύσεων στην σελίδα μας στο Facebook, συγκεντρώνοντας παράλληλα το σύνολο όσων αναζητούσαμε σε ένα ενιαίο κείμενο. Παρακάτω, τα όσα γράψαμε μετά τα δύο τελευταία επεισόδια.
H ντρίμπλα πριν το Last Shot
Ο Jordan, αφού είχε προετοιμάσει τη γωνία από την οποία θα επιτίθονταν, έχει κάνει μια προωθητική ντρίμπλα και ετοιμάζεται για τη σταυρωτή. Η απότομη επιβράδυνση, η απότομη διακοπή της κίνησής του, όσο προγραμματισμένη κι αν ήταν, τραντάζει το σώμα του. Όλο του το βάρος στηρίζεται στο πέλμα του δεξιού του ποδιού —δείτε, ενδεικτικά, πόσο σφιγμένοι είναι οι μύες του σ’ αυτό το πόδι και πόσο χαλαροί στο αριστερό, το οποίο συμμετέχει στην κίνηση βοηθώντας τον να βρει ισορροπία (σε επίδειξη μπασκετικής ευλυγισίας) αλλά δεν κάνει τίποτα περισσότερο.
Όλο το βάρος του σε ένα πόδι —μπορεί να τα καταφέρει; Ο κορμός του είναι σκυμμένος, αλλά δείτε πως το κεφάλι του είναι πίσω από τη νοητή ευθεία της μύτης του δεξιού του ποδιού: αυτός -στη συγκεκριμένη κατάσταση- είναι ο ορισμός της ισορροπίας (σε διαφορετική περίπτωση θα αποτύγχανε να σταματήσει και το σώμα του θα έφευγε προς τα μπροστά).
Υπάρχει, ωστόσο, ένα προς το παρόν άλυτο πρόβλημα: αν όλη η κίνηση στηρίζεται στο δεξί του πόδι, πως ακριβώς μπορεί ο Jordan να κεντράρει το βάρος του, αποφεύγοντας είτε τα βήματα είτε (στη χειρότερη) ένα διάστρεμμα; Αυτός είναι ο πρωτεύον ρόλος του αριστερού του χεριού: αυτό το κάτι σαν σπρώξιμο που κάνει ο Jordan δεν συμβαίνει σε πρώτο βαθμό για να βγάλει τον Russell εκτός φάσης (αυτό είναι μια ευχάριστη για τον Jordan παράπλευρη συνέπεια), αλλά επειδή διαφορετικά δεν θα μπορούσε ποτέ να ισορροπήσει το σώμα του: είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς αυτό αν ζουμάρει στην εικόνα και παρατηρήσει το αεροδυναμικό σχήμα που σχηματίζουν τα δύο χέρια (δείτε τους αγκώνες: σε τέλεια συμμετρία, παρά το ότι τα δύο χέρια επιτελούν διαφορετικά καθήκοντα) σε συνδυασμό με το κεφάλι του Jordan.
Διαφορετικά: είτε κανείς βλέπει επιθετικό foul είτε όχι (για μας απολύτως αδιάφορο), η φάση χωρίς αυτήν την κίνηση του αριστερού χεριού απλώς δεν θα μπορούσε να υπάρξει —απ’ αυτήν την άποψη το σπρώξιμο είναι το ένα και το αυτό με τη σταυρωτή του ντρίμπλα, όχι κάτι που μπορεί να διαχωριστεί απ’ αυτήν.
Το σώμα στα όριά του: ο Jordan εδώ θυμίζει μοτοσικλετιστή που τολμάει να επιχειρήσει προσπέραση πάνω στην στροφή, σχεδόν ακουμπώντας το οδόστρωμα με το σώμα του και διατηρώντας μια εύθραυστη ισορροπία που μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή.
Για το Game 7 με τους Pacers
Ο Scott Agness, reporter των Indiana Pacers για το The Athletic, σχετικά με το Game 7 των τελικών της Ανατολής το 1998:
«O Miller τελείωσε το παιχνίδι με 22 πόντους παίζοντας παράλληλα άμυνα πάνω στον Jordan, ενώ για την μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα προσωπικός του αμυντικός ήταν ο Ron Harper. Παρά το ότι έπαιξε 41 λεπτά, η επιθετική του συνεισφορά ήταν ελάχιστη στα τελευταία 16 λεπτά του παιχνιδιού. Έβαλε τους τελευταίους του πόντους — δύο ελεύθερες βολές — με 3 λεπτά και 54 δευτερόλεπτα να απομένουν για το τέλος της τρίτης περιόδου. Κι αυτό πιστώνεται στον Jordan, ο οποίος έγινε η σκιά του Miller προς το τέλος της αναμέτρησης δυσκολεύοντάς τον σε κάθε cut και σε κάθε ντρίμπλα. Η μοναδική προσπάθεια του Miller για σουτ στην τέταρτη περίοδο ήταν ένα τρίποντο που εκτέλεσε με υπερένταση καθώς έληγε ο χρόνος επίθεσης για την Indiana. Ήταν ένα airball, αλλά ο Dale Davis άρπαξε την μπάλα και σκόραρε. Η Indiana χρειαζόταν περισσότερα επιθετικά από τον Miller και τους υπόλοιπους guards της.
Ένιωσα πως οι Pacers είχαν περισσότερο βάθος, αλλά δεν το χρησιμοποίησαν για να κερδίσουν το πλεονέκτημα. Το χρονικό εύρος της τριετούς πορείας των Bulls, σε συνδυασμό με τις εντάσεις που υπήρξαν κατά τη διάρκειά της, ήταν κάτι που κόστισε πνευματικά και σε επίπεδο αθλητικότητας στο Chicago. Ήταν εξαντλημένοι και έφτασαν να παίζουν σε Game 7. Οι Pacers έπρεπε να βρουν έναν τρόπο για να εξασφαλίσουν μερικές καλές προσπάθειες για τον Miller. Ήταν ένας εξαιρετικός εκτελεστής ελεύθερων βολών, αλλά στο Game 7 εκτέλεσε (και ευστόχησε) μόνο τέσσερις.
(σσ: η παράγραφος που ακολουθεί είναι η απάντηση σε ερώτηση για το ποιος ήταν ο star στο παιχνίδι)
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως το στοιχείο που ξεχώρισε ήταν η αδιάκοπη προσπάθεια των Bulls στο rebounding, αλλά θα περιοριστώ στο να αναφέρω τον Toni Kukoc. Ευστόχησε σε 14 από τους 21 πόντους του στην τρίτη περίοδο, συμπεριλαμβανομένων τριών τριπόντων. Όσο οι Pacers προσπαθούσαν να απειλήσουν, ο Kukoc ήταν αυτός που τους διατηρούσε σε απόσταση. Ήταν ένας παίκτης που επηρέασε πολύ σχεδόν κάθε παιχνίδι της σειράς.»
Τriangle offense – η σχέση του Tex Winter με τον Phil Jackson και οι προπονήσεις των Chicago Bulls
«Το 1985, όταν ο Krause έγινε general manager στους Bulls, o Winter είχε περάσει από το πανεπιστήμιο της Washington, του Long Beach και της Louisiana. “Του τηλεφώνησα την επόμενη της πρόσληψής μου”, έχει πει ο Krause.
Υπό τις οδηγίες του Stan Albeck και στη συνέχεια του Doug Collins, οι Bulls ήταν μια ανερχόμενη ομάδα, αλλά κάθε χρόνο έχαναν στα playoffs. Το 1987, ο Krause έφερε τον Phil Jackson για να προστεθεί ως assistant coach. Ο Krause είπε στον Jackson πως ο Winter ήταν μια μπασκετική ιδιοφυΐα, ένας σοφός που δεν τον ενδιέφερε το οτιδήποτε πέρα από το νόημα που βρήκε στο μπάσκετ. Συμβούλευσε τον Jackson να αναζητήσει συμβουλές από τον Winter, και ο Jackson το έκανε.
Όταν ήταν μέλος των Knicks του Red Holzman, ο Jackson υπήρξε ένας role player με προβλήματα στην πλάτη, συνεισφέροντας περισσότερο ως ευφυής εκτελεστής. Ο Holzman, ο οποίος ειδικευόταν στην άμυνα, δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με το να δομήσει μια στρατηγική στην επίθεση. Αντί γι’ αυτό, παίκτες όπως ο Walt Frazier, ο Willis Reed και ο Bill Bradley περισσότερο αυτοσχεδίαζαν. Ο Holzman ανέθεσε στον Jackson τον ρόλο του ανθρώπου που θα βοηθούσε τους καινούριους παίκτες να ενταχθούν ομαλά στην βασική προσέγγιση της ομάδας.
Μετά την πρώτη τους κοινή σεζόν ως assistants των Bulls, ο Jackson και ο Winter ήταν οι coaches στο summer league του Los Angeles. Ο Winter εφάρμοσε την triangle offense. Ξεκινούσε σε κάθε προπόνηση με τις δικές του ασκήσεις, και ο Jackson, ο οποίος δεν είχε μελετήσει ποτέ μπασκετική θεωρία σε αναλυτικό επίπεδο, εντυπωσιάστηκε από την απλότητά τους και από τον τρόπο που οδηγούσαν σε κάτι πιο περίπλοκο μετά από μερικές εβδομάδες. Όπως λέει ο Chris Winter, γιος του Tex:
“Ο πατέρας μου είχε τεχνική εξειδίκευση. O Phil είχε απίστευτη κατανόηση για τους παίκτες, τα match-ups, μια ξεχωριστή αίσθηση για το παιχνίδι.”
Παρακολουθούσαν μαζί παλιές κασέτες με το Kansas State και συζητούσαν βιβλία παλαιότερων προπονητών όπως ο John Bunn και ο Everett Dean, καθώς και τις ιδέες του Sam Barry στην Southern California.
Το 1989, ο Jackson έγινε head coach των Bulls, και είπε στην ομάδα πως σχεδίαζε να εφαρμόσει το σύστημα του Winter. Ένας λόγος που οι Pistons κατάφερναν να κερδίζουν το Chicago πριν ο Jackson αναλάβει ήταν το ότι το physical game του Detroit εξαντλούσε τον Jordan. Ο Jackson και ο Winter είχαν την σκέψη πως αν εξασφάλιζαν περισσότερες επιθετικές επιλογές γύρω από τον Jordan, τότε θα είχε μεγαλύτερα αποθέματα ενέργειας προς το τέλος των αναμετρήσεων στα playoffs. Είπαν στον Jordan πως η ομάδα θα έμενε στην επίθεση για 20 δευτερόλεπτα. Αν δεν προέκυπταν ευκαιρίες εκτέλεσης, τότε θα έπρεπε να δημιουργήσει το δικό του σουτ. O Jordan ήταν σκεπτικός –αποκαλούσε την triangle “επίθεση του λευκού”.
O Horace Grant θυμάται τις πρώτες προπονήσεις που η triangle ξεκίνησε να διδάσκεται:
“Κάθε μέρα ξεκινούσαμε με πάσες, με cuts και με screens. Κάθε μέρα. Κάθε μα κάθε μέρα. Θεμελιώδη στοιχεία του μπάσκετ. Δεν είχαμε βαρεθεί. Ήταν συναρπαστικό. Θέλαμε να μάθουμε κάτι διαφορετικό, επειδή δεν είχαμε πετύχει κάτι ιδιαίτερο στα playoffs μέχρι τότε. Απαιτείται ευφυΐα για να εφαρμοστεί η triangle. Υπάρχουν εξαιρετικοί αθλητές στο ένας εναντίον ενός στο NBA, αλλά για να κάνεις τους πέντε να λειτουργήσουν ως ένα, χρειάζεται να γνωρίζεις τον ρόλο σου στην triangle. Όταν η άμυνα αποκλείει δέκα επιλογές, τότε προκύπτουν άλλες δέκα. Αν μια πάσα πάει στη γωνία, εμείς γνωρίζουμε ποια screens θα κάνουμε ως ομάδα, σε ποια σημεία θα γίνουν τα cuts. Αν μια πάσα περάσει στο post και η μπάλα φτάσει στον Cartwright, εμείς γνωρίζουμε όλα τα picks που πρέπει να γίνουν στην άλλη πλευρά της επίθεσης. Ήταν μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Σαν να παρακολουθείς τον Baryshnikov να χορεύει. Ή τον Picasso να ζωγραφίζει. Κάτι όμορφο. Βοήθησε πολύ το ότι είχαμε τον Jordan και τον Pippen. Το χρονόμετρο δείχνει πως απομένουν τέσσερα δευτερόλεπτα, όλα καταρρέουν, και τότε είναι η ώρα του Jordan.”»
Πηγές:
Nicholas Dawidoff, “The Obtuse Triangle”, New York Times
Leave a Reply