Για την παρακμιακή εποχή των ανοιχτών της Νέας Υόρκης και τον Lance Stephenson ως ενσάρκωση των συστατικών του νεοϋορκέζικου streetball αυτής της εποχής.
Πρώτη δημοσίευση στο τεύχος 35 του περιοδικού HUMBA!.
«Το μπάσκετ ανήκει στις πόλεις. Το παιχνίδι είναι απλό, μια πράξη κατά την οποία κάποιος προκαλεί έναν άλλον, περιστροφές, προσποιήσεις, η απελευθέρωση για να απογειωθείς, κατευθύνοντας μια μπάλα προς έναν στόχο, ένα μεταλλικό στεφάνι λίγο περισσότερο από δύο μέτρα πάνω από το έδαφος. Αλλά οι απλές κινήσεις μεταμορφώνονται σε περίπλοκα μοτίβα, οι εναλλακτικές γίνονται σχεδόν αμέτρητες, οι σύντομες στιγμές της αποκορύφωσης συνδυάζονται για έναν φαντασμαγορικό χορό. Για τον μη μυημένο, τα μοτίβα ίσως μοιάζουν φευγαλέα, άπιαστα, ή ακόμα και μπερδεμένα. Αλλά σε κάποιο ανοιχτό μιας πόλης, μια χαρακτηριστική κίνηση μένει παγωμένη στο μυαλό όσων την παρακολούθησαν. Και μια πρόκληση για παιχνίδι ένας-εναντίον-ενός προσλαμβάνει μια ευρύτερη σημασία, καθορίζει την ταυτότητα κάποιου μέσα σε μια αστική κοινωνία που καλλιεργεί αόρατες προσωπικότητες. Το μπάσκετ είναι κάτι περισσότερο από ένα άθλημα ή μια ασχολία στις πόλεις. Είναι ένα τμήμα, ένα βασικό τμήμα, του κοινωνικού ιστού. Τα παιδιά στις μικρές πόλεις γίνονται συχνά εξαιρετικοί παίκτες μπάσκετ. Αλλά το πετυχαίνουν επειδή αναπτύσσουν το σουτ τους και ακριβείς επιδεξιότητες. Στις πόλεις, τα παιδιά αναπτύσσουν απλά “κινήσεις”. Άλλοι νεαροί αθλητές ίσως μαθαίνουν μπάσκετ, αλλά τα παιδιά της πόλης το ζουν.»
Στο παραπάνω απόσπασμα, o Pete Axthelm, Αμερικανός αθλητικογράφος που συνεργάστηκε με κάποια από τα σημαντικότερα αθλητικά έντυπα και τηλεοπτικά δίκτυα των Ηνωμένων Πολιτειών τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, αποτυπώνει ένα διαχρονικό θεώρημα του αθλήματος: αν αναζητάς την πιο πρωτόγονη μορφή μπάσκετ, απαλλαγμένη από εκπαιδευτικές διαδικασίες και επεξηγήσεις πολύπλοκων συστημάτων, μια μορφή που δεν διδάσκεται αλλά βιώνεται, τότε πρέπει να περπατήσεις στην πόλη —μέσα στα πάρκα, πίσω από τα συρματοπλέγματα που γραπώνουν οι περαστικοί για να δουν μια φάση, ανάμεσα σε πολυκατοικίες που ακούγεται ο ήχος της μπάλας όταν χτυπά στο τσιμέντο.
Για μια τέτοια αναζήτηση, η Νέα Υόρκη υπήρξε επί δεκαετίες το ιδανικό μέρος, επειδή εκεί γεννήθηκαν πολλές ιστορίες streetball –ιστορίες που δεν ήταν μόνο ντρίμπλες, πάσες ή θεαματικά καρφώματα, αλλά ιστορίες που συνολικά αποτέλεσαν μια διακριτή κουλτούρα. Ο Axthelm το εξηγεί:
«Κάθε γενιά είχε τους δικούς της θρύλους, κι η καθεμιά άφησε το δικό της πολύχρωμο αποτύπωμα. Αλλά πολύ περισσότερο, κάθε γενιά έχτισε ένα διακριτό είδος περηφάνιας –οι βετεράνοι των ανοιχτών το περιγράφουν με όρους μοναδικότητας και κύρους, ενώ θυμούνται συχνά τον τρόπο που το μπάσκετ ενίσχυσε τους κοινωνικούς δεσμούς. Οι Knicks έφερναν μια ιδιαίτερη περηφάνια σε όλη τη Νέα Υόρκη, όμως το μόνο που έκαναν ήταν να πολλαπλασιάζουν ένα συναίσθημα που τα παιδιά του ανοιχτού ανέκαθεν κατανοούσαν.»
Ο Holcombe Rucker και το θρυλικό Rucker Park —το όραμα ενός Αφροαμερικανού εκπαιδευτικού ο οποίος διοργάνωσε τα πρώτα τουρνουά μπάσκετ σε ανοιχτό γήπεδο το 1955, βρήκε μια διαφορετική διέξοδο χτίζοντας κοινωνικούς δεσμούς και έδωσε ευκαιρίες σε ανθρώπους που χωρίς το μπάσκετ δεν επρόκειτο να ξεφύγουν (πάνω από 300 παιδιά πήγαν στο κολέγιο μέσω της προσπάθειας του Rucker).
Η χρυσή δεκαετία του ‘70: σε ένα διάστημα 11 ετών από το 1970 μέχρι το 1981, το βραβείο του MVP στο NBA κατέληξε έξι φορές στον Jabbar και μία στον Erving, δηλαδή σε δύο παίκτες που είχαν γεννηθεί στη Νέα Υόρκη και ήταν θρύλοι στα ανοιχτά γήπεδα της πόλης.
Ο Stephon Marbury: το προσωνύμιο Starbury που κέρδισε παίζοντας στο τσιμέντο και οι προσδοκίες για τον επόμενο σπουδαίο point guard που θα εκπροσωπούσε το μπάσκετ της πόλης.
Η εποχή των mixtapes της AND1: η θρυλική βιντεοκασέτα με τις κινήσεις του Rafer Alston το 1999, η σύνδεση της εταιρείας με το streetball, και τα 50.000 mixtapes που μοιράστηκαν κάνοντας τον Alston γνωστό σε κοινό που ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Οι επιμέρους ιστορίες που μπορούν να ειπωθούν ως προέκταση των παραπάνω είναι αμέτρητες. Αυτό, όμως, που προκαλεί πολύ λιγότερες (ή και καθόλου) συζητήσεις είναι το θολό περίβλημα γύρω από την επόμενη εποχή του νεοϋορκέζικου streetball. Μπορεί κανείς να εντοπίσει μερικές εκλάμψεις με το streetball να ακούγεται ξανά επειδή κάποιος παίκτης του NBA επισκέφθηκε ένα ανοιχτό της πόλης (με πιο εξέχοντα παραδείγματα την εμφάνιση του Kobe στο Rucker Park μετά το δαχτυλίδι το 2002 και αυτήν του Durant στο ίδιο γήπεδο το 2011), αλλά, αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μια λέξη για να χαρακτηρίσει την περίοδο μετά την φθίνουσα πορεία της AND1, αυτή είναι η παρακμή.
Διατυπώνοντάς το όσο πιο συνοπτικά γίνεται, η αιτία αυτής της καθίζησης είναι προφανής: το παρκέ κατάπιε το streetball. Περισσότερα καλοκαιρινά τουρνουά σε κλειστά γήπεδα για παίκτες που αναζητούν μια ευκαιρία για κάποιο κολέγιο, περισσότερα camps που το καλοκαίρι σε προετοιμάζουν για την ερχόμενη σεζόν, περισσότερα preparation schools με αυστηρό πρόγραμμα προετοιμασίας για κάποιον που θέλει να ακολουθήσει επαγγελματικά το άθλημα, περισσότερη μιντιακή προβολή σε οποιοδήποτε εντός παρκέ τουρνουά. Ο Greg Marius, επί 32 χρόνια διοργανωτής του Entertainment Basketball Classic (ένα από τα πιο γνωστά streetball τουρνουά της Νέας Υόρκης), σχολιάζει σχετικά:
«Δεν είναι το ίδιο. Όταν μεγάλωνα, όλοι στη γειτονιά έπαιζαν μπάσκετ. Όλοι. Τώρα όλοι κάνουν κάτι διαφορετικό. Δεν είχε σημασία πόση ζέστη είχε ή ποιος έπαιζε. Το μέρος ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Τώρα λένε “έχει ζέστη”, ή “ποιος θα έρθει να παίξει;” ή οτιδήποτε άλλο. Έρχονται μόνο αν παίζει κάποιο γνωστό όνομα. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω που πάει το μπάσκετ. Σε 20 χρόνια, το Rucker Park θα είναι ακόμα εδώ. Τα παιδιά μου θα έχουν αναλάβει. Αλλά πραγματικά δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το πως θα είναι.»
Ο Kyle Lowry των Toronto Raptors το θέτει ακόμα πιο κυνικά:
«Νομίζω πως πολλοί δεν πιστεύουν πως αξίζει.»
Υπάρχουν δύο παράγοντες που σχεδόν υποχρεώνουν τους παίκτες να μην παίξουν στο ανοιχτό ακόμα και την off-season. Ο πρώτος είναι το οργανωτικό πλαίσιο και το ποιο θα είναι το πραγματικό κέρδος. Ενώ το streetball διατηρεί ακόμα μια πιο ανεξάρτητη κουλτούρα σε επίπεδο οργάνωσης και κανονισμών, οι πραγματικές ευκαιρίες καριέρας δίνονται σε τουρνουά που διεξάγονται στο παρκέ. Παίζοντας στο τσιμέντο κερδίζεις σεβασμό, όμως κερδίζοντας ένα καλοκαιρινό τουρνουά ίσως βρεις χώρο για το όνομά σου στο σημειωματάριο κάποιου γνωστού scouter —ποιος θα διαλέξει το πρώτο, όταν το δεύτερο μπορεί να σου εξασφαλίσει μια υποτροφία μέσω του μπάσκετ; Ο δεύτερος λόγος είναι η υγεία του αθλητή. Ένα χτυπημένο γόνατο μπορεί να καθορίσει μια ολόκληρη καριέρα —και γιατί να ρισκάρεις όταν μεγάλωσες ακούγοντας ιστορίες για το πόσο επιβαρύνθηκαν τα γόνατα του Gilbert Arenas από τα ανοιχτά της Washington; Συνδυάζοντας τους παραπάνω παράγοντες με το πολύπλοκο πλαίσιο κανονισμών του NBA και κυρίως του NCAA, μπορεί κανείς εύκολα να κατανοήσει σε τι οφείλεται η φθίνουσα πορεία του streetball —κι όταν ένα προϊόν παρακμάζει, οι μηχανισμοί που το διέπουν στρέφονται σχεδόν αντανακλαστικά στην αναζήτηση στοιχείων ικανών να αναβιώσουν το μεγαλείο που ανήκει στο παρελθόν.
Αν υπάρχει κάποιος που ενσαρκώνει τα συστατικά του νεοϋορκέζικου streetball στην παρακμιακή εποχή που ακολούθησε την παράνοια των mixtapes της AND1, τότε αυτός είναι ο Lance Stephenson: η φιγούρα του είναι ένα εκρηκτικό μείγμα εγωισμού, αμφιλεγόμενης συμπεριφοράς, ταλέντου που δεν επιβεβαίωσε τις προσδοκίες, και φήμης που χτίστηκε διαλύοντας αντιπάλους πάνω στο τσιμέντο. Για να αξιολογήσει κάποιος την περίπτωσή του, το σημαντικότερο που οφείλει πρωτίστως να κατανοήσει είναι η νοοτροπία των μπασκετικών της Νέας Υόρκης όταν ανακάλυπταν κάποιον που εκτιμούσαν πως μπορεί να σταθεί στο κορυφαίο επίπεδο. O Dick Weiss, αρθρογράφος της New York Daily News, σχολίαζε για την περίοδο που γινόταν γνωστός ο Lance Stephenson (o Stephenson φοίτησε στο Lincoln High School, το σχολείο από το οποία πέρασαν θρύλοι του νεοϋορκέζικου streetball όπως ο Marbury και ο Telfair, από το 2005 μέχρι το 2009) :
«Όλοι στη Νέα Υόρκη ψάχνουν τον επόμενο σωτήρα. Και αυτήν την στιγμή, όλοι κοιτάζουν τον Lance.»
Σε μια εποχή που η μιντιακή προβολή ενός παίκτη με προοπτικές μπορούσε να είναι πιο σφαιρική μέσα από καινούριες ιστοσελίδες, περιοδικά και στήλες εφημερίδων που αποκλειστικό τους θέμα ήταν το streetball, ο Stephenson βρέθηκε στο επίκεντρο –ακριβώς όπως κάθε franchise του NBA χαρακτηρίζεται από τον παίκτη που αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο του οργανισμού, ο Lance Stephenson ήταν αυτός που όφειλε να εκπροσωπήσει επάξια την μπασκετική κουλτούρα της Νέας Υόρκης. Σχετικά με την σημαντική (και σε πολλές περιπτώσεις επιβλαβή) επιρροή των media σε κάποιον που βρισκόταν στη θέση του Stephenson στον μπασκετικό ιστό της Νέας Υόρκης, ο Sonny Vaccaro, επί χρόνια διοργανωτής τουρνουά μπάσκετ για τους καλύτερους high school παίκτες των Ηνωμένων Πολιτειών, σχολιάζει:
«Τους σκιαγραφούν με τρόπο τέτοιο ώστε να θεωρούνται μυθικές φιγούρες όταν παίζουν στο high school. Μετά, όταν πηγαίνουν στο κολέγιο ή γίνονται επαγγελματίες, αποδεικνύεται πως μερικοί δεν αγγίζουν καν τον μέσο όρο. Πολλές φορές, το μόνο που μένει είναι οι υπερβολικές εντυπώσεις.»
Το hype της περίπτωσης του Stephenson δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητο. Στα χρόνια του high school, ο Lance είχε μερικές σπουδαίες στιγμές τόσο στο παρκέ όσο και σε ανοιχτό γήπεδο. Όταν ήταν δεκατεσσάρων ετών, η ομάδα του Stephenson αντιμετώπισε την ομάδα του δεκαεπτάχρονου O.J. Mayo σε κάποιο camp, με τον δεύτερο να θεωρείται ως ο επόμενος LeBron εκείνη την εποχή –ο Lance ήταν κυριαρχικός στο παιχνίδι ενώ έγινε πολύ πιο γνωστός επειδή προκάλεσε τον Mayo να παίξουν μόνο οι δυο τους. Ένα χρόνο μετά, σε παιχνίδι που έγινε στο Rucker Park, ο Stephenson έβαλε 27 πόντους απέναντι στην ομάδα του Jamal Crawford και του Nate Robinson, ενώ το 2007, επίσης στο Rucker, ο Stephenson έβαλε 38 πόντους στα πλαίσια all-star αγώνα για το Elite 24 Classic (τουρνουά με τους 24 καλύτερους high school παίκτες των Ηνωμένων Πολιτειών) στον οποίο συμμετείχαν ο Kevin Love, o Tyreke Evans και ο Brandon Jennings. Ο Bobbito Garcia, εκδότης του μπασκετικού περιοδικού Bounce, αποτυπώνει το status του Stephenson εκείνη την εποχή:
«Στα ανοιχτά της Νέας Υόρκης δεν αποκτάς nickname αν δεν το κερδίσεις. Τον είχα δει απέναντι σε βετεράνους του NBA, τον είχα δει απέναντι σε έμπειρους παίκτες του κολεγιακού, τον είχα δει απέναντι σε high school παίκτες που ήταν δύο ή τρία χρόνια μεγαλύτεροί του, κι αυτός ήταν πάντα το ίδιο φανταστικός. Οπότε βρήκα το nickname του. Born Ready.»
Η ενηλικίωση του Stephenson ήταν μια διαδικασία που συνέβη μπροστά στα μάτια της μπασκετικής Νέας Υόρκης —κι ας σκεφτεί κανείς την πολλαπλάσια πίεση μετά από κάθε κατάκτηση του πρωταθλήματος των high schools της πόλης (ο Stephenson το κατέκτησε τέσσερις φορές με τους τελικούς να διεξάγονται στο Garden). Οι μπασκετικές συζητήσεις τον αφορούσαν, τα κλειστά γήπεδα που επισκεπτόταν ήταν γεμάτα, κάθε του καλοκαιρινή εμφάνιση στο Rucker είχε ακουστεί πολλές μέρες πριν, ενώ το 2007 δημιουργήθηκε ένα YouTube channel με όνομα Born Ready TV, ανέβηκαν μερικά επεισόδια με τον Lance να παίζει μπάσκετ στο Brooklyn αλλά και με σκηνές από την ζωή του στο σπίτι ή εκτός μπάσκετ (το concept παράγει αβίαστα μια αδιόρατη κωμική αύρα που θυμίζει πολύ τον Πρίγκιπα του Bel Air). Το μπάσκετ -και σ’ αυτό περιλαμβάνεται και το streetball- της Νέας Υόρκης είχε την ανάγκη για επιβεβαίωση και ο Stephenson ήταν ο ιδανικός για να του ανατεθεί το φορτίο.
Η οπτική του Lance Sr. “Stretch” Stephenson, πατέρα του Lance, προσθέτει σημαντικά δεδομένα. Ο “Stretch” έπαιξε μπάσκετ στη Νέα Υόρκη, όμως ποτέ δεν κατάφερε να πετύχει όσα φιλοδοξούσε. Ενώ ο Lance ήταν ήδη γνωστός σε εθνικό επίπεδο πριν το high school και θα μπορούσε να έχει επιλέξει την υποτροφία από κάποιο preparation school εκτός Νέας Υόρκης, τελικά κατέληξε στο δημόσιο Lincoln High School. Ο τρόπος που εκφράζεται ο Lance Sr. σε άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2009 κάνει κάποιον να σκέφτεται πως είχε ήδη προαποφασίσει για την πορεία του Lance:
«Ήρθαμε έχοντας σχέδιο. Και το σχέδιο ήταν να έρθει εδώ, να παίξει καλά, να κερδίσει άμεσα, να πάρει τέσσερα πρωταθλήματα, να σπάσει το ρεκόρ πόντων της Νέας Υόρκης, και να φύγει. Την πρώτη του σεζόν στο high school, αφού κέρδισε το πρώτο πρωτάθλημα, του έλεγα πάντα πως “Αν η καριέρα σου τελείωνε σήμερα, θα έχεις ήδη κάνει περισσότερα από όσα έκανα εγώ για το μπάσκετ”. Και αυτή είναι η αλήθεια. Οπότε έχει ήδη ξεπεράσει τις προσδοκίες μέχρι στιγμής. Αν είναι να πετύχει, πρέπει να πετύχει στη Νέα Υόρκη. Δεν υπήρχε ποτέ αμφιβολία. Δεν μπορούσε να είναι πουθενά αλλού.»
Για να κατανοήσει, λοιπόν, κανείς την μετέπειτα αμφιλεγόμενη πορεία του Stephenson (κι ενώ υπήρχαν περιστατικά που η συμπεριφορά του προκάλεσε προβλήματα και έκλεισε πόρτες νωρίς στην καριέρα του), πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει όσα είχε να διαχειριστεί ως έφηβος —ο καλύτερος σε μια εποχή που το μιντιακό περιβάλλον είχε ήδη τη δυνατότητα να υπερ-προβάλλει το οτιδήποτε, μια πόλη με μπασκετική κουλτούρα βαθιά ριζωμένη στο DNA της να σκύβει πάνω του, ένας πατέρας που ορίζοντάς του ήταν το να θεωρείται ο γιος του ο καλύτερος της Νέας Υόρκης. Σε άρθρο σχετικά με τον Stephenson, το οποίο δημοσιεύθηκε το 2013 στο Grantland, υπάρχει ένα απόσπασμα που αποτυπώνει όσο καλύτερα γίνεται την υπερβολή του περιβάλλοντος στο οποίο ο Stephenson κλήθηκε να μεγαλώσει μπασκετικά και κυριολεκτικά:
«Ίσως κάποια μέρα σκεφτείς “Αν η Νέα Υόρκη είναι η Μέκκα του μπάσκετ, γιατί δεν υπάρχουν πια stars από τη Νέα Υόρκη;”. Ένας πιθανός λόγος: επειδή κάθε ξεχωριστός παίκτης από τη Νέα Υόρκη είναι ήδη διάσημος από τα δώδεκα, και δεν είναι εντελώς υγιές να μεγαλώνεις βυθισμένος σε μια τόσο πιεστική κουλτούρα για έξι χρόνια, ενώ παράλληλα ζεις σε μια γειτονιά που το μόνο που σου λένε καθημερινά είναι πως είσαι ο καλύτερος που υπάρχει. Ο Lance δεν είχε καμιά διαφορά με τον Telfair ή τον Marbury ή άλλους τριάντα που θα εξελίσσονταν σε superstars. Όλοι ήταν celebrities στα δώδεκά τους, κι αυτό άλλαξε τον τρόπο που εξελίχθηκαν. Αυτή είναι η επικίνδυνη πλευρά του μπάσκετ της Νέας Υόρκης.»
Μια έννοια που απλά αχνοφαίνεται. Αυτό είναι πλέον το νεοϋορκέζικο μπάσκετ. Την τελευταία του χρονιά στο Lincoln, ο Stephenson κατέκτησε το τέταρτο πρωτάθλημα σε τέσσερα χρόνια. Ο Sebastian Telfair, ο παίκτης τον οποίο ήθελε όσο κανέναν άλλο να ξεπεράσει ο Stephenson, είχε κατακτήσει τρία. Την βραδιά της κατάκτησης, ο επιστάτης του Garden διέκοψε τον Stephenson που μιλούσε σε μερικούς δημοσιογράφους επειδή το γήπεδο έπρεπε να αδειάσει ώστε να αντικατασταθεί το παρκέ με πάγο για ένα παιχνίδι hockey που θα ξεκινούσε σε λίγες ώρες. Την επόμενη ημέρα, ο τέταρτος τίτλος του Lance καταγράφηκε σε μια στήλη με 500 λέξεις, ανάμεσα σε άλλες δευτερεύουσες ειδήσεις της New York Post.
Πηγές:
-Pete Axthelm, The City Game: Basketball from the Garden to the Playgrounds, Buccaneer Books
-Jason Zengerle, Empty Garden, The New Republic
-Myron Medcalf and Dana O’Neil, Playground basketball is dying, ESPN
-Andrew Sharp, The Ultimate Guide to Lance Stephenson, Grantland
Leave a Reply