Η Μεταμόρφωση του Γιώργου Παπαγιάννη

Η δική μας λάθος εκτίμηση, η πολυ-παραγοντική βελτίωση που έφερε την εξέλιξη και ο βαθμός στον οποίο ο Παπαγιάννης ανταποκρίνεται σε κάθε τομέα του παιχνιδιού.

Δεν πιστεύαμε στον Γιώργο Παπαγιάννη. Αναγνωρίζαμε τα εντυπωσιακά του εφόδια: το τεράστιο μέγεθος, τη σπάνια -αν και θαμμένη- για το μέγεθος του αθλητικότητα, το ακατέργαστο αλλά παρόλα αυτά ορατό soft touch που επιθετικά άνοιγε έναν άγνωστο ορίζοντα. Τ’ αναγνωρίζαμε, αλλά δεν πιστεύαμε πως είχε αυτό που χρειαζόταν για να δέσει τα επιμέρους χαρακτηριστικά του και να φτιάξει συνολικά τον παίκτη που αυτά υπονοούν. Η κατοχή μερικών καλών ή και εντυπωσιακών εργαλείων άλλωστε δεν συνεπάγεται απαραίτητα πως ο κάτοχός τους ξέρει ή μπορεί να μάθει και πως να τα χρησιμοποιεί επαρκώς. Θεωρήσαμε τον Παπαγιάννη τέτοια περίπτωση: ο ρυθμός του παιχνιδιού έδειχνε να του διαφεύγει, το μέγεθός του να λειτουργεί συχνότερα εναντίον και σπανιότερα υπέρ του. Υπήρχαν σημαντικοί αστερίσκοι και υποσημειώσεις: η ηλικία του, μια σταθερή αν και όχι πάντα εύκολα εντοπίσιμη πορεία βελτίωσης, σποραδικά καλά παιχνίδια, καρφώματα και τάπες που άφηναν μια υπόνοια κυριαρχίας και όφειλαν να μας κατευθύνουν στο προφανές αν —τι θα συμβεί αν η εμπειρία και η ωριμότητα του προσφέρουν στο μέλλον όλα όσα του λείπουν σήμερα; Έχοντας εδώ και καιρό ένα ευρύ δείγμα αγώνων, οφείλουμε να παραδεχτούμε το αυτονόητο: κάναμε λάθος. 

Λίγο μετά μάλιστα από το παιχνίδι με την Barcelona γράψαμε το εξής:

Η ειρωνεία είναι πως η χαμηλού επιπέδου εμφάνιση που έκανε ο Παπαγιάννης σε εκείνο το παιχνίδι ήταν και η τελευταία — λειτουργώντας ως αφορμή για να ξεκλειδώσει στον Παπαγιάννη ό,τι χρειαζόταν να ξεκλειδωθεί. Ακολούθησαν δύο καλά παιχνίδια απέναντι σε Efes και CSKA και μετά η μεταφορά του στη βασική πεντάδα απέναντι στη Valencia —από τότε, παρά το ότι μεταπτώσεις προφανώς υπάρχουν, δεν ξανακοίταξε πίσω. Η μετάβασή που έχει πραγματοποιήσει από το επίπεδο του prospect σ’ αυτό του επιδραστικού παίκτη μας δίνει έναν σύντομο ορισμό του τι σημαίνει break-out σεζόν. Το ποιοτικό άλμα που έχει κάνει δεν σηματοδοτεί απλά τη βελτίωση αλλά την εξέλιξη του παιχνιδιού του. Κι αυτή η εξέλιξη φαίνεται -και είναι- τόσο δραστική επειδή έχει συμβεί ταυτόχρονα σε τρία επίπεδα:

1. Σωματικό: Τα μειωμένα κιλά, η αυξημένη αντοχή και τα αποτελέσματα της δουλειάς του στο γυμναστήριο αφενός έχουν επιτρέψει στην αθλητικότητά του να λάμψει (πρώτα και δεύτερα άλματα, επιτάχυνση, ταχύτητα σε κλειστό και ανοιχτό χώρο) και αφετέρου έχουν προσφέρει συνολικά στις κινήσεις του έναν συγχρονισμό που μέχρι πρόσφατα για μας δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα κατάφερνε να αποκτήσει.

2. Τεχνικό: Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που ανήκουν στο κομμάτι της τεχνικής κι ο Παπαγιάννης θα πρέπει να βελτιώσει κι άλλο (κυρίως: τελειώματα, screen πάνω και μακριά από την μπάλα, αμυντικό rebound), αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι για να καταλάβουμε την εξέλιξή του παιχνιδιού οφείλουμε να καταλάβουμε την τεχνική βελτίωση που έχει δείξει σε τρία συγκεκριμένα κομμάτια: αμυντικό footwork, σουτ, πάσα.

3. Πνευματικό: Ο Παπαγιάννης έχει αυξήσει κατακόρυφα τη συγκέντρωσή του κάτι που, συνδυασμένο με μια οξυμένη τακτική συνείδηση, του επιτρέπει όχι απλά να ακολουθεί μια κατοχή σε όλη τη διάρκειά της (έτεινε να αποσυνδέεται προς το μέσο ή το τέλος της), αλλά να διαβάζει και να κατανοεί πως και πότε μπορεί ή πρέπει να παρέμβει. 

Αυτή η πολυ-παραγοντική βελτίωση έχει επιτρέψει στον Παπαγιάννη να καλύψει αναπτυξιακά μια τεράστια απόσταση συνδυάζοντας τα εξής: μεγιστοποίηση θετικών στοιχείων, μερική αδρανοποίηση αδυναμιών, προσθήκη νέων στοιχείων. Ποιος είναι λοιπόν ο Παπαγιάννης του 2021;

Άμυνα

Η αγωνιστική του ταυτότητα τείνει να αποκρυσταλλωθεί: ο Παπαγιάννης σήμερα δείχνει να εξελίσσεται σ’ έναν versatile rim protector ο οποίος σ’ έναν βαθμό μπορεί να ανταποκριθεί σχεδόν σε κάθε αμυντική κατάσταση: help-defense, pick-and-roll άμυνα σε διάφορες παραλλαγές, 1vs1 άμυνα σε ρακέτα ή περιφέρεια. Η άμυνα του πλέον δεν είναι απλά αξιόπιστη σε μερικούς τομείς και ελλιπής σε άλλους, αλλά σταθερά καλή συνολικά, τόσο που ενίοτε παράγει στιγμές κυριαρχίας.

Δείτε εδώ πως βγάζει μερικές άμυνες πολύ υψηλού επιπέδου οι οποίες μάλλον αποτελούν τα εντυπωσιακότερα φετινά highlight του:

Ή δείτε παρακάτω πως διαλύει τρεις φορές μέσα σε δύο λεπτά το pick-and-roll της Real, κάνοντας δύο τάπες κι ένα κλέψιμο, με τους Ισπανούς να αδυνατούν να ξεπεράσουν το εμπόδιο του Έλληνα center παρά το ότι και στις τρεις φάσεις αμύνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Οι 7 γρήγοροι πόντοι που βρίσκει ο Παναθηναϊκός προσφέρουν μια καλή γεύση για τον τρόπο που η άμυνα του Παπαγιάννη μπορεί να παράγει transition ευκαιρίες:

α. Drop Pick-and-Roll Άμυνα

Επειδή η drop pick-and-roll άμυνα που παίζει ο Παπαγιάννης στις παραπάνω φάσεις είναι εύλογα η συχνότερη επιλογή του Παναθηναϊκού μ’ αυτόν στον παρκέ, αξίζει κανείς να κοιτάξει εδώ λίγο πιο προσεκτικά. Πιο συγκεκριμένα, μας ενδιαφέρουν οι εξής αντιδράσεις: στην πρώτη φάση το τσεκ του Παπαγιάννη στον Tavares (κάτι που του επιτρέπει να ελέγξει τη λόμπα και να δημιουργήσει στον χειριστή την ψευδαίσθηση της απομάκρυνσης) και στη δεύτερη και τρίτη το μπροστά-πίσω βήμα με ταυτόχρονη προέκταση του χεριού του (μοιάζει να πηγαίνει ελεγχόμενα για κλέψιμο, αλλά είναι απλά έξυπνος τακτικισμός) που αναγκάζει τον χειριστή να επιτεθεί (παρατηρήστε επίσης σε όλες τις φάσεις το άψογο timing του Παπαγιάννη). Αυτές οι λεπτές αλλά σημαντικές μικρο-κινήσεις είναι συχνά η διαφορά μεταξύ μιας πετυχημένης και αποτυχημένης άμυνας. 

Δείτε για παράδειγμα μια αντίστοιχη φάση από τα φετινά φιλικά του Παναθηναϊκού:

Η αμυντική συμπεριφορά του Παπαγιάννη εδώ μικρή σχέση έχει με αυτά που περιγράψαμε παραπάνω: διαδοχικές στιγμές αναποφασιστικότητας, πίσω βήματα που μειώνουν τη δυνητική ορμή του άλματος του, χαμηλωμένα χέρια που μέχρι να ενεργοποιηθούν έχουν προσφέρει μια καθαρή ματιά στο καλάθι, καμία επαφή με τον ψηλό που είναι επίσης ελεύθερος (με ευθύνη και του Παπαπέτρου). 

Ή δείτε εδώ πόσο χειρότερο εκτελεί στο περσινό παιχνίδι απέναντι στον Ολυμπιακό το μπροστά-πίσω βήμα χάνοντας την αμυντική του ισορροπία κι επιτρέποντας στον Σπανούλη να διεισδύσει: 

Αυτά τα στοιχεία στο παρελθόν αποτέλεσαν βασικά γνωρίσματα της συμπεριφοράς του Παπαγιάννη σε drop άμυνα (και ευρύτερα), κάτι που ακύρωνε εν πολλοίς το πλεονέκτημα του ύψους του, αλλά φέτος έχουν μειωθεί δραματικά. Για την ακρίβεια, η επάρκεια των αντιδράσεων που είδαμε απέναντι στη Real είναι εξόχως αντιπροσωπευτικές για τον τρόπο που έχει αμυνθεί φέτος (μετά το παιχνίδι απέναντι στη Barcelona) ο Παπαγιάννης συνολικά σ’ αυτές τις καταστάσεις. Παρακάτω ένα μεγαλύτερο δείγμα:

Ο Παπαγιάννης πλέον μπορεί να ανταπεξέρχεται εξίσου σε όλα τα διαφορετικά στάδια μιας drop άμυνας: ακολουθεί τον χειριστή προσεκτικά (ελέγχοντας πάσα και εκτέλεση) και βγαίνει, αν χρειαστεί, μαζί του μέχρι το τρίποντο· ισορροπεί εξαιρετικά μεταξύ παροχής βοήθειας και επιστροφής στον παίκτη του· διατηρεί την ίδια ένταση ακόμα και σε διαδοχικά pick-and-roll και re-screen· κάνει τρομακτικά close-out και contest τα οποία, όταν δεν οδηγούν σε τάπα, απαγορεύουν στον επιτιθέμενο να κοιτάξει προς το καλάθι ή τον αναγκάζουν να επιταχύνει την εκτέλεση αλλοιώνοντας τον μηχανισμό του.  

Τα αδύναμα σημεία του, βέβαια, όντας αναμφισβήτητα πολύ λιγότερο φανερά, είναι ακόμα εκεί. Οι στιγμές αναποφασιστικότητας έχουν μειωθεί, αλλά δεν έχουν εξαλειφθεί. Εμφανίζονται που και που σε διάφορες μορφές. Άλλοτε ο Παπαγιάννης εκτελεί το drop έτσι που βρίσκεται είτε ένα έξτρα βήμα πίσω (δίνοντας στον χειριστή εύκολο pull-up) είτε ένα έξτρα βήμα μπροστά (ανοίγοντας γωνία πάσας για λόμπα και εκθέτοντας τον εαυτό του στην ταχύτητα του χειριστή). Η Maccabi, για παράδειγμα, χτύπησε τα πίσω βήματα του Παπαγιάννη επιτιθέμενη πάνω του με floater. Άλλοτε μένει αμυντικά μετέωρος, καρφωμένος σ’ έναν ενδιάμεσο χώρο από τον οποίο δεν μπορεί να ελέγξει ούτε τον ψηλό ούτε τον χειριστή, κάτι που στο παιχνίδι απέναντι στη Zenit ο Pangos χτύπησε ξανά και ξανά. Η μεγαλύτερη αδυναμία του συνίσταται στην τάση του να ανοίγει πρόθυμα διάδρομο για διείσδυση ελπίζοντας πως θα τελειώσει τη φάση με τάπα (θέλοντας δηλαδή να παίξει άμυνα με τα χέρια και όχι με το σώμα), κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό, ειδικά απέναντι σε παίκτες που ξέρουν πως να απορροφήσουν επαφές: 

β. Hedge και Switch Pick-and-Roll Άμυνα

 Το αμυντικό versatility του Παπαγιάννη βέβαια δεν ορίζεται μόνο από το πως εκτελεί το drop, αλλά κυρίως από τον βαθμό στον οποίο μπορεί να υποστηρίξει και πιο επιθετικές άμυνες, δηλαδή κυρίως hedge και switch. Το φετινό δείγμα από αυτές τις καταστάσεις είναι σχετικά περιορισμένο αλλά εξαιρετικά ενθαρρυντικό.

Στα hedge ο Παπαγιάννης συνήθως εκτελεί σωστά και την εφόρμηση πάνω από το επίπεδο του screen για να σταματήσει τον χειριστή (γρήγορο βήμα, ενεργά χέρια, χαμηλωμένο σώμα παράλληλα με το καλάθι) και το recover που ακολουθεί επιστρέφοντας εγκαίρως στον παίκτη του. Συχνά κατά τη διάρκεια αυτής της επιστροφής μόνο το μέγεθος του Παπαγιάννη αρκεί για να κρύψει τη γωνία πάσας:

Η ετοιμότητα σε αυτές τις φάσεις βέβαια οφείλει πάντα να είναι στο μέγιστο δυνατό επίπεδο. Ο παραμικρός δισταγμός ή το ελάχιστο λάθος στην τοποθέτηση του σώματός του συνεπάγεται κατάσταση 4vs3 για τον αντίπαλο (παρόλα αυτά σώζει την πρώτη φάση δίνοντας καλή βοήθεια στο τέλος):

Το πιο εντυπωσιακό μέχρι τώρα στοιχείο του Παπαγιάννη αμυντικά είναι η συνέπεια που έχει δείξει μακριά από το καλάθι. Θυμίζουμε την εικόνα γιατί είναι σπάνιο θέαμα: ένας παίκτης 2.20 αμύνεται απέναντι σε καλούς επιθετικά guard νικώντας τους χάρη στην πλευρική του ταχύτητα και το αυξημένο mobility, πάντα σε συνάρτηση με το μέγεθός του. Ο συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών δημιουργεί την εξής συνθήκη: αφενός είναι πολύ δύσκολο για τον επιτιθέμενο να εκτελέσει χωρίς πρώτα να έχει πάρει αρκετό separation αλλά αφετέρου αυτό το separation είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί σε μικρό χώρο. Η κορυφαία σχετική εμφάνιση ήταν απέναντι στην Armani στην Ιταλία, όπου ο Παπαγιάννης έβγαλε εξαιρετικές άμυνες σε 6 switch που τον έφεραν να μαρκάρει ψηλά (από μία φάση απέναντι σε Punter και Delaney και τέσσερις απέναντι στον Shields). Το switchability λοιπόν δείχνει σε πρώτη φάση να υπάρχει στο πακέτο του, αν και το ακριβές εύρος του είναι ακόμα υπό διερεύνηση. Αν πάντως φάσεις όπως οι παρακάτω αρχίσουν να προκύπτουν με μεγαλύτερη συχνότητα (πρέπει να το δούμε, ο Βόβορας δεν πήγαινε συχνά σε switch) ο Παπαγιάννης αυτόματα περνάει στην ελίτ των αμυντικών center:

Δείτε ξανά την τελευταία φάση (ειδικά το replay) και παρατηρήστε τον τρόπο με τον οποίο το άλμα και το wingspan του Παπαγιάννη του επιτρέπουν να αλλοιώσει το σουτ του Grigonis, καλύπτοντας μια μεγάλη απόσταση παρόλο που αρχικά μένει πίσω μετά το step-back. Elite αμυντική αντίδραση:

Προς το παρόν, υπάρχουν βέβαια κι αυτές οι φάσεις για να μας υπενθυμίζουν πως ο Παπαγιάννης δεν είναι εκεί, όχι ακόμα τουλάχιστον: 

γ. Rim Protection

Αφήσαμε για το τέλος το πιο επιδραστικό και συνεπές κομμάτι του παιχνιδιού του, το σήμα κατατεθέν του, δηλαδή την προστασία της ρακέτας. Το κάνει με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η άμυνα στο low-post, όπου το μέγεθος του σε συνδυασμό με την αθλητικότητα και την ένταση που πλέον τον διακρίνει του επιτρέπουν στις περισσότερες περιπτώσεις να αμυνθεί αποτελεσματικά:

Ο δεύτερος είναι η παρουσία του στις βοήθειες, στοιχείο που πλέον αποτελεί την καρδιά του αμυντικού παιχνιδιού του και βασικότερη πηγή της αμυντικής του επίρροής. 

Ο Παπαγιάννης βέβαια πάντα είχε το μέγεθος για να είναι κυριαρχικός σε αυτό το κομμάτι, αλλά οι παρεμβάσεις του ήταν συχνά καθυστερημένες και όχι αρκετά δυναμικές, με τις κινήσεις του να διακρίνονται από έλλειψη συγχρονισμού που τον εμπόδιζε να ελέγξει ικανοποιητικά το σώμα του, μαζί με μια περιστασιακή απροθυμία να παρέμβει σε σημεία εκτός του άμεσου χώρου ευθύνης του, ενώ έχανε φάσεις και με την τάση που είχε να γυρνάει πλάτη είτε στον παίκτη που μάρκαρε είτε στην μπάλα.

Η βελτίωση εδώ είναι απόλυτη: οι τάσεις αυτές έχουν εξαλειφθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Ο Παπαγιάννης πλέον δεν διαβάζει απλά καλύτερα το παιχνίδι: το διαβάζει τόσο καλά που συχνά παίρνει την πρωτοβουλία να δώσει οδηγίες στους συμπαίκτες του σχετικά με το που πρέπει να σταθούν (μικρά βήματα leadership). Όταν χρειάζεται να επέμβει, αν δεν κερδίσει τη φάση με την τοποθέτησή του, το άλμα που διαθέτει του επιτρέπει να φτάνει τόσο ψηλά που δεν είναι υπερβολή να πούμε πως προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο άμυνας που χωρίς αυτόν απλά δεν υπάρχει. Η μεγάλη αύξηση στις τάπες του -πολλές από τις οποίες είναι αλλοιώσεις που έχει κάνει με τα ακροδάχτυλα του σε ύψη που ελάχιστοι παίκτες μπορούν να φτάσουν, ειδικά με άλμα στα δύο πόδια- είναι χαρακτηριστική, όπως είναι και η ταχύτητα με την οποία ο Παπαγιάννης καταφτάνει στον χώρο που πρέπει να δράσει ακόμα κι αν ξεκινάει τη φάση μακριά απ’ αυτόν. 

Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι η παρουσία του και μόνο πλέον αποτρέπει τους αντιπάλους από το να πλησιάσουν ή να εκτελέσουν στη ρακέτα, κάτι που βέβαια δεν μετριέται σε τάπες αλλά αποκλειστικά σε μη στατιστικά συμβάντα: διεισδύσεις που ο Παπαγιάννης επηρέασε και μετέτρεψε σε ανούσια kick-out, πάσες που προκάλεσε επειδή ο αντίπαλός του ήθελε να βγει από τον χώρο επιρροής του, δύσκολα σουτ μέσης απόστασης επειδή ο σκόρερ της αντίπαλης ομάδας δεν ήθελε να πλησιάσει τη ρακέτα. Η καλή άμυνα, διαφορετικά, δεν μετριέται απλά στις άμεσες απειλές που σταμάτησε (τάπες), αλλά κυρίως στις καταστάσεις εκείνες που δεν επέτρεψε καν να μετουσιωθούν σε απειλές. Παρακάτω ένα μεγάλο φετινό δείγμα με τον Παπαγιάννη να αμύνεται από θέση βοήθειας:

δ. Αμυντικό Rebound 

Κλείνουμε το κεφάλαιο της άμυνας με το κομμάτι που κλείνει μια άμυνα, δηλαδή την ικανότητα του Παπαγιάννη στο αμυντικό rebound. Ενώ λοιπόν, όπως κανείς θα περίμενε, τα νούμερα του Παπαγιάννη είναι καλά (10ος στη Euroleague σε αμυντικά rebound ανά 100 κατοχές), υπάρχει σίγουρα περιθώριο βελτίωσης. Ο Παπαγιάννης καθαρίζει πολλές φάσεις απλά και μόνο με τον συνδυασμό ύψους και αθλητικότητας που τον διακρίνει, αλλά θα μπορούσε να καθαρίζει πολύ περισσότερες —να είναι στο top 5, όχι απλά στο top 10. Για να το κάνει όμως θα πρέπει να αρχίσει να ρίχνει το σώμα στη μάχη των box-out πολύ συχνότερα και με πολλή μεγαλύτερη ένταση. Προς το παρόν χάνει rebound που διαφορετικά θα μπορούσε να κερδίσει, ειδικά απέναντι σε ισοϋψείς παίκτες (έχασε για παράδειγμα πολλές φάσεις απέναντι σε Tavares και Fall):

Επίθεση

Επιθετικά το παιχνίδι του Παπαγιάννη δεν είναι ακριβώς πολύπλοκο, αλλά είναι σίγουρα ιδιότυπο. Συνυπολογίζοντας δυνατότητες και αδυναμίες, μπορούμε να εντάξουμε τα χαρακτηριστικά του σε τρεις κατηγορίες: 1) αυτά που θεωρητικά πρέπει να κάνει κι όντως κάνει (vertical spacing, επιθετικό rebound), 2) αυτά που θεωρητικά πρέπει να κάνει αλλά δεν κάνει, ή τουλάχιστον δεν κάνει αρκετά καλά (τελειώματα στη ρακέτα, low-post παιχνίδι, 3) αυτά που θεωρητικά δύσκολα μπορούσε κανείς να τον φανταστεί να κάνει σε επίπεδο Euroleague αλλά φέτος κάνει πολύ καλά (σουτ, πάσα). 

α. Vertical Spacing και Επιθετικό Rebound 

Το vertical spacing είναι το πιο προφανές ίσως στοιχείο που προσφέρει ο Παπαγιάννης στο επιθετικό κομμάτι. Οι Αμερικανοί με τον όρο περιγράφουν παίκτες που μ’ έναν σπάνιο συνδυασμό ύψους-wingspan-αθλητικότητας μπορούν να τελειώσουν φάσεις και γενικότερα να επηρεάσουν το παιχνίδι από ένα υψομετρικό επίπεδο που ελάχιστοι μπορούν να φτάσουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η παρουσία του Παπαγιάννη στη ρακέτα ανοίγει γωνίες πάσας πολύ πάνω από το καλάθι που παραδοσιακά μένουν ανεκμετάλλευτες, βάζοντας επιπλέον πίεση στην help-side του αντιπάλου που απαιτείται να έχει στηθεί για βοήθεια ψηλότερα από ό,τι συνήθως. Δείτε εδώ για παράδειγμα πως, παρά το ότι ο Micic έχει στηθεί έξω από το ημικύκλιο και πηδάει σε σωστό χρόνο, ο Παπαγιάννης τελειώνει εύκολα από πάνω του (σκεφτείτε επίσης πόσο δύσκολο θα είναι για μια άμυνα να φέρει τη βοήθεια εκεί που πρέπει αν αντί του White ή/και του Sant-Roos υπάρχει στην πλευρά τουλάχιστον ένας παίκτης που μπορεί να απειλήσει πραγματικά από το τρίποντο):

Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Παπαγιάννης αποτελεί για την αντίπαλη άμυνα μια διαρκή απειλή, είτε ρολάροντας μετά το pick-and-roll, όπου έχει βελτιώσει πολύ και την ταχύτητα και την υποδοχή της μπάλας…

…είτε κινούμενος χαμηλά στη ρακέτα και περιμένοντας να εκμεταλλευτεί κάποιο ρήγμα που μπορεί να προκύψει στη ροή μιας κατοχής:

Από αυτές τις φάσεις προέρχεται η συντριπτική πλειοψηφία των πόντων του Παπαγιάννη (περίπου το 60%, σύμφωνα με το Overbasket) κι έτσι προκύπτει και το τεράστιο ποσοστό με το οποίο σουτάρει δίποντα (67%, έβδομο ανάμεσα σε center, με τον Παπαγιάννη να έχει περισσότερες προσπάθειες ανά 100 κατοχές απ’ όλους όσους είναι πάνω του στη λίστα). 

Η δεύτερη επιθετική πτυχή που σχετίζεται άμεσα το reach του Παπαγιάννη είναι το επιθετικό rebound κι εδώ το impact του είναι διπλό: από τη μία φάσεις που κερδίζει στα ίσα κατεβάζοντας την μπάλα, από την άλλη φάσεις που κερδίζει επειδή σκαμπιλίζει την μπάλα προς τα έξω (κι ενίοτε καταγράφονται ως “ομαδικά” επιθετικά rebound αλλά όλη η δουλειά είναι του Παπαγιάννη). Σε κάθε περίπτωση αυτές οι κατοχές είναι βέβαια χρυσάφι:

β. Τελειώματα στη Ρακέτα (μη-καρφώματα) και Low-Post Παιχνίδι

Πρόκειται για τους δύο τομείς στους οποίους ο Παπαγιάννης έχει δείξει τη μικρότερη βελτίωση. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τα νούμερα που παρουσιάζει το Overbasket, το οποίο κατηγοριοποιεί τα σουτ ενός παίκτη βάσει της απόστασης που απέχει από το καλάθι το σημείο στο οποίο συνέβησαν, ο Παπαγιάννης φέτος σουτάρει χειρότερα σ’ αυτές τις καταστάσεις συγκριτικά με πέρυσι (ο χώρος μεταξύ 0.5 και 4 μέτρων είναι βέβαια αυτός στον οποίο συμβαίνουν αυτές οι προσπάθειες): 

Τα στατιστικά βέβαια αποκρύπτουν δύο σημαντικές πτυχές αυτής της ιστορίας σχετικά με τον φετινό Παναθηναϊκό: πρώτον, την έλλειψη playmaking (που σημαίνει ότι ο Παπαγιάννης δεν παίρνει συχνά την μπάλα στα καλά του σημεία) και, δεύτερον, το εξόχως προβληματικό spacing (που σημαίνει ότι όταν την παίρνει συχνά η βοήθεια είναι πολύ κοντά) —αμφότερα εκ των οποίων ο περσινός Παναθηναϊκός είχε σε ασύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό λόγω Καλάθη αφενός και Fredette, Rice, Thomas αφετέρου. 

Ακόμα και προσμετρώντας αυτές τις παραμέτρους όμως, τα τελειώματα κοντά στο καλάθι (είτε με πλάτη, είτε με πρόσωπο, είτε σε κίνηση μετά από πάσα) είναι διαχρονικό μειονέκτημα του Παπαγιάννη. Το πρόβλημα είναι διπλό: από τη μία, το touch στα τελειώματα με το ένα χέρι (αποκλειστικά το δεξί) δεν είναι ακόμα εκεί (συχνά απελευθερώνει από περίεργες γωνίες) και, από την άλλη, προσπαθώντας να αποφύγει την επαφή, πολλές φορές τραβάει το σώμα του προς τα πίσω αντί να πηγαίνει προς το καλάθι:

Ακόμα κι έτσι υπάρχουν δύο λόγοι αισιοδοξίας: 1) Η τρομερή φετινή βελτίωση του Παπαγιάννη σε σουτ και βολές δείχνει ότι η επαφή με το καλάθι είναι σ’ ένα επίπεδο εκεί (μπορεί όμως αυτή η επαφή να μεταφραστεί και στα τελειώματα με το ένα χέρι που προϋποθέτουν διαφορετική μηχανική;), 2) Ο Παπαγιάννης φαίνεται να διαχειρίζεται καλύτερα και να αποζητάει περισσότερο την επαφή. Αν κάνει ένα ακόμα άλμα προς τα μπροστά σ’ αυτό το κομμάτι πολλές θα γίνουν αυτόματα ευκολότερες. 

Υπάρχουν επίσης στιγμές που δηλώνουν δουλειά και βελτίωση, ακόμα κι αν εμφανίζονται μόνο σποραδικά. Δείτε για παράδειγμα το footwork του Παπαγιάννη στην παρακάτω φάση:

Κι εδώ ένα μεγαλύτερο δείγμα με επιτυχημένα τελειώματα του στη ρακέτα: 

γ. Σουτ και Πάσα 

Πρόκειται για τα δύο εξωτικά στοιχεία τα οποία -το καθένα από μόνο του αλλά ειδικά σε συνδυασμό- μπορούν να ανεβάσουν ποιοτικά το επιθετικό παιχνίδι του Παπαγιάννη.

Το σουτ δεν είναι έκπληξη. Υπήρχε για παράδειγμα ήδη ως δυνητικό χαρακτηριστικό του στα περισσότερα scouting report που γράφτηκαν γι’ αυτόν πριν και αφού πήγε στο ΝΒΑ. Ο Παπαγιάννης άλλωστε δουλεύει σε αυτό το κομμάτι από πολύ μικρός και πάντα το δοκίμαζε όταν έβρισκε ευκαιρία —αλλά και πάλι το σουτ ως κάτι που μπορεί να κάνει με συνέπεια σε επίπεδο Euroleague υπήρχε μόνο θεωρητικά ως μακρινή πιθανότητα: πέρσι, μεταξύ 4.5 και 6 μέτρων, σούταρε με 21%. Φέτος από τα ίδια σημεία σουτάρει με 69%. Κλειδί είναι ο μηχανισμός του: ο Παπαγιάννης τοποθετεί την μπάλα και απελευθερώνει από χαμηλή θέση στα δεξιά του κεφαλιού του, κάτι θεωρητικά ανορθόδοξο αλλά πρακτικά λειτουργικό γιατί του επιτρέπει να ελέγχει καλύτερα την καμπύλη της μπάλας. Η μεταφορά ενέργειας από τα πόδια μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσης συμβαίνει με σπάνια για το μέγεθός του αρμονία: 

Οι βασικές ερωτήσεις εδώ είναι δύο: 1) μπορεί να διατηρήσει υψηλό ποσοστό (όχι 70% προφανώς) σε μεγαλύτερο volume (στην Α1 θα’ πρεπε να παίρνει 5-7 τέτοιες προσπάθειες ανά παιχνίδι); και 2) υπάρχει πιθανότητα να βγει ένα βήμα προς τα έξω φτάνοντας να σουτάρει έξω από το τρίποντο; Προς το παρόν, όπως φαίνεται παραπάνω, τις λίγες φορές που το έχει κάνει ο μηχανισμός του δεν δείχνει εξίσου αρμονικός. 

Σημειώνουμε επίσης τις δύο φορές που έχουμε εντοπίσει φέτος τον Παπαγιάννη να βάζει την μπάλα στο παρκέ, αμφότερες ντριμπλάροντας με το αριστερό (!) χέρι. Κατά πάσα πιθανότητα δεν σημαίνουν και πολλά, αλλά το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κανείς είναι πως θεωρητικά τέτοιες φάσεις θα μπορούσαν να προσφέρουν μια εναλλακτική σε περίπτωση που οι άμυνες άρχιζαν να πιέζουν παραπάνω το σουτ του. Και στις δύο περιπτώσεις ο τρόπος που ελέγχει το σώμα του είναι εντυπωσιακός: 

Η πιο απροσδόκητη βελτίωση που έχει κάνει ο Παπαγιάννης είναι στο κομμάτι της πάσας. Ενδεικτικά: πέρσι έδινε 0.2 ασίστ ανά παιχνίδι. Ανά 70 κατοχές, ανάμεσα σε όσους center έπαιξαν τουλάχιστον σε 10 παιχνίδια και τουλάχιστον 150 λεπτά, ο Παπαγιάννης ήταν προτελευταίος σε ασίστ με 0.5. Διαφορετικά: πέρσι ο Παπαγιάννης σε 474 συνολικά λεπτά στη Euroleague έδωσε 6 ασίστ και έκανε 27 λάθη, πολλά από αυτά σε εύκολες και διαδικαστικές πάσες. Φέτος, στα 455 λεπτά που έχει παίξει, έχει δώσει 23 ασίστ, μερικές εκ των οποίων καθόλου εύκολες ή δεδομένες, κι έχει κάνει μόλις 19 λάθη. Ανά 70 κατοχές, δίνει 2 ασίστ και είναι 13ος ανάμεσα στους center. Για σύγκριση: οι περισσότερες assist που έχει γράψει ο Milutinov -που θεωρείται και είναι καλός πασέρ- ανά 70 κατοχές στη διάρκεια μιας σεζόν είναι 2.3 (κι έκανε 2 λάθη, ο Παπαγιάννης κάνει 1.6). Η άνοδος είναι απλά τεράστια. 

Κι εξίσου τεράστια είναι η βελτίωση που δείχνει ως προς την υπομονή και την ηρεμία που έχει πλέον με την μπάλα στα χέρια, μαζί φυσικά με τη βελτίωση στο κομμάτι της τεχνικής, δηλαδή στον καθεαυτό τρόπο που πασάρει. Χαρακτηριστικό είναι εδώ ότι οι assist του έχουν έρθει από πολλές διαφορετικές καταστάσεις: στατικά στο high και low-post και εν κινήσει στο short-roll, ενώ έχει βγάλει και δύο φάσεις που πάσαρε έχοντας ζωντανή ντρίμπλα. Ο Sant-Roos (κυρίως με τα κοψίματα από το high-post) έχει λάβει τις περισσότερες από αυτές τις ασίστ (8). Το επόμενο βήμα για τον ίδιο θα είναι χρησιμοποιηθεί περισσότερο ως πασέρ με τον Παναθηναϊκό να πηγαίνει πιο συχνά και στοχευμένο στοχευμένα σ’ αυτές τις φάσεις (δεν χρειάζεται βέβαια να αναφέρουμε την τακτική ευελιξία που θα προσφέρει ο Παπαγιάννης αν μπορεί να σουτάρει και να πασάρει από το high-post). 

Άλλες παρατηρήσεις

1. ‘Εχει γραφτεί πολλές φορές ότι ο Παπαγιάννης φέτος είναι πρώτος σε τάπες, αλλά αυτό που δεν έχουμε δει να αναφέρεται είναι ότι ταυτόχρονα έχει κάνει τα λιγότερα foul από κάθε άλλο center με τουλάχιστον 1 τάπα ανά παιχνίδι. 

2. Φαινομενικά παράδοξο: το φετινό usage του Παπαγιάννη (16.9) είναι ελαφρώς πεσμένο συγκριτικα με το περσινό (17.3). Υποπτευόμαστε ότι αυτό έχει να κάνει λιγότερο με τον παίκτη και περισσότερο με την έλλειψη playmaker. 

3. Είναι εύλογο να φαντάζεται κανείς δίπλα στον Παπαγιάννη ένα 4αρι ανώτερο επιθετικά από τον White, αλλά η τακτική πειθαρχία του Αμερικανού (δίπλα στον οποία ο Παπαγιάννης έχει παίξει τη συντριπτική πλειοψηφία των λεπτών του) τον έχει βοηθήσει αρκετά. 

4. Δεν συμβαίνει συχνά η βελτίωση ενός παίκτη να είναι τόσο μεγάλη που να καθίσταται αδιαμφισβήτητη παρά το ότι η ομάδα του κινείται σε χαμηλά επίπεδα, όπως συμβαίνει με τον φετινό Παναθηναϊκό. 

5. Ενδεχομένως να είχε κάνει το άλμα με οποιονδήποτε άλλον προπονητή, αλλά το ότι ο Παπαγιάννης δεν άρχισε καλά τη σεζόν και ανέβηκε μετά από 5 αγωνιστικές μάλλον υποδεικνύει ότι εύσημα για τη βελτίωσή του αξίζει σίγουρα και ο Γιώργος Βόβορας. 

ΥΓ1: Εδώ συγκεντρωμένο το σύνολο του υλικού που χρησιμοποιήσαμε για το κείμενο:

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑