Ο Σλούκας ως prospect, ως συμπληρωματικός game-changer, και ως κορυφαίος floor-general.
Το παιχνίδι του Κώστα Σλούκα είναι μια απάντηση στο εξής πρόβλημα: πως μπορεί ένας παίκτης να επιβιώσει στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ αν δεν διαθέτει ούτε εντυπωσιακό μέγεθος ούτε elite αθλητικότητα, όπως συμβαίνει με την συντριπτική πλειοψηφία των παικτών που παίζουν στη θέση του; Πως μπορεί να επιβιώσει όταν παίζει διαρκώς με μειονέκτημα, από τη στιγμή που αντιμετωπίζει κατά κανόνα ψηλότερους, δυνατότερους ή/και αθλητικότερους αντιπάλους; Πως μπορεί ένας παίκτης μ’ αυτό το αθλητικό προφίλ να έχει αναδειχθεί σε εγκέφαλο της Fener του Obradovic τα τελευταία τρία χρόνια; Και πως μπορεί σήμερα, με τις απαιτήσεις του μπάσκετ της εποχής μας, να θεωρείται έτοιμος για έναν ακόμα μεγαλύτερο ρόλο;
Για να ανταποκριθεί σ’ αυτά τα προβλήματα, ο Σλούκας έχει αναπτύξει ένα επίπεδο ευφυίας που μόνο αθλητικά περιορισμένοι παίκτες μπορούν να αναπτύξουν. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι αθλητικοί του περιορισμοί τον έχουν ωθήσει στο να καλλιεργήσει μια διαισθητική κατανόηση του παιχνιδιού που εκφράζεται ως μια διαδικασία συνεχούς αναγνώρισης και προσαρμογής στις καταστάσεις που προκύπτουν στο παρκέ. Όταν μιλάμε για την ταχύτητα του Σλούκα ως στρατηγικό πλεονέκτημα πρώτα και κύρια μιλάμε για την ταχύτητα προσαρμογής του, για το πόσο γρήγορα μπορεί να προσαρμόζεται σε ευμετάβλητα δεδομένα, όχι για το πόσο γρήγορα τρέχει μια απόσταση (θα δούμε αργότερα γιατί αυτό το στοιχείο του, και κατ’ επέκταση ο Σλούκας ως παίκτης, έδεσε τόσο καλά με το μπάσκετ του Obradovic).
Υπάρχουν, προφανώς, κι άλλοι παίκτες που έχουν αναπτύξει αυτό το χαρακτηριστικό, για τους ίδιους μάλιστα λόγους. Βασικά παραδείγματα: ο Juan Carlos Navarro (το τοτέμ αυτής της κατηγορίας), ο Sergio Rodriguez, o Jaka Lakovic, ο Huertas, ο Taylor Rochestie, ο Kevin Pangos. Όσο διαφορετικοί κι αν είναι αυτοί οι παίκτες μεταξύ τους, στυλιστικά και ποιοτικά, αυτό που μας επιτρέπει να τους ομαδοποιήσουμε είναι οι κοινές τους ελλείψεις: όλοι τους είναι γύρω στο 1.90, όντας γρήγοροι με την μπάλα αλλά κατά τ’ άλλα όχι ιδιαίτερα αθλητικοί, χωρίς να έχουν ούτε το wingspan ούτε την υπερτροφική μυϊκή ανάπτυξη που θα τους επέτρεπε να αντισταθμίσουν το μικρό τους ύψος. Ο συνδυασμός αυτών των ελλείψεων δημιουργεί για κάθε έναν από αυτούς τους παίκτες τη θεμελιώδη συνθήκη, το βασικό πρόβλημα, γύρω από το οποίο δομείται το παιχνίδι τους. Ο καθένας λύνει αυτό το πρόβλημα διαφορετικά, στον έναν ή τον άλλον βαθμό, αλλά το σημαντικό εδώ είναι ότι όλοι ξεκινούν από την ίδια αφετηρία.
Πρώτα Δείγματα: ο Σλούκας ως Prospect
Ακολουθώντας αυτόν τον συλλογισμό, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στο ποιος ήταν ο Σλούκας ως παίκτης όταν ξεκινούσε την καριέρα του. Το πιο αντιπροσωπευτικό παιχνίδι αυτής της περιόδου είναι ο τελικός του παγκοσμίου πρωταθλήματος νέων απέναντι στην Αμερική, όταν ο Σλούκας ήταν 19 χρονών:
Τι ακριβώς βλέπουμε στο video; Βλέπουμε τον Σλούκα να μας προσφέρει μια πρόωρη επίδειξη κάθε πτυχής της διαισθητικής του ικανότητας. Ξεχωρίζει αμέσως στο pick-and-roll, καταφέρνοντας να σπάει επιθετικές άμυνες (δείτε πως περνάει ανάμεσα από hedge-out και παγίδες, ο ορισμός αυτού που αναφέραμε πριν ως “ταχύτητα προσαρμογής”) και να πηγαίνει μέχρι την καρδιά της ρακέτας. Κι όταν φτάνει εκεί, ξέρει ήδη ποιες πάσες θα είναι διαθέσιμες και πότε, προλαμβάνοντας έτσι για την έλλειψη ορατότητας που έχουν σ’ αυτά τα σημεία παίκτες του ύψους του. Το βασικότερο χαρακτηριστικό του είναι ο τρόπος που βλέπει το γήπεδο κατά μήκος (από την περιφέρεια προς τη ρακέτα) και κατά πλάτος (από τη μια πλευρά στην άλλη), μαζί με την ικανότητα να συνδέει κάθε ένα από αυτά τα σημεία με κάθε άλλο, κάτι που τον καθιστά ήδη από τότε ολοκληρωμένο δημιουργό. Αμυντικά, βάζει εξαιρετικά τα χέρια του πάνω στην μπάλα, είτε μιλάμε για προσωπική άμυνα είτε για βοήθεια, προβλέποντας παράλληλα τις κινήσεις των αντιπάλων του και καταλαμβάνοντας πρώτος τους χώρους που θέλουν αυτοί να κινηθούν (δείτε το επιθετικό φάουλ που κερδίζει από τον Curry).
Ακούγεται σαν τον Σλούκα του σήμερα;
Τι άλλο βλέπουμε; Το πρώτο πράγμα που ξεχωρίζει: δεν είναι γρήγορος —η ταχύτητα με την οποία είναι σήμερα ταυτισμένο το παιχνίδι του είναι επίκτητο χαρακτηριστικό. Αυτό τότε του δημιουργούσε πρόβλημα και αμυντικά και επιθετικά. Βλέπουμε επίσης ότι, όποτε διεισδύει και καλείται να τελειώσει τη φάση, μοιάζει να μην έχει τρόπους να το κάνει, δείχνοντας συχνά και εκτός ισορροπίας. Εν μέρει αυτό οφείλεται στην έλλειψη εκρηκτικότητας και το πολύ περιορισμένο άλμα και εν μέρει στο left-dominant παιχνίδι του. Το στοιχείο που λειτουργεί ως αντίβαρο σε αυτήν την αδυναμία είναι παραδοσιακά το floater, κάτι που λόγω της προηγμένης τεχνικής κατάρτισης του Σλούκα (στο αριστερό χέρι) κανείς θα περίμενε να υπάρχει έντονα στο παιχνίδι του, αλλά δεν υπάρχει καθόλου. Από τότε μέχρι σήμερα αυτή είναι η μεγαλύτερη έλλειψη που έχει ως σκόρερ.
Εποχή Ολυμπιακού: ο Σλούκας ως Game-Changer
Πόσο βελτιωμένος ήταν ο Σλούκας δύο χρόνια αργότερα, το 2011, όταν άρχισε να διακρίνεται στη Euroleague με τον Ολυμπιακό; Τόσο ώστε να μπορεί περιστασιακά να επηρεάσει παιχνίδια στο υψηλότερο επίπεδο, όπως έκανε στον τελικό του 2012 απέναντι στη CSKA:
Τι είχε αλλάξει; Το σώμα του Σλούκα είχε μεταμορφωθεί από σώμα έφηβου παίκτη σε σώμα επαγγελματία αθλητή. Εδώ χρειάζεται έμφαση: η ιστορίας της βελτίωσης του Σλούκα από τη σεζόν του στον Άρη μέχρι και σήμερα είναι πρώτα απ’ όλα η ιστορία βελτίωσης του σώματός του. Δεν πηδούσε προφανώς ψηλότερα, αλλά ήταν ταυτόχρονα σημαντικά ελαφρύτερος, γρηγορότερος και δυνατότερος από τον έφηβο εαυτό του. Αυτό του επέτρεψε να είναι “αθλητικά λειτουργικός”, να μπορεί δηλαδή να σταθεί σε αθλητικό επίπεδο απέναντι στον ανταγωνισμό. Έτσι αδρανοποίησε μερικώς βασικά ως τότε μειονεκτήματα, πρόσθεσε χαρακτηριστικά που δεν είχε, και βελτίωσε τα ήδη υπάρχοντα. Μπορούσε πλέον να τελειώσει σ’ ένα βαθμό φάσεις στη ρακέτα, απελευθέρωνε πιο γρήγορα την μπάλα στο σουτ, και είχε τη δύναμη ν’ απορροφήσει στοιχειώδεις επαφές και στα πόδια όχι απλά ν’ ακολουθήσει αλλά να πιέσει την μπάλα αμυντικά.
Το παιχνίδι του συνολικά αρχίζει να διακρίνεται από μια αδιάκοπη κίνηση και ταυτόχρονα η ένταση της κάθε του κίνησης αυξάνεται κατακόρυφα. Δεν είναι ακόμα σταθερά ορατό, αλλά υπάρχουν στιγμές που ο Ολυμπιακός αγκομαχά και μπαίνει ο Σλούκας στο παρκέ κι όλα δείχνουν αμέσως να λειτουργούν στην εντέλεια, σαν να επανήλθε ξαφνικά η τάση του ρεύματος.
Λόγω αυτής της ικανότητας, ο Σλούκας τότε πολύ συχνά χαρακτηρίζονταν ως game-changer. Τι σημαίνει ακριβώς αυτό, game-changer; Συμβατικά με τον όρο εννοείται ο παίκτης που έχει την ικανότητα “να αλλάξει τον ρυθμό του παιχνιδιού”. Αλλά τι περιλαμβάνει εδώ η έννοια του ρυθμού; Είναι σίγουρα κάτι πολύ περισσότερο (και σημαντικότερο) απ’ αυτό που στα βασικά στατιστικά μετριέται ως pace ή στα πιο προηγμένα ως μέσος χρόνος κατοχής. Ο ρυθμός είναι το πόση ένταση υπάρχει στις συλλογικές αντιδράσεις μιας ομάδας, επιθετικά κι αμυντικά. Ένας game-changer δεν μεταβάλλει απαραίτητα το pace ή τον μέσο χρόνο κατοχής, δεν κάνει πάντα το παιχνίδι πιο αργό ή πιο γρήγορο απ’ όσο ήταν, αλλά πάντα με κάποιο τρόπο ανεβάζει κατακόρυφα την ένταση με την οποία παίζει η ομάδα του, είτε συνολικά είτε σ’ ένα εξειδικευμένο τομέα. Κι ακριβώς επειδή ο game-changer προσφέρει ένα πλεονέκτημα έντασης αποκτά την ικανότητα να κρίνει παιχνίδια.
Τι συμβαίνει όμως όταν αυτό που χρειάζεται δεν είναι η αλλαγή ή ανατροπή του υπάρχοντος ρυθμού, αλλά η διατήρηση ή σταθεροποίησή του; Ο game-changer μπορεί εύκολα να κάνει τη διαδρομή από MVP ενός αγώνα σε non-factor στον επόμενο, από πολλά λεπτά σε λίγα, όπως συχνά συνέβαινε τότε στον Σλούκα.
Ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος του στον Ολυμπιακό; Διαχρονικά, από το 2011 μέχρι και πέρσι, η περιφέρεια του Ολυμπιακού είναι αυστηρά δομημένη πάνω σε δύο ρόλους: τον ρόλο-Σπανούλη (είτε παίζει ο ίδιος ο Σπανούλης είτε κάποιος αντικαταστάτης του) και τον ρόλο-Μάντζαρη, τον ρόλο δηλαδή του guard που καλείται να προστατέψει τον Σπανούλη (ή όποιον παίζει στη θέση του) απ’ όσα δεν χρειάζεται να κάνει (κυρίως: άμυνα στον καλύτερο αντίπαλο guard και κουβάλημα της μπάλας) για ν’ αντέξει το επιθετικό βάρος που καλείται να σηκώσει. Ο Σλούκας έπαιρνε λεπτά και στους δύο ρόλους κι αυτό για τον ίδιο μεταφράστηκε σε μεγάλα οφέλη αλλά και συγκεκριμένους περιορισμούς.
Ως αντι-Σπανούλης, ο Σλούκας καλούνταν να τρέξει τα ίδια σετ που έτρεχε η ομάδα του για τον Σπανούλη και να παράγει καταστάσεις με παρόμοιους τρόπους μέσα από αυτά. Παρακάτω μερικές ενδεικτικές φάσεις με τον Σλούκα στον ρόλο-Σπανούλη στα γνωστά plays που τρέχει παραδοσιακά ο Ολυμπιακός για τον δεύτερο:
Σε κάθε μία από αυτές τις φάσεις, η κίνηση του Σλούκα δημιουργεί ένα ρήγμα που του επιτρέπει να επιτεθεί σε πρώτο χρόνο. Το συγκεκριμένο play, με τη διπλή κίνηση του guard (από τη ρακέτα προς την περιφέρεια στο ανέβασμα, από την περιφέρεια προς τη ρακέτα μετά το pick-and-roll) είναι σχεδιασμένο για να παράγει αυτά τα ρήγματα. Κι όταν αυτό όντως συνέβαινε, ο Σλούκας ήταν ιδανικός για να αντικαταστήσει τον Σπανούλη, επειδή είναι φάσεις που αναγκάζουν την άμυνα να κινηθεί και να πάρει αποφάσεις, κάτι που ο Σλούκας μπορούσε από τότε να διαβάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο. Ο Obradovic αργότερα θα σχεδιάσει πολλά plays βασισμένα στην ίδια λογική, με τον Σλούκα να ξεκινάει εκτός μπάλας και να την παίρνει όντας ήδη σε κίνηση, με τη διαφορά ότι στη Fener υπήρχε συνήθως τουλάχιστον μια δράση που έδινε συνέχεια στο play μετά το pick-and-roll, κάτι που ο Ολυμπιακός έκανε σπάνια (ο Σπανούλης δεν το χρειαζόταν).
Όσο καλός κι αν ήταν ωστόσο ο Σλούκας ως αντι-Σπανούλης (με διαφορά ο καλύτερος που είχε ο Ολυμπιακός), υπήρχαν δύο προφανείς λόγοι για τους οποίος τα περιθώρια εξέλιξης του στο συγκεκριμένο πλαίσιο ήταν πολύ περιορισμένα: 1) ήταν ρόλος των 10-12 λεπτών (ανάλογα πόσο έπαιζε ο Σπανούλης), 2) ήταν ρόλος χτισμένος για ολοκληρωμένο σκόρερ, όχι για παίκτη που είναι πρώτα και κύρια playmaker. Άρα όταν μιλάμε για την καριέρα του Σλούκα στον Ολυμπιακό, η βασική ερώτηση είναι η εξής: κατά πόσο μπορούσε να παίξει μαζί με τον Σπανούλη;
Ο Σλούκας προφανώς και μπορούσε να παίξει δίπλα στον Σπανούλη, αλλά το fit δεν ήταν ιδανικό ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλο. Ο Σπανούλης, όντας εκτελεστικά και δημιουργικά υπερπλήρης, προϋποθέτει ότι η ομάδα του παίζει για αυτόν. Η ικανότητα του στο να χτυπάει κάθε είδους mismatch χρειάζεται παίκτες που νιώθουν άνετα να βρίσκονται περιστασιακά για ολόκληρες κατοχές στατικοί σε μια γωνία. Το πρότυπο guard που χρειάζεται δίπλα του ξέρει ακριβώς πότε να περάσει σε πιο παθητικό ρόλο —ο Blakney, o Law, ο Hackett. Ακόμα κι όταν ο Ολυμπιακός έπαιζε με τρία guard, ουσιαστικά έπαιζε για έναν ή με έναν, κάτι που περιόριζε τον Σλούκα σ’ έναν off-ball ρόλο και του παρείχε την μπάλα μόνο ως βαλβίδα αποσυμπίεσης του Σπανούλη.
Αυτό σ’ ένα βαθμό στερούσε από τον Σλούκα την ουσία του παιχνιδιού του, δηλαδή τη δημιουργία. Ο Σλούκας, όντας πρώτα και κύρια playmaker, προϋποθέτει ότι η ομάδα του παίζει όχι για αυτόν αλλά μέσω αυτού. Είναι μπάσκετ διαφορετικού τύπου: προϋποθέτει περισσότερη κίνηση, περισσότερες πάσες, λιγότερη ντρίμπλα.
Ο Ολυμπιακός προσέφερε στον Σλούκα τα πάντα (κορυφαίους προπονητές και συμπαίκτες, εμπιστοσύνη, εμπειρίες στο υψηλότερο επίπεδο), αλλά για να μεγαλώσει αγωνιστικά ο Σλούκας έπρεπε να φύγει.
Τι είδε ο Obradovic στον Σλούκα;
Επειδή ο ρόλος που είχε ο Σλούκας στον Ολυμπιακό δεν ήταν κάτι που μπορούσε να μεταφερθεί αυτούσιο στο μπάσκετ Obradovic, αξίζει να δούμε τα επιμέρους στοιχεία που πιθανόν τράβηξαν το ενδιαφέρον του Σέρβου προπονητή:
α. Pure Playmaking
Δείτε εδώ πως, όντας 22χρονος παίκτης σε τελικό Euroleague, έχει την ψυχραιμία να φωνάξει στον Πρίντεζη και τον Hines ν’ αλλάξουν θέσεις (άλλος απλά θα έβγαζε την μπάλα από πάνω του), κάτι που μπερδεύει τους Ρώσους και ελευθερώνει τον Hines κάτω από το καλάθι:
β. Ικανότητα στο Pick-and-Roll
Τα σουτ δεν μπαίνουν, αλλά κάθε πάσα είναι σωστή:
γ. Στιγμές Μαγείας
δ. Συνεργασίες με Lojeski
Η χημεία του Σλούκα με τον Lojeski ήταν ένα εξαιρετικά ενθαρρυντικό σημάδι για το πως θα συνεργαζόταν ο Έλληνας playmaker με τον Bogdanovic (συνδυασμός off- και on-ball παιχνιδιού) και τον Datome.
ε. Συγκέντρωση και Μαχητικότητα
Δείτε πως ο Σλούκας καλύπτει την πτώση του Keselj:
Και πως επανακάμπτει εδώ παρότι χάνει το πρώτο βήμα:
Εποχή Fener: ο Σλούκας ως Floor-General
Είδαμε τι μπορούσε να προσφέρει ο Σλούκας στον Obradovic, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η αντίστροφη ερώτηση: τι μπορούσε να προσφέρει ο Obradovic στον Σλούκα; Πιο σημαντικό: τι μπορούσε να προσφέρει το μπάσκετ-Obradovic στον Σλούκα;
Του προσέφερε το πλαίσιο στο οποίο η δημιουργία του Σλούκα μπορούσε να βρει ένα ιδανικό πεδίο έκφρασης. Η διαισθητική ικανότητα του Σλούκα, ο τρόπος που αποκωδικοποιεί τη ροή του παιχνιδιού, υπό τον Obradovic μπορούσε να καταστεί πυρήνας μιας καλοκουρδισμένης επίθεσης. Διαφορετικά: μεταξύ του read-and-react τρόπου που παίζει ο Σλούκας και του read-and-react μπάσκετ που διδάσκει ο Obradovic υπάρχει μια ταύτιση, κι αυτή η ταύτιση ήταν άκρως ευνοϊκή για το παιχνίδι του Σλούκα γιατί εκφράστηκε τόσο σε επίπεδου αγωνιστικού στυλ όσο και σε επίπεδο στελέχωσης. Η ίδια ταύτιση άλλωστε ήταν η αφετηρία μιας σχέσης η οποία, αφενός, θα οδηγήσει αργότερα τον Σλούκα ν’ αποκαλέσει τον Σέρβο μπασκετικό του πατέρα και, αφετέρου, θα οδηγήσει στη μεταμόρφωση του Σλούκα από συμπληρωματικό game-changer σ’ έναν από τους καλύτερους floor-general του Ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Δεν έγινε αμέσως. Για την ακρίβεια, έγινε τόσο σταδιακά που η θητεία του Σλούκα στη Fener χωρίζεται σε δύο περιόδους: με τον Bogdanovic τα δύο πρώτα χρόνια (ειδικά η πρώτη χρονιά ήταν μεταβατική), χωρίς τον Bogdanovic μετά.

Ο τρόπος που αξιοποίησε ο Obradovic τον Σλούκα βασίζεται στη διάκριση μεταξύ ταχύτητας και εκρηκτικότητας και τη διαπίστωση ότι ο Σλούκας διαθέτει το πρώτο αλλά όχι το δεύτερο. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Σημαίνει ότι για να αναπτύξει ταχύτητα, για να ενεργοποιήσει δηλαδή ένα βασικό του πλεονέκτημά, ο Σλούκας χρειάζεται χώρο που δεν μπορεί να δημιουργήσει μόνος του. Πως το κάνει; Παίζοντας pick-and-roll. Γιατί είναι όμως τόσο αποτελεσματικός όντας από τους καλύτερους PNR παίκτες στην Ευρώπη;
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Και στις τέσσερις φάσεις (όλες από το ίδιο παιχνίδι) η Fener τρέχει το ίδιο σετ. Ξεκινώντας από box διάταξη, ο Σλούκας παίρνει ένα screen κοντά στη γραμμή των βολών και βγαίνει αριστερά στις 45 μοίρες (πάντα στην ίδια πλευρά για να επιτεθεί με το καλό του χέρι). Το screen ουσιαστικά είναι fake, απλός αντιπερισπασμός, αλλά βοηθάει τον Σλούκα να πάρει μια απόσταση από τον αμυντικό του αφήνοντάς τον μερικά βήματα πίσω. Αυτό είναι σημαντικό γιατί θέτει τον Σλούκα σε κίνηση επιτρέποντας του να αυξήσει ταχύτητα. Αυτή η επιτάχυνση είναι το πρώτο μέρος ενός μοτίβου που εμφανίζεται διαρκώς στο παιχνίδι του: μπορούμε να το αποκαλέσουμε απλώς αυξομείωση ταχύτητας, αλλά θα το καταλάβουμε καλύτερα σε τρία μέρη ως επιτάχυνση-επιβράδυνση-επιτάχυνση. Η επιβράδυνση, το δεύτερο μέρος, συμβαίνει τη στιγμή που ο Σλούκας λαμβάνει την μπάλα, όταν και στέκεται για μια στιγμή ακίνητος, θέλοντας να αναγκάσει τον αμυντικό του να σταματήσει. Έτσι μπορεί να συγχρονίσει το step-up screen του ψηλού με τα τελευταία βήματα του αμυντικού, ο οποίος, ξαφνικά, όταν ο Σλούκας ξενικά να επιταχύνει ξανά στο τρίτο μέρος της κίνησης του, καλείται να αυξήσει και πάλι ταχύτητα, κάτι που του αφαιρεί τη δυνατότητα αλλαγής κατεύθυνσης και τον στέλνει πάνω στο screen.
Δείτε εδώ τον αμυντικό του Σλούκα τη στιγμή του screen σε κάθε μια από τις παραπάνω φάσεις (η τέταρτη φάση περιλαμβάνει hand-off, όχι screen, αλλά ο Σλούκας χρησιμοποιεί το ίδιο ακριβώς μοτίβο αυξομείωσης ταχύτητας):
Κι εδώ μερικά ακόμα plays με τον Σλούκα να ξεκινάει off-ball:
Βλέπουμε λοιπόν εδώ ότι ο Σλούκας καλύπτει το έλλειμμα εκρηκτικότητας επειδή οι δράσεις του Obradovic τον βάζουν σε κίνηση πριν πάρει την μπάλα. Τι συνέβαινε όμως όταν ήταν ο ίδιος στο κεφάλι της επίθεσης από την αρχή μιας κατοχής; Πως εξασφάλιζε η Fener σ’ αυτές τις καταστάσεις τον χώρο που χρειάζεται ο Έλληνας guard;
Φτάνοντας το spacing στα όρια του: ο Obradovic έστελνε τον center του να σκρινάρει για τον Σλούκα πολύ πάνω από το τρίποντο (ενίοτε στο λόγκο, όπως φαίνεται στο βίντεο) και καταλήγοντας απαραίτητα μετά το pick-and-roll σε 4-out διάταξη. Αυτό ήταν ευνοϊκό για το παιχνίδι του Σλούκα (γιατί μπορούσε μ’ ένα screen να βρει τους διαδρόμους και τα ανοίγματα που χρειαζόταν) και εξίσου ευνοϊκό για το παιχνίδι της Fener συνολικά γιατί οι μεγάλες αποστάσεις της προσέφεραν μια ιδανική αφετηρία γι’ αυτά που ήθελε να κάνει επιθετικά. Δείτε επίσης με πόσους διαφορετικούς τρόπους παίζουν οι Τούρκοι pick-and-roll: spain και staggered pick-and-roll, pick-and-pop, δράσεις (κυρίως flare) στην αδύναμη πλευρά ταυτόχρονα με το ball-screen. Σε συνδυασμό με αυτά που έτρεχε η Fener με τον Σλούκα να ξεκινάει μακριά από την μπάλα, παίρνουμε μια καλή ιδέα για τον τακτικό πλουραλισμό που υπήρχε στο παιχνίδι της.
Το μυστικό συστατικό στο pick-and-roll παιχνίδι του Σλούκα, ωστόσο, είναι η εναλλακτική που έχει όταν τίποτα από τα παραπάνω δεν λειτουργεί κι αυτή είναι ο σεμιναριακός τρόπος που χρησιμοποιεί το re-screen. Πρόκειται για έναν τομέα που ξεχωρίζει τους καλούς playmaker από τους κορυφαίους και κάτι στο οποίο ο Obradovic δίνει τεράστια έμφαση (χαρακτηριστικό το πόσο βελτιώθηκε με τα χρόνια ο Διαμαντίδης στο συγκεκριμένο κομμάτι). Ο Σλούκας, αφού πάρει το πρώτο screen, χρησιμοποιεί διαδοχικές αλλαγές ταχύτητας ή/και κατεύθυνσης, κινούμενος τόσο παράλληλα όσο και κάθετα, έτσι που εξαντλεί τον αμυντικό του που είναι αδύνατον να διαβάσει πότε θα πάρει τελικά το δεύτερο screen. Αυτή η ικανότητά του είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για το πως ένας μη-αθλητικός παίκτης μπορεί να φέρει στα μέτρα του το παιχνίδι:
Για να φτάσει σε αυτό το επίπεδο ο Σλούκας έχει καταφέρει να ξεπεράσει τους περιορισμούς που συνεπάγεται το left-dominant παιχνίδι του, τουλάχιστον σε επίπεδο δημιουργίας. Μπορεί να βρίσκει πάσες με το αριστερό χέρι ακόμα κι από γωνίες που είναι αδύνατον να πασάρεις αν δεν μπορείς να το κάνεις με το δεξί χέρι. Αυτή η εφευρετικότητα του Σλούκα του παρέχει λύσεις σε προβλήματα που θεωρητικά υπερβαίνουν το αγωνιστικό του πακέτο:
Αυτή η δημιουργικότητα του Σλούκα σε συνδυασμό με την ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει με την μπάλα στα χέρια τον καθιστά εξαιρετικά διεισδυτικό. Ο Σλούκας, για την ακρίβεια, είναι ένας από τους δύο παίκτες του Ευρωπαϊκού μπάσκετ που μπορούν να σμπαραλιάσουν μια άμυνα με drive-and-kick και πάσες στην καρδιά της ρακέτας (ή above-the-rim) όντας σχετικά (ή και αρκετά) περιορισμένοι ως σκόρερ μετά από διείσδυση (ο άλλος είναι ο Campazzo). Τη στιγμή που θα εντοπίσει το κενό ή το ρήγμα ο Σλούκας ξέρει ήδη την κατάληξη της φάσης. Δείτε πως διαλύει άμυνες με τις διεισδύσεις του:
Υπάρχουν playmakers οι οποίοι, λόγω περιορισμένου court-vision, αδυνατούν να δουν τις πάσες που υπάρχουν πέρα από το πρώτο επίπεδο άμυνας, κάτι που συχνά καταδικάζει τις ομάδες τους στο να παίζουν pick-and-roll 2-εναντίων-5. Ο Σλούκας μπορεί ανά πάσα στιγμή να δει τα πάντα στο γήπεδο, ακόμα κι αν χρειάζεται να πασάρει πάνω από μια ολόκληρη άμυνα, δημιουργώντας διαρκώς συνθήκες για power-plays (καταστάσεις με αριθμητικό πλεονέκτημα της επίθεσης). Ο τρόπος που στήνει τους συμπαίκτες του και οργανώνει το παιχνίδι τον τοποθετεί στη λίστα με τους καλύτερους playmaker του Ευρωπαϊκού μπάσκετ. Δημιουργικά, στο κατάλληλο πλαίσιο, ο Σλούκας είναι μια μηχανή παραγωγής close-out, καρφωμάτων και ελεύθερων σουτ κι αυτό υποδεικνύει και τι παίκτες χρειάζεται δίπλα του: αθλητικούς ψηλούς που ρολάρουν γρήγορα κι έχουν καλά τελειώματα, καλούς σουτέρ που καταλαβαίνουν που πρέπει να τοποθετηθούν και τουλάχιστον έναν ακόμη δημιουργό —και η Fener τα είχε όλα στο απόλυτο, τονίζοντας τα καλά του στοιχεία και κρύβοντας ταυτόχρονα τις αδυναμίες του στο μέγιστο βαθμό.
Αδυναμίες: ο Σλούκας ως Scorer και Αμυντικός
Το σκοράρισμα και η άμυνα είναι τα πιο πολύπλοκα στοιχεία στο παιχνίδι του Σλούκα επειδή η επάρκειά του σ’ αυτά είναι σχετική και εξαρτάται λιγότερο από τον ίδιο και περισσότερο από την κατάσταση που αντιμετωπίζει. Οι αδυναμίες του και στους δύο τομείς αντανακλούν τις ίδιες ελλείψεις: απουσία ύψους, έκρηξης, δύναμης. Κι είναι αυτές οι δύο αδυναμίες που ουσιαστικά ορίζουν το αγωνιστικό του ταβάνι: αν ήταν καλύτερος έστω σ’ ένα από τα δύο, στο βαθμό που δεν θα χρειαζόταν κάλυψη από την υπόλοιπη πεντάδα, θα άνηκε στη συζήτηση για τους κορυφαίους guard της ηπείρου. Τι μπορεί και τι δεν μπορεί λοιπόν να κάνει ο Σλούκας ως σκόρερ και αμυντικός;
Ξεκινάμε από το πρώτο.
Το σκοράρισμα στο παιχνίδι του είναι συμπληρωματικό, αλλά καθοριστικό —χωρίς την έντονη απειλή ότι μπορεί να σκοράρει δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργήσει στο επίπεδο που το κάνει. Θεωρητικά ο Σλούκας έχει επαφή με το καλάθι από κάθε σημείο του γηπέδου: τρίποντο, μέση απόσταση και ρακέτα, όπως φαίνεται παρακάτω:

Πόσο πραγματική είναι όμως αυτή η απειλή; Ο διαχωρισμός που πρέπει να γίνει είναι ο εξής: ο Σλούκας μπορεί να σκοράρει στη ροή μιας επίθεσης, αλλά είναι αρκετά περιορισμένος σε καταστάσεις που χρειάζεται να βγάλει προσωπική φάση.
Το βασικό εργαλείο με το οποίο ξεκλειδώνει το υπόλοιπο παιχνίδι του είναι το σουτ, και πιο συγκεκριμένα η ικανότητά του, όταν βρίσκει χώρους, να εκτελεί έχοντας ζωντανή ντρίμπλα. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να τιμωρεί τόσο τον προσωπικό του αμυντικό όταν μένει μερικά βήματα πίσω για να του κλείσει τη διείσδυση όσο και τις pick-and-roll άμυνες που τον αντιμετωπίζουν παθητικά κρατώντας τον ψηλό στη ρακέτα:
Το προφανές πλεονέκτημα που συνεπάγεται το καλό του σουτ είναι ανοιχτοί διάδρομοι. Ειδικά όταν ο αντίπαλος ψηλός έχει ανέβει, ο Σλούκας μπορεί πολύ γρήγορα να διαβάσει το κενό (ή να διαβάσει τι πρέπει να κάνει για να το δημιουργήσει) και να πάει μέχρι μέσα τελειώνοντας τη φάση. Πολλές διεισδύσεις του συμβαίνουν σαν από το πουθενά και αφήνουν μια αίσθηση παγωμάρας γιατί πιάνουν την άμυνα στον ύπνο (γι’ αυτό και συχνά συμβαίνουν σε early offense). Παράλληλα, χωρίς να είναι elite ως ball-handler, διαθέτει μια σχετικά ευρεία γκάμα από ντρίμπλες (προωθητικές, hostage, inside-out) οι οποίες, σε συνδυασμό με τον αριστοτεχνικό τρόπο που χρησιμοποιεί αλλαγές ταχύτητας, του επιτρέπουν δημιουργήσει την απόσταση που χρειάζεται από τον αμυντικό του:
Υπάρχουν όμως αρκετές προϋποθέσεις και περιορισμοί και στο pull-up παιχνίδι του Σλούκα και στην ικανότητα του να σκοράρει μετά από διείσδυση.
Ως σουτέρ, το ότι τοποθετεί την μπάλα μπροστά από το κεφάλι του και σουτάρει στην άνοδο του άλματος του (το οποίο έτσι κι αλλιώς είναι πολύ περιορισμένο), σε συνδυασμό με το σχετικά αργό release συνεπάγεται ότι είναι αρκετά εύκολο να του κόψεις την ορατότητα προς το καλάθι. Δείτε παρακάτω πόσο καθαρός είναι ο μηχανισμός του στην πρώτη φάση και πως παραμορφώνεται στη δεύτερη υπό την πίεση του Causeur:
Αντίστοιχους περιορισμούς έχει ο Σλούκας κι όταν προσπαθεί να τελειώσει φάσεις στη ρακέτα. Για να το κάνει θα πρέπει απαραίτητα να έχει αφήσει τον αμυντικό πίσω του ή έστω να τον έχει ώμο-με-ώμο (αν κι εδώ δεν έχει συχνά πλεονέκτημα) και να μπορεί να βρει γωνία για να εκτελέσει με ταμπλό, συνήθως από την αριστερή πλευρά. Σπάνια τελειώνει μπροστά στον αντίπαλο ψηλό. Το left-dominant παιχνίδι του τον περιορίζει αρκετά, αφού η ικανότητα του και στην ντρίμπλα και στα τελειώματα με το δεξί είναι περιορισμένη. Σημαντικό εδώ επίσης είναι το ότι δεν έχει αναπτύξει floater, κάτι που υποπτευόμαστε πως σχετίζεται με την ορμή με την οποία παίζει και τον αναγκάζει συχνά να γέρνει το σώμα του προς τα μπροστά όταν εκτελεί (φανερό όταν σουτάρει), ενώ το floater απαιτεί το αντίστροφο, να μπορείς δηλαδή να εκτελέσεις τραβώντας το σώμα προς τα πίσω.
Από τον συνδυασμό των παραπάνω είναι εύλογο ότι ο Σλούκας δεν μπορεί να δημιουργήσει εύκολα σε προσωπική φάση χωρίς να κινείται η υπόλοιπη επίθεση. Δείτε παρακάτω πόσο δυσκολεύεται να βγάλει ένα καλό σουτ απέναντι σε average αμυντικούς:
Καμία έκπληξη λοιπόν για το ότι οι αντίπαλες άμυνες συχνά προσπαθούν να τον βάλουν σε κατάσταση στην οποία πρέπει να σκοράρει, κάτι που ο Σλούκας δεν είναι πάντα εύκολο να σπάσει ειδικά στις περιπτώσεις που τον μαρκάρει παίκτης με μήκος και αθλητικότητα. Στη Fener αυτή η αδυναμία του καλύπτονταν πλήρως επειδή δίπλα του είχε πάντα τουλάχιστον έναν παίκτη με προσωπική φάση: Bogdanovic, Dixon, Wanamaker. Η μόνη χρονιά που αυτό δεν συνέβη ήταν το 2018-19, όταν ο τραυματισμός του Ennis (και η ηλικία του Dixon) άφησε τον Σλούκα χωρίς guard με 1vs1 παιχνίδι, αλλά με πολλούς εκτελεστές και δευτερεύοντες δημιουργούς που μπορούσε διαρκώς να σημαδέψει. Το αποτέλεσμα ήταν η Fener να παίξει φανταστικό μπάσκετ (ό,τι κοντινότερο έχουμε δει σε ομάδα “του Σλούκα”, υπό την έννοια ότι ήταν πλήρως προσαρμοσμένη στις ανάγκες του), αλλά να ηττηθεί σε Final Four και τουρκικό πρωτάθλημα από την Efes η οποία βασίστηκε ακριβώς σ’ αυτό που έλειπε από την ομάδα του Obradovic, δηλαδή στην επιθετική υπεροπλία των guard της (Larkin, Micic).
Κι όπως καταλάβαμε πότε ο Σλούκας μπορεί και πότε δεν μπορεί να σκοράρει, έτσι πρέπει να καταλάβουμε πότε μπορεί και πότε δεν μπορεί να αμυνθεί. Αμυντικά λοιπόν είναι θετικός σε δύο τομείς: πίεση στην μπάλα (επαρκή, αλλά σίγουρα όχι ασφυκτική) και ό,τι σχετίζεται με IQ και ετοιμότητα —αμφότερα όμως για να τα προσφέρει πρέπει να έχει κάλυψη τόσο από πλευράς υπόλοιπου ρόστερ όσο και από πλευράς τακτικής.
Η Fener του παρείχε και τα δύο. Ο Σλούκας στο σύνολο της καριέρας του εκεί είχε δίπλα του πολλούς παίκτες που είχαν τουλάχιστον δύο από τα αμυντικά στοιχεία που χρειάζεται (σκληράδα, αθλητικότητα, μέγεθος): Bogdanovic, Antic, Udoh, Guduric, Kalinic, Vesely. Τακτικά ο Obradovic τον προστάτευε με switch και, αν ο αντίπαλος χτυπούσε το mismatch Σλούκα-ψηλού, άμεση βοήθεια ή/και παγίδα, όλα σε εξαιρετικούς χρόνους βγάζοντας τον Σλούκα άμεσα από δύσκολες θέσεις.
Πριν περάσουμε στο πως μπορεί να εκτεθεί αμυντικά, αξίζει να δούμε ένα παράδειγμα της αμυντικής του ευφυίας γιατί είναι κάτι που μπορεί να κρίνει παιχνίδια. Δείτε τι κάνει παρακάτω:
O Jasikevicius στέλνει τον Thompson να σκρινάρει για τον Walkup γιατί ξέρει ο αμυντικός του Αμερικανού (Melli) θα πάει για το switch και θέλει να χτυπήσει τα αργά πόδια του Ιταλού. Ο Σλούκας το μυρίζεται αστραπιαία και πηγαίνει αυτός πάνω στον Thompson (pre-switch) κάνοντας νόημα στον Meli να τον καλύψει στην πίσω γραμμή. Ο Thompson το βλέπει, αλλά τα πάντα έχουν συμβεί τόσο γρήγορα που δεν καταλαβαίνει ότι πρέπει να προσαρμοστεί. Συνεχίζει την κίνησή του για screen στον Walkup, ενώ θα πρέπει να πάει για ghost-screen ή απλά ν’ αδειάσει τον χώρο, κάτι που σημαίνει ότι ο Σλούκας τώρα αλλάζει και μαρκάρει τον Αμερικανό playmaker της Zalgiris. Ο Έλληνας guard ήταν προετοιμασμένος γι’ αυτό από τη στιγμή που ξεκίνησε η φάση. Ξέρει ότι ο Walkup θα επιτεθεί πάνω του προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την διαφορά δύναμης. Ζυγίζει τα βήματα του, καταλαβαίνει ότι πάει για το spin και παίρνει το επιθετικό, δείχνοντας τι σημαίνει να ελέγχεις μια φάση αμυντικά από την αρχή μέχρι το τέλος της.
Το effort και η συγκέντρωση βέβαια μπορούν να καλύψουν μόνο μερικώς τις αμυντικές του αδυναμίες. Το αδύναμο σώμα και το μικρό wingspan τον καθιστούν ευάλωτο σε αρκετές καταστάσεις, τόσο που ενίοτε ακυρώνεται το πλεονέκτημα των γρήγορων ποδιών που διαθέτει. Ειδικά σε φάσεις που ο Σλούκας χάνει το πρώτο βήμα του είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιστρέψει στη φάση. Δείτε πόσο εύκολα παίρνει ο αντίπαλος του την εσωτερική:
Ακόμα ωστόσο κι όταν ο Σλούκας καταφέρνει να μείνει μπροστά από τον παίκτη του δεν συνεπάγεται ότι έχει κερδίσει τη φάση. Στα παρακάτω παραδείγματα ο αντίπαλός του απλά σουτάρει από πάνω του χωρίς να νιώθει ιδιαίτερη πίεση. Στη δεύτερη φάση είναι χαρακτηριστική η αντίδραση του Σλούκα γιατί δείχνει ότι ξέρει πως έπαιξε την καλύτερη άμυνα που μπορούσε να παίξει κι όμως δέχθηκε το καλάθι:
Όπως καταλαβαίνει κανείς υπάρχουν αρκετοί τρόποι με τους οποίους μπορούν να στοχευθούν οι αμυντικές αδυναμίες του Σλούκα. Ειδικά η αδυναμία του να σπάσει screen, είτε στην μπάλα είτε μακριά από αυτήν, καθιστά συχνά επιτακτική επιλογή το switch, κάτι που βάζει πίεση στην υπόλοιπη άμυνα να τον καλύψει. Η απουσία του Vesely φέτος (μαζί με τα υπόλοιπα προβλήματα της Fener), ο οποίος διαχρονικά έδινε μεγάλη βοήθεια στον Σλούκα αμυντικά με το μέγεθος και την ταχύτητά του, ανέδειξε κρυστάλλινα όλες αυτές τις αδυναμίες.
*****
ΥΓ1: Εδώ μια playlist με όλα τα βίντεο που χρησιμοποιήσαμε μαζί με έξτρα υλικό.
ΥΓ2: Το παρόν κείμενο αφορά την αγωνιστική ταυτότητα του Σλούκα και το πως έγινε ο παίκτης που είναι σήμερα. Για το fit του στο roster του Ολυμπιακό (όταν τελικά ανακοινωθεί) θα μιλήσουμε όταν γράψουμε για τη στελέχωση της ομάδας του Μπαρτζώκα.
ΥΓ3: Επόμενο κείμενο για τον Marcus Foster του Παναθηναϊκού.
Καλησπέρα σας.
Ιδιαίτερα εκτενής και ουσιαστική η ανάλυσή σας. Θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένα σημεία, που θίξατε στο κείμενό
σας αναφορικά με την παρουσία του Σλούκα στο παρκέ και να ρωτήσω επάνω σε αυτά. Ξεκινώντας από την άμυνα.
Δεδομένων των διαφωτιστικών φάσεων στις οποίες ο Σλούκας αμύνεται, παρατηρώ ότι το χαμήλωμα του κορμιού του
δεν είναι και το καλύτερο συγκριτικά με αξιόπιστα αμυντικογενή guards όπως ο Charles Jenkins, Daniel Hackett.
Αυτό δεν συνεπάγεται με «παροχή εύκολου ρήγματος» στον αντίπαλο χειριστή ανεξαρτήτως χεριού; Επίσης, η
παρούσα μορφή της frontline με Ellis, Martin, Jean Charles και Πρίντεζη πόσο κοντά βρίσκεται στις αναφορές σας
περί αναγκαίας ύπαρξης μεγέθους, σκληράδας και αθλητικότητας;
Στο επιθετικό σκέλος τώρα, συμφωνώ απολύτως με τα όσα είπατε περί αναγκαίας ύπαρξης ικανού 1v1 παίκτη στην
πεντάδα, ώστε να «αποσυμπιέζεται» από αυτήν την ευθύνη ο Έλληνας guard, που ουδέποτε έδειξε elite skillset σε
καθαρές iso καταστάσεις. Εικάζω πως η παραμονή ενός πλάγιου με ροπή στο κάθετο παιχνίδι, όπως ο McKissic, σε
συνδυασμό με την απόκτηση ενός ικανού scorer combo guard δίχως απαγορευτικό USG% (Harrison) αποτελούν
κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, αν και είναι πολύ νωρίς για να το θέσω με απόλυτη βεβαιότητα προτού
ολοκληρωθεί το roster. Καλή συνέχεια!
LikeLike
Καλημέρα Ιωάννη, ευχαριστούμε θερμά για το σχόλιο. Ουσιαστικά ολοκληρώνεται το roster του Ολυμπιακού μόλις ανακοινωθεί ο Σλούκας. Προς τα μέσα Σεπτέμβρη θα γράψουμε αναλυτικά για στελέχωση Ολυμπιακού και θα ασχοληθούμε με όσα αναφέρεις.
LikeLike
Μπράβο σας! Εξαιρετική δουλειά, πολύ λεπτομερής όπως μας έχετε μάθει φυσικά. Πότε να περιμένουμε το κείμενο για Φόστερ;
LikeLike
Ευχαριστούμε θερμά. Κείμενο για Foster την ερχόμενη Δευτέρα.
LikeLike