Η Νόρμα της Οπαδικής Γνωμικογραφίας

Παρατηρήσεις για το δημοσιογραφικό τοπίο της εποχής μας.

————————————————————————————————

Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της αθλητικής (και μπασκετικής, πιο συγκεκριμένα) δημοσιογραφίας σήμερα;

Το πρώτο είναι σίγουρα η απουσία ενός πλαισίου που θα επέτρεπε σ’ αυτήν την ερώτηση να γεννήσει μια παραγωγική συζήτηση.

Μέσα σε κλίμα πόλωσης και οριακής δημοκρατικότητας, δεν συζητάμε ποτέ για τάσεις, συνέπειες, ή φαινόμενα. Εστιάζουμε απλώς σε αντιπάλους, χωρίς ποτέ να ξεφεύγουμε από εύκολα δίπολα. Στοχεύουμε σε συγκεκριμένα κείμενα, σε ανεπαρκείς αναλύσεις, σε άστοχες προβλέψεις —χωρίς ποτέ να μας ενδιαφέρει γιατί αυτά πολλαπλασιάζονται σαν μανιτάρια και βρίσκονται τόσο εύκολα δημοσιευμένα σε πρώτη φάση. Μας ενδιαφέρει αποκλειστικά να αποδομήσουμε άτομα, αλλά καθόλου να αναλύσουμε καταστάσεις. Μας ενδιαφέρουν επιφανειακά αποτελέσματα, όχι οι αιτίες που τα προκαλούν. Είμαστε σαν τον προπονητή που η ομάδα του έχει χάσει 30 πόντους και την επόμενη μέρα στο βίντεο αναλύει μια λάθος κίνηση σ’ ένα pick-n-roll χωρίς να πει κουβέντα για την άμυνα της ομάδας του.

1. Γνωμικογραφία: Παρουσίαση και Ορισμοί

Θεωρούμε ότι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της μπασκετικής δημοσιογραφίας σήμερα, ταυτόχρονα σύμπτωμα και αίτιο της πόλωσης που περιγράψαμε παραπάνω, είναι η άνοδος της οπαδικής γνωμικογραφίας. Με τον όρο εννοούμε τα κειμενάκια που γράφουν ρεπόρτερ ομάδων και τα ονομάζουν συνήθως blogs, τα οποία συνειδητά μένουν φυλακισμένα σε μια οπαδική κατεύθυνση, χωρίς καν να υποκρίνονται ότι επιχειρούν να την υπερβούν. Αυτά τα κείμενα δεν είναι ούτε ρεπορτάζ, αφού με χαρά απεμπολούν την αξιοπιστία που αυτά προϋποθέτουν, αλλά ούτε και επαρκείς αναλύσεις, αφού δεν υπάρχει η παραμικρή μπασκετική (ή άλλη) εξειδίκευση ώστε να μπορούν να χαρακτηριστούν αξιολογικά ως αρθρογραφία. Είναι απλώς αυτό που δηλώνει ο όρος: γνώμες.

 

43470082_542548199526993_4743894401812529152_n

 

Γνώμες για παίκτες, προπονητές, διοικήσεις, αποτελέσματα, τακτικές, επικαιρότητα, ιστορία. Μία γνώμη για το κάθε τι —για να’ χεις γνώμη, άλλωστε, αρκεί να βρεις μία και να τη διατυπώσεις. Ούτε κριτήρια υπάρχουν, ούτε απαιτήσεις. Η γνώμη, όπως γνωρίζει ο καθένας, είναι το χαμηλότερο στάδιο πνευματικής συγκρότησης, το πρώτο σκαλοπάτι. Ακολουθούν η άποψη και η θέση. Η γνώμη δεν γνωρίζει γι’ αυτές, ούτε και κατανοεί πως υπάρχουν εξελικτικά στάδια που την υπερβαίνουν. Η έκφραση γνώμης χωρίς φιλοδοξία για μεταμόρφωση σε άποψη είναι πάντα μια μορφή πνευματικής ακράτειας.

Πρόκειται για κείμενα γεμάτα κλισέ, επιφανειακές διαπιστώσεις, καινοφανή συμπεράσματα. Κείμενα προχειρογραμμένα που ουρλιάζουν για ανάγκη επιμέλειας, όταν δεν απαιτούν Ctrl+A+Del. Κείμενα που συχνά το πλήθος υστερόγραφων που περιέχουν καταλαμβάνει αθροιστικά περισσότερο χώρο από το κυρίως μέρος τους. Πρόκειται για κείμενα, εν ολίγοις, που αποτελούν ένα είδος fast food δημοσιογραφικού λόγου: γρήγορα γράφονται, γρήγορα διαβάζονται, γρηγορότερα ξεχνιούνται. Θα μπορούσαν εξίσου να είναι προχειρογραμμένα status στο Facebook ή μια σειρά από αυθόρμητα tweets.

Κάθε μεγάλο ελληνικό site έχει κατ’ ελάχιστον ένα τέτοιο ζευγάρι μπασκετικών (και όχι μόνο) δημοσιογράφων. Το Gazzetta τους Μελάγιες και Κούβαρη. Το Sdna τους Κοντό και Ζέρβα. Το Sport24 τους Διαμαντόπουλο και Οικονόμου. Το Eurohoops τους Γιαταγάνα και Βαρλά (ο οποίος εδώ αποτελεί εξαίρεση καθώς είναι ο μόνος Έλληνας οπαδικός ρεπόρτερ που κάνει μια αξιοσέβαστη προσπάθεια να καταλάβει το άθλημα, αλλά πολύ συχνά ο λόγος του διατηρεί ένα περίσσευμα διπλωματικότητας).

2. Αίτια και Καταβολές

Είναι προφανές πως η γνωμικογραφία ανάγεται σε κεντρική θεματική της μπασκετικής (ξανά: και όχι μόνο) δημοσιογραφίας του σήμερα, όντας το είδος του περιεχομένου που αποτελεί τον δούρειο ίππο της προσέγγισης του όποιου κοινού. Αυτά είναι, κατά συντριπτική πλειοψηφία, τα κείμενα που τα επαγγελματικά site της χώρας έχουν επιλέξει να προβάλλουν ως τη βιτρίνα τους. Αυτά είναι τα κείμενα που τραβάνε clicks, σχόλια, διαμάχες, συζητήσεις, share. Αυτά είναι τα κείμενα που πουλάνε.

Εν μέρει, αυτή η τάση είναι αποτέλεσμα της διαδικτυακής δημοσιογραφίας καθεαυτής. Ο πρώτος -και συχνά μοναδικός- νόμος της τελευταίας είναι πως η αντίδραση στο όποιο γεγονός οφείλει να είναι το δυνατόν αμεσότερη. Όσο λιγότερο απέχει χρονικά ένα κείμενο από το γεγονός που το γέννησε, τόσο το καλύτερο —όσο πιο φρέσκο είναι το γεγονός, άλλωστε, τόσες περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν να διαβαστεί και το κείμενο. Αυτός είναι ο απλοϊκός λόγος που αυτά τα κείμενα ανεβαίνουν στα site είτε αμέσως μετά τους αγώνες είτε την επόμενη μέρα. Η προχειρότητα, με άλλα λόγια, είναι εδώ μια ευθεία συνέπεια της ανάγκης για αμεσότητα.

Θα ήταν βέβαια αφελής όποιος βιαζόταν να αποδεχτεί πως γι’ αυτό το είδος δημοσιογραφικού λόγου ευθύνονται αποκλειστικά τα νέα δεδομένα που έθεσε το διαδίκτυο. Υπάρχει κάτι βαθύτερο εδώ, κάτι που με το Ίντερνετ μπορεί να απέκτησε μια στέρεη και κυριαρχική μορφή αλλά είναι βέβαιο πως προϋπήρχε. Ποια είναι, λοιπόν, τα στοιχεία που υπήρχαν ήδη στο δημοσιογραφικό τοπίο πριν την κυριαρχία του Ίντερνετ και προοικονομούσαν την άνοδο της σημερινής γνωμικογραφίας;

Σ’ αυτό το σημείο οφείλουμε να απομακρυνθούμε από τη μπασκετική διάσταση του ζητήματος και να εστιάσουμε στο πεδίο που έχει γεννήσει και συνεχίζει να γεννά τις περισσότερες τάσεις που διακρίνουν τον αθλητικό λόγο στη χώρα μας, δηλαδή την ποδοσφαιρική δημοσιογραφία (κάτι που θα κάνουμε σποραδικά και στη συνέχεια του κειμένου).

Κάτι αλλάζει σ’ αυτό το πεδίο τέλη της δεκαετίας του ‘90 κι αρχές της επόμενης. Στον οπαδικό τύπο, η παραδοσιακή μετριοπάθεια της Αθλητικής Ηχούς και του Φωτός των Σπορ αρχίζει κι αντικαθίσταται από την πολεμική διάθεση του Πρωταθλητή και του Derby News (οι δύο αυτοί τίτλοι χρησιμοποιούνται ενδεικτικά, υπάρχουν πολλά ακόμα παραδείγματα). Τα εμπρηστικά πρωτοσέλιδα και οι ακραία καταγγελτικές επιφυλλίδες των δύο τελευταίων διεκδικούν και σταδιακά κερδίζουν μια όλο και κεντρικότερη θέση στο δημοσιογραφικό τοπίο. Αυτό δεν αντανακλάται τόσο στον αριθμό των πωλήσεων ή την αναγνώριση που απολαμβάνουν οι κεντρικές φιγούρες αυτών των εφημερίδων, όσο στο ταχύ ρυθμό εξάπλωσης των δημοσιογραφικών ηθών και πρακτικών τους. Ανάλογες εφημερίδες αρχίζουν και ξεπηδούν από κάθε γωνιά, σε βορρά και νότο, αφιερωμένες πάντα στην ομάδα της αρεσκείας τους, πρόθυμες να κατασκευάσουν εχθρούς, να κάνουν το άσπρο-μαύρο, να υιοθετήσουν απροκάλυπτα την αισθητική του χυδαίου.

(Οφείλουμε μια ξεχωριστή αναφορά στον Κώστα Νικολακόπουλο ο οποίος, καθιστώντας τον ρηχό εξυπνακισμό του είδος δημοσιολογίας, μάλλον υπήρξε ο πρώτος γνωμικογράφος πριν η τάση πάρει τις διαστάσεις φαινομένου)

Η ανώνυμη στήλη του Πρασινοφρουρού που δημοσιευόταν στην εφημερίδα Πράσινη, στήλη για την οποία κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει αναλάβει ξεκάθαρα την ευθύνη (αν κι ο Βασίλης Παπαθεοδώρου του Sdna έχει συνδεθεί πολλάκις μαζί της, με τον ίδιο να το διαψεύδει), είναι πιθανότατα το πιο ακραίο παράδειγμα —κι επίσης σχετική με τους σκοπούς του παρόντος κειμένου καθώς εν μέρει καθιέρωσε τον σχολιασμό και μπασκετικών εξελίξεων μέσω αυτού του μοντέλου (ξαναλέμε ότι ανάλογα κείμενα/στήλες υπήρχαν πολλά και ήταν κάθε απόχρωσης, αναφέρουμε απλώς κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα).

Μιλάμε για δημοσιογράφους ή οπαδούς; Σ’ αυτό το σημείο η διάκριση καθίσταται αδύνατη και τελικά καταργείται: οπαδοί που δουλεύουν ως δημοσιογράφοι ή πρώην δημοσιογράφοι που κατέληξαν οπαδοί —το τι ήρθε πρώτα και τι μετά δεν έχει την παραμικρή σημασία. Αυτό που μετράει είναι η τερατογένεση που προέκυψε από τη πρόσμιξη των δύο αυτών ιδιοτήτων σε συνδυασμό με τον καταλύτη του οικονομικού συμφέροντος που είναι έμφυτο στη μετάβαση από τον ερασιτεχνισμό του οπαδού (αν και στην Ελλάδα παραδοσιακά ευδοκιμούν πολλοί επαγγελματίες τέτοιοι) στον επαγγελματισμό του δημοσιογράφου (ο επαγγελματισμός εδώ εννοείται ως η παροχή οικονομικού ανταλλάγματος για την προσφορά μιας υπηρεσίας).

3. Η Περίπτωση του Τάκη Τσουκαλά

Καθόλου τυχαία, την ίδια περίοδο ο Τάκης Τσουκαλάς αρχίζει και ξεπερνά τα όρια της οπαδικής του ταυτότητας και αποκτά κάτι σαν πανελλαδική αναγνωρισιμότητα. Σε πολλούς ίσως ο Τσουκαλάς να φαίνεται μια περιθωριοποιημένη, cult φιγούρα, σε μεγάλο βαθμό άσχετη με την παρούσα συζήτηση —αλλά το επιχείρημα αυτό είναι έωλο, καθώς αγνοεί τη μετάβαση που συντελέστηκε εκείνα τα χρόνια στην ελληνική τηλεόραση (η οποία επηρέασε και τη δημοσιογραφία εν γένει) φέρνοντας αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε thrash TV σ’ ένα mainstream προσκήνιο (οι ειδήσεις του Star ή οι εκπομπές της Πάνια είναι δύο ακόμα παραδείγματα αυτής της μετάβασης).

Και με τον ίδιο τρόπο που το Derby News ή ο Πρωταθλητής δεν χρειάζονταν υψηλό αριθμό πωλήσεων ή κάποιου είδος επαγγελματικής επιτυχίας των πρωταγωνιστών τους για να φανερώσουν την επιρροή τους, έτσι κι ο Τσουκαλάς, παρά το ότι βρισκόταν σε περιθωριακά κανάλια και σε απόλυτους αριθμούς έγραφε περιορισμένη τηλεθέαση, αναδεικνύεται εδώ σε κεντρική φιγούρα μέσω της επιρροής που φαίνεται να έχει το μοντέλο που δημιούργησε.

Ο Τσουκαλάς, άλλωστε, ήταν από τους πρώτους που εμπορευματοποίησαν την οπαδική τους ταυτότητα κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθιστώντας την εξίσου μια επαγγελματική ιδιότητα. Ο οπαδός Τσουκαλάς έγινε τηλεοπτική φιγουρα, μεταμορφώθηκε σ’ ένα ιδιότυπο brand-name το οποίο αργότερα γέννησε πολλούς δημοσιογραφικούς (αν μπορούμε να τους αποκαλέσουμε έτσι) απογόνους. Υπάρχει μια ευθεία γραμμή η οποία ενώνει τον Νικολακόπουλο, το Derby και τον Πρωταθλητή με τον Τσουκαλά και, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, κάθε απόχρωσης οπαδικό γνωμικογράφο.

Οι μεταξύ τους διαφορές, όταν υπάρχουν, είναι απλά διαφορές ύφους. Κάθε ένας από τους παραπάνω πρόθυμα επιδεικνύει μια απόλυτη άρνηση η οποία διακλαδώνεται προς δύο κατευθύνσεις: αφενός, ως πνευματική ανεπάρκεια και, αφετέρου, ως συναισθηματική απροθυμία υπέρβασης της οπαδικής του υπόστασης. Το καλύτερο; Τα χαρακτηριστικά αυτά αναδεικνύονται, τρόπον τινά, σε επαγγελματικά εφόδια —ο ένας τα χρησιμοποιεί και γίνεται τηλεοπτική φιγούρα, άλλος τα χρησιμοποιεί και κάνει δημοσιογραφική καριέρα. Μια υποθετική ένσταση εδώ ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι πως κάθε ένας από τους προαναφερόμενους χρησιμοποιεί αυτά τα στοιχεία με διαφορετικό τρόπο, κάτι που δεχόμαστε, αλλά αυτή η παραδοχή πρέπει να συμπληρώνεται από την έμφαση στο ότι έχουμε να κάνουμε με μια κατάσταση όπου επαγγελματίες δημοσιογράφοι και επαγγελματίες οπαδοί χρησιμοποιούν τα ίδια ακριβώς μέσα. Αυτή η ταύτιση, με άλλα λόγια, είναι πολύ πιο σημαντική από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις.

[Πολύ σημαντικός εδώ έχει υπάρξει διαχρονικά και ο ρόλος των αθλητικών ραδιοφώνων, αλλά δεν έχουμε τον χώρο να συμπεριλάβουμε και αυτήν τη διάσταση]

Αυτός ο συνδυασμός πνευματικής και συναισθηματικής ανεπάρκειας κλειδώνει τους παραπάνω σ’ ένα οπαδικό σύμπαν το οποίο λειτουργεί ως το όριο του γνωστικού τους ορίζοντα —ποτέ δεν διαβάζουμε ούτε ακούμε ούτε βλέπουμε κάτι που τον υπερβαίνει. Για να το θέσουμε διαφορετικά: δεν θεωρούμε τον Τάκη Τσουκαλά απλά ιδεολογικό πατέρα του mainstream οπαδικού “κινήματος” στην Ελλάδα (κάτι για το οποίο δεν πιστεύουμε ότι χρειάζεται καν να επιχειρηματολογήσουμε) αλλά και πνευματικό πάτρωνα κάθε λογής σημερινού γνωμικογράφου. Για να είμαστε ξεκάθαροι: δεν υποστηρίζουμε ότι ο Τσουκαλάς είναι ποιοτικά κάτι παραπάνω από το προφανές —λέμε απλά ότι οι γνωμικογράφοι έχουν μαζί του εκλεκτικές συγγένειες.

Αναλογιστείτε τις πρωτόγονες μπασκετικές προσεγγίσεις που κατά συντριπτική πλειοψηφία διαβάζουμε στα κείμενα γνωμικογραφίας. Αναλογιστείτε την ανούσια αποθέωση. Αναλογιστείτε το πως αντίπαλες ομάδες δεν παρουσιάζονται ως αθλητικοί αντίπαλοι αλλά ως de facto εχθροί με πολύ ευρύτερες προεκτάσεις. Αναλογιστείτε πως κάθε μεταγραφή είναι βόμβα και κάθε αποχώρηση ωφέλιμη. Αναλογιστείτε το είδος της αυτοκριτικής που (σπανιότατα) αναπτύσσεται —πάντα κεκαλυμμένη, πάντα διακριτική, πάντα προσφέροντάς μας κάτι που την αντικρούει. Αναλογιστείτε τις αγιογραφίες προέδρων, προπονητών, παικτών, ή οπαδών. Αναλογιστείτε τα ρεπορτάζ που γράφουν οι ίδιοι γνωμικογράφοι και δεν διαφέρουν σε τίποτα από ανακοινώσεις γραφείων τύπου. Αναλογιστείτε τα ευδιάκριτα ίχνη ρατσισμού κι άλλων ανάλογων τάσεων. Αναλογιστείτε τις έμμεσες και άμεσες αναφορές προς τη διαιτησία σε κάθε ήττα. Αναλογιστείτε το πως τα επεισόδια συχνά στηλιτεύονται όχι επειδή συνέβησαν αλλά με την εξοργιστική παρατήρηση πως “ανέκοψαν τον ρυθμό της ομάδας” —θαρρείς το πρόβλημα να είναι μόνο αυτό, το ότι συνέβησαν σε λάθος χρόνο.

Πόσο διαφέρει το παραπάνω πακέτο από το αντίστοιχο που προσφέρει ο Τσουκαλάς; Το ξαναλέμε: η διαφορά τους είναι απλώς διαφορά ύφους (οι γνωμικογράφοι ως ένα εξευγενισμένο παράγωγο του Τσουκαλά) αφού αμφότεροι κινούνται αποκλειστικά μέσα στους ίδιους οπαδικούς ορίζοντες.

4. Μια Συμβολική Στιγμή

Υπάρχουν χιλιάδες κείμενα τα οποία μπορούμε να παραθέσουμε επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω, αλλά προτιμούμε να κάνουμε κάτι πιο δημιουργικό επιλέγοντας μια αυθόρμητη στιγμή που δεν έχει υποστεί την παραμικρή επεξεργασία. Είναι εξίσου δηλωτική:

 

[Τελικός Κυπέλλου 2009, ο Παναθηναϊκός κερδίζει τον Ολυμπιακό με 80-70]

Επειδή το θέμα είναι μάλλον λεπτό, οφείλουμε πρώτα να κάνουμε κάποιες διευκρινίσεις. Δεν έχουμε -ούτε εμείς, ούτε και κανένας άλλος- το δικαίωμα να κρίνουμε τον χαρακτήρα ή οτιδήποτε άλλο ανήκει στην ιδιωτικότητα του κυρίου Μελάγιες. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι έχουμε -και εμείς, και οποισδήποτε άλλος- κάθε δικαίωμα να κρίνουμε το παραπάνω περιστατικό εντός του ευρύτερου πλαισίου της δημοσιογραφικής του δουλειάς, κι αυτό το δικαίωμα εκχωρείται από δύο προφανείς διαπιστώσεις: 1) δεν πρόκειται για μια ιδιωτική στιγμή που με κάποιον τρόπο δημοσιοποιήθηκε, αλλά για κάτι που συνέβη σε κοινή θέα τη στιγμή που θα έπρεπε να ασκεί το επάγγελμά του και 2) το περιστατικό προσφέρει σε μεγέθυνση μεγάλος μέρος της εικόνας που αφήνουν οι γνωμικογραφικές παρεμβάσεις στο σύνολό τους (όχι μόνο οι δικές του).  

Η στιγμή συμβολίζει την πτώση της δημοσιογραφικής μάσκας η οποία αφήνει να διαφανεί ο οπαδισμός στη γυμνή του μορφή. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι το υβριστικό περιεχόμενο της φράσης —πρόκειται, άλλωστε, για λέξεις που λίγο-πολύ όλοι έχουμε χρησιμοποιήσει. Το πρόβλημα είναι ότι, πάνω στο άγχος για τον επικείμενο αγώνα και τον αυθορμητισμό της στιγμής, η φράση που βγαίνει από τα μύχια του κυρίου Μελάγιες δεν θέλει απλώς να εμψυχώσει τον παίκτη του, αλλά συμπεριλαμβάνει στον άμεσο ορίζοντά της και τον αντίπαλο. Ο κύριος Μελάγιες δεν θέλει απλά τη νίκη του Ολυμπιακού. Επιθυμεί εξίσου και την ήττα του Παναθηναϊκού. Θέλει να τον ταπεινώσει, να τον ισοπεδώσει, θέλει να τον δει να ηττάται ολοκληρωτικά. Ο Παναθηναϊκός είναι ο εχθρός. Η νίκη, όπως για κάθε οπαδό, είναι μια στιγμή προσωπικής ολοκλήρωσης. Η δημοσιογραφική του διαπίστευση, στο μεταξύ, έχει αδειάσει πλήρως από την όποια αξιοπιστία μετέφερε, αγγίζοντας την κατάσταση ενός άδειου συμβόλου ή ενός άχρηστου αντικειμένου, πιο άχρηστο κι από ληγμένο διαβατήριο.

Η μορφή του κυρίου Μελάγιες, όσο βλέπουμε το παραπάνω βίντεο, αρχίζει να τρεμοπαίζει, στιγμιαία χάνεται κι εμφανίζεται ξανά στην οθόνη, κι από κάτω της κάτι άλλο αρχίζει να διαφαίνεται, μια άλλη μορφή, ένα άλλο πρόσωπο, με περισσότερα μαλλιά και πιο τραχιά εμφάνιση, μια μορφή που δεν ψιθυρίζει γαμήστε τους γεμάτη ενοχές αλλά το βροντοφωνάζει γεμάτη περηφάνια. Η δεύτερη μορφή, αν υπήρχε, θα άνηκε στον Τάκη Τσουκαλά —μόνο που δεν υπάρχει, αφού σ’ αυτό το σημείο οι δύο μορφές είναι το ίδιο πρόσωπο.

Δεν θέλουμε σε καμιά περίπτωση να στοχοποιήσουμε τον κύριο Μελάγιες, ή να υπονοήσουμε πως είναι το κέντρο του προβλήματος, ή πως είναι χειρότερος από άλλους γνωμικογράφους συναδέλφους του. Ο κύριος Μελάγιες είναι μέρος μια ευρύτερης τάσης και είχε μια άτυχη στιγμή σε ζωντανή τηλεόραση, από τις εκατομμύρια τέτοιες που έχουν υπάρξει —απλά η ατυχία του ήταν διπλή, καθώς το όλο περιστατικό αποτελεί κάτι σαν το αποτύπωμα που άθελά της η αφήνει η γνωμικογραφία εν γένει. Το όνομά του εδώ είναι συλλογικό: είπε αυτό που ξέρουμε ότι σκέφτεται κάθε γνωμικογράφος.

5. Συνέπειες και Επιπτώσεις

Έχοντας ήδη παρουσιάσει την έννοια της γνωμικογραφίας, έχοντας σταθεί στις καταβολές της κι έχοντας αναλύσει τη λογική που τη διέπει, αυτό που μένει είναι να μιλήσουμε για τις καταστροφικές της επιπτώσεις.

Κάποιος θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστηρίξει πως επιπτώσεις καλά-καλά δεν υπάρχουν, πως τα κείμενα των γνωμικογράφων, αν κάποιος δεν θέλει, μπορεί απλώς να μην τα διαβάσει, να τα αγνοήσει και να βρει κάτι που τον καλύπτει. Όπως, ωστόσο, έχουμε αναφέρει παραπάνω, αυτά τα κείμενα δεν αποτελούν μια μειοψηφική πρακτική, αλλά την κυρίαρχη τάση —και το να αρνηθεί κανείς πως μια κυρίαρχη μορφή δημοσιογραφικού λόγου έχει πραγματικές επιπτώσεις ισοδυναμεί με το να ισχυριστεί πως μπορεί να βουτήξει στη θάλασσα χωρίς να βραχεί.

Ξεχωρίζουμε, μεταξύ πολλών ακόμα, τις δύο συνέπειες με τη μεγαλύτερη βαρύτητα:

1) Η γνωμικογραφία δεν είναι μόνο το πλειοψηφικό περιεχόμενο μέσα στο σύνολο της ύλης που προσφέρει ένα site (αφού κάθε ομάδα έχει τον δικό της γνωμικογράφο), αλλά και αυτό που ιεραρχείται ψηλότερα απ’ οτιδήποτε άλλο. Χαρακτηριστική εδώ είναι η διάρκεια που αυτά τα κείμενα μένουν σε κεντρικές θέσεις του site, η συνήθως στρατηγική ώρα δημοσίευσής τους, και η εύκολη πρόσβαση που μας παρέχεται προς αυτά στην αρχική σελίδα.

Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται ένας παραμορφωτικός καθρέφτης οπαδικής προοπτικής, χωρισμένος αυστηρά σε κατά τόπους σημεία, κάθε ένα από τα οποία προσφέρει και μια διαφορετική απόχρωση. Αυτό είναι το μήνυμα που site όπως το Gazzetta, και αναφέρουμε το συγκεκριμένο επειδή είναι το μεγαλύτερο, στέλνουν με τον τρόπο που προβάλουν τη γνωμικογραφία: όποιος κι αν είσαι, όποια ομάδα κι αν υποστηρίζεις, δώσε μας το κλικ και θα βρεις κάτι με το οποίο μπορείς να ταυτιστείς. Πρόκειται για μια άδεια πολυσυλλεκτικότητα, κατά την οποία το όποιο site λειτουργεί ως ένας κενός χώρος από τον οποίο εφορμάται μια σειρά αντικρουόμενων αντιλήψεων —αρκεί κάθε μια από αυτές να πουλάει και να μπορεί να απευθυνθεί σ’ ένα συγκεκριμένο κοινό.

Το κάθε site, δηλαδή, δεν έχει μια στέρεη ταυτότητα, με τον τρόπο που κάποτε είχαν (κι ακόμα έχουν) οι εφημερίδες. Το Gazzetta, για να συνεχίσουμε με το ίδιο παράδειγμα, εδώ μετατρέπεται σε κάτι σαν το Google του Έλληνα αθλητικού φιλάθλου: γράψε την ομάδα σου (ή οποιοδήποτε αθλητικό θέμα) στο search και θα βρεις αυτό που ψάχνεις. Αυτό, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα αρνητικό και σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να φανεί πως κατακρίνουμε το συγκεκριμένο μοντέλο προκρίνοντας την ομογενοποιημένη οπτική των εφημερίδων. Υπάρχει εδώ χωρίς αμφιβολία ένας ίχνος εφαρμοσμένης δημοκρατικότητας, ένα είδος πλουραλισμού που περιέχει πολλές διαφορετικές οπτικές —το πρόβλημα ξεκινάει από το ότι η κυριαρχία της γνωμικογραφίας προωθεί έναν ιστότοπο ο οποίος ψάχνει ένα κοινό στο οποίο θα προσφέρει δυνατότητες συναισθηματικής ταύτισης, τοποθετώντας στο υπόβαθρο την πειθώ που προσφέρουν κείμενα αναλυτικής κατεύθυνσης.

Η πιο απλή ερώτηση εδώ αρκεί για να αποδώσει τα παραπάνω: για ποιον ακριβώς λόγο τα κείμενα του Βασίλη Σαμπράκου για το ελληνικό ποδόσφαιρο, ενώ είναι με διαφορά τα καλύτερα του gazzetta στη συγκεκριμένη κατηγορία, έχουν σταθερά λιγότερα like, share, σχόλια (με μια φράση: μικρότερο engagement) από τα αντίστοιχα των ποδοσφαιρικών γνωμικογράφων του ίδιου site; Ή για ποιον λόγο το 2016 δεν είδαμε παρά ελάχιστους στα social media (ή οπουδήποτε αλλού) να αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ του Gazzetta για τον Νίκο Κυζερίδη, παραγωγή η οποία από πολλές απόψεις ήταν σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα;

[Μία ακόμα, ρητορική ερώτηση: γιατί ο τρόπος που το Gazzetta καλύπτει το διεθνές ποδόσφαιρο, παρά το ότι διαθέτει λιγότερους πόρους σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι ποιοτικά δύο επίπεδα ανώτερος από τον αντίστοιχο που καλύπτει το ελληνικό;]

Η απάντηση είναι προφανής: το ίδιο το site έχει εκπαιδεύσει το κοινό του να αναζητά αυτόματα τα κείμενα που επιβεβαιώνουν όσα ήδη πιστεύει και αισθάνεται παρά να ψάχνει τα θέματα που το αναγκάζουν να σκεφτεί ή το φέρνουν σε συναισθηματικά αμήχανη (αλλά ωφέλιμη) θέση. Με τον τρόπο αυτό, στο βωμό της επέκτασης θυσιάζεται ακόμα και το καλύτερο περιεχόμενο που το site έχει να προσφέρει.

2) Επιστρέφοντας στη μπασκετική διάσταση του ζητήματος, οφείλουμε για μια στιγμή να αναλογιστούμε όχι μόνο αυτό που μας προσφέρεται, αλλά κι αυτό που θα μπορούσε να υπήρχε στη θέση του.

Που είναι τα κείμενα που παρουσιάζουν τους παίκτες ως κάτι περισσότερο από απλούς αθλητές; Που είναι τα κείμενα που φιλοδοξούν να αγγίξουν ένα κάποιο -οποιοδήποτε- βάθος; Που είναι οι σοβαρές αγωνιστικές αναλύσεις; Που είναι οι προσεγμένες συνεντεύξεις; Που είναι η προσπάθεια κατανόησης παγκόσμιων τάσεων του αθλήματος; Που είναι τα σοβαρά ρεπορτάζ με πηγές και διατυπωμένους στόχους (ο Δημήτρης Καρύδας εδώ είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών); Που είναι η ιστορική διάσταση του αθλήματος, πέρα από επιφανειακές αναφορές σε σποραδικές επετείους; Που είναι η έμφαση στη στατιστική κατανόηση; Που είναι το μπάσκετ;

Δεν ψάχνουμε μια δημοσιογραφική ουτοπία ή ένα παράλληλο σύμπαν. Όλα τα παραπάνω (με εξαίρεση τα ρεπορτάζ) υπάρχουν ήδη στο ελληνικό μπασκετικό Ίντερνετ, αλλά υπάρχουν πέρα από το τυπικό επαγγελματικό πεδίο.

Μιλάμε για δουλειές όπως αυτή που κάνουν οι Ball Hog, ο Hoopfellas, ή τα παιδιά στο Red PointGuard, ή την ποιότητα των συζητήσεων που μπορεί κανείς να βρει στο Basketforum (δείτε και το κανάλι τους στο Youtube), ή το team που έχει δημιουργηθεί στο Bad Basket, ή τη δουλειά με τα στατιστικά του Ανδρέα Χριστοφόρου και του Lost Gps και του Above Average, ή τη δουλειά στο βίντεο του Basket Head, ή το ιστορικό blog Greek Hoopz, ή τα μπασκετικά επιχειρήματα που, παρά την ξεκάθαρα διατυπωμένη οπαδική τους προτίμηση, έβρισκε κανείς παλαιότερα στα κείμενα του Don-Basketblog ή βρίσκει σήμερα σ’ αυτά που αναρτώνται στο Double-Team.

Δεν έχει σημασία εδώ αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με τους παραπάνω, ή με τι συχνότητα και σε τι βάση το κάνει. Σημασία έχει ότι κάθε ένας από αυτούς, με τον δικό του τρόπο και το δικό του στυλ, αντικειμενικά προσφέρει κάτι που έχει εκλείψει από τον ελληνικό δημόσιο χώρο και λόγο: στέρεες βάσεις για σοβαρές συζητήσεις.

Το έχουμε γράψει ξανά, αλλά το επαναλαμβάνουμε: οι ερασιτέχνες στο ελληνικό μπασκετικό Ίντερνετ είναι οι καλύτεροι επαγγελματίες.

Γιατί;

Επειδή η διάθεσή τους να πείσουν υπερισχύει της ανάγκης του να επεκταθούν.

6. The Wire και Γνωμικογραφία

Όσοι έχουν παρακολουθήσει το The Wire θα θυμούνται μια χαρακτηριστική υποπλοκή της πέμπτης σεζόν: ένας ρεπόρτερ εφευρίσκει διαρκώς περιστατικά και δηλώσεις που δεν έγιναν ποτέ, ενσωματώνοντάς τα στα κείμενά του που καταλήγουν, αν κάποιος ξέρει τι είναι τι, λιγότερο ρεπορτάζ και περισσότερο φανταστικές ιστορίες. Η διοίκηση της εφημερίδας, παρότι έχει γνώση της κατάστασης, όχι απλά δεν αρνείται τη δημοσίευση των συγκεκριμένων κειμένων, αλλά ενθαρρύνει τον δημοσιογράφο να συνεχίσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Το μήνυμα που στέλνει η σειρά δεν αφορά τόσο την ηθική κατάπτωση δημοσιογράφου και διοίκησης, όσο τις κερδοσκοπικές δυνατότητες τέτοιου είδους ιστοριών, γραμμένες έτσι που κανείς είναι αδύνατον να τις αγνοήσει.

Με τον ίδιο τρόπο που η διοίκηση της Baltimore Sun στο The Wire ανακαλύπτει τη δυνατότητα οικονομικού κέρδους που κρύβεται στην καταστρατήγηση της δημοσιογραφικής αλήθειας, έτσι κι η ελληνική αθλητικογραφία, ταυτόχρονα με την επικράτηση του Ίντερνετ, ανακάλυψε τα κέρδη που μπορεί να αποφέρει η φόρμα της γνωμικογραφίας. Δεν υποστηρίζουμε πως τα ψέματα της Baltimore Sun στη σειρά του David Simon μπορούν να εξισωθούν με τα γνωμικογραφικά κείμενα. Λέμε, απλώς, πως αμφότερες οι πρακτικές αποτελούν μια μορφή δημοσιογραφικής παρακμής —και πως, παρά τις διαφορές τους, αμφότερες οφείλονται στο ίδιο αίτιο: την τοποθέτηση του εύκολου κέρδους πάνω από κάθε δημοσιογραφικό κριτήριο.

ΥΓ: Λόγω του θέματος του κειμένου οφείλουμε να γνωστοποιήσουμε πως στο παρελθόν είχαμε συνεργαστεί με το Eurohoops και το Sport24/Nba Hellas.

 

 

 

 

18 thoughts on “Η Νόρμα της Οπαδικής Γνωμικογραφίας

Add yours

  1. Παιδια, νηφαλια, αμιγως μπασκετικη και διδακτικη αναλυση ειχαν και τα κειμενα του κ. Στεφανου Τριανταφυλλου στο Sport24.

    Like

    1. Συμφωνούμε απόλυτα. Το αναφέραμε στη σελίδα μας στο Facebook, στην συζήτηση κάτω από το post που έγινε για αυτό το κείμενο.

      Like

  2. Παιδιά πολλά συγχαρητήρια για το κείμενο. Νομίζω όμως ότι λείπει μια παράμετρος. Το επίπεδο του αναγνώστη. Αυτά τα site είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, ψάχνουν το κέρδος => διαφήμιση => click. Και το ψάχνουν με το μικρότερο δυνατόν κόστος, άρα εύκολο κέρδος.

    Δεν σκοπεύουν επομένως να επιμορφώσουν και να εξηγήσουν (το δύσκολο και επίπονο), αλλά στοχεύουν στο θυμικό του οπαδού (το εύκολο).

    Ναι είναι φαύλος κύκλος, αλλά αν πάψουν π.χ. οι 2 από τους 3 να το κάνουν, ο τελευταίος θα πάρει την μεγαλύτερη πίτα.

    Καπιταλισμός => κατάπτωση κοινωνίας…

    Like

    1. Το δύσκολο με το επίπεδο του αναγνώστη είναι το εξής: πως διαχωρίζουμε τους τρόπους που το διαμορφώνουν. Χοντρικά, και για τη συγκεκριμένη συζήτηση, διαμορφώνεται κατά βάση από δύο παράγοντες: 1) ευρύτερες κοινωνικές/ιστορικές αιτίες που δεν έχουν να κάνουν καθόλου με αθλητικά και 2) τον τρόπο που ασκείται πλειοψηφικά η αθλητικογραφία. Ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο είναι μια πολύ δύσκολη συζήτηση.

      Δεν διαφωνώ ούτε και στα υπόλοιπα που λέτε, αλλά έχω κι εδώ μία μικρή ένσταση: γιατί, για παράδειγμα, βρέθηκε ένας άνθρωπος να κάνει το Inside Story [ https://insidestory.gr/ ], αλλά δεν βρίσκεται ένας να κάνει κάτι αντίστοιχο για αθλητικά θέματα [κατά τη γνώμη μου, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να καταστεί εξίσου κερδοφόρο]; Μ’ αυτήν την ερώτηση δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να αμφισβητήσω πως η γνωμικογραφία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ιδίοτυπο ιστορικά ελληνικό καπιταλισμό, απλώς να δείξω πως ο αθλητικός/δημοσιογραφικός χώρος έχει μερικές ιδιαιτερότητες που απαιτούν πάντα μια επιπλέον εξήγηση.

      Like

  3. Εξαιρετικό κείμενο, μπράβο σας! Κατά τη γνώμη μου λείπει μια παραμετρος: οι γνωμικογράφοι αυτοί είναι σε ανοιχτή γραμμή με τις διοικήσεις και συχνά απλά φερέφωνα ή παπαγάλοι των διοικήσεων. Το στιλ και ο τρόπος που πολύ εύστοχα περιγράφετε ενθαρρύνεται, επιβάλλεται ή γίνεται ενεργά ανεκτό από τις διοικήσεις. Και σε ο,τι αφορά την αναγνωσιμότητα, ο λόγος που κάποιος διαβάζει ένα άρθρο είναι πολλές φορές όχι φυσικά για να διαχωριστεί μπασκετικα, αλλά ούτε και για να ακούσει κάτι φανατικό που του αρεσει: πολύ απλά για να ακούσει τι πιστεύει η διοίκηση της ομάδας του για κάτι ή κάποιον.

    Like

    1. Δεν έχετε άδικο για την ανοικτή γραμμή, απλά, αν ποτέ γραφεί κάτι τέτοιο, δεν θα πρέπει να περιέχει μόνο κάποιου είδους ανάλυση αλλά και ρεπορτάζ/έρευνα. Το πρώτο συμβαίνει σπάνια, το δεύτερο -στα συγκεκριμένα θέματα- σπανιότερα και ο συνδυασμός τους σχεδόν ποτέ. Προς αυτήν την κατεύθυνση έχουμε μόνο μία αναφορά:

      “Αναλογιστείτε τα ρεπορτάζ που γράφουν οι ίδιοι γνωμικογράφοι και δεν διαφέρουν σε τίποτα από ανακοινώσεις γραφείων τύπου.”

      Like

  4. Thanks for the reference. Ως προ φλέγον ζήτημα (για την ιστορία δε συμφωνώ με όλες τις παραγράφους του κειμένου), το πραγματικό πρόβλημα που θίγει ο κειμενογράφος δεν είναι τόσο το αν συμφωνείς ή διαφωνείς με κάποιον ή το αν αρθογράφοι είναι φερέφωνα της διοίκησης, ειναι πως τα κειμενα τους ειναι Β-Α-Ρ-Ε-Τ-Α, ΚΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ, ΠΩΣ ΤΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΜΑΘΕΣ ΤΙΠΟΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ.

    Για μενα, κυρια απτή ενδειξη της δημοσιογραφικής παρακμη*, ειναι τα πολλά υστερόγραφα-όταν τα υστερόγραφα είναι ίσα με το 1/3 το κειμένου (ή μερικές φορες το ξεπερνούν) σημαίνει πως ο αρθογράφος ουδέποτε έβαλε σε τάξη τις σκέψεις του, ουδέποτε αποφάσισε έκατσε να σκεφτεί τι θέλει να γράψει και πως, δλδ μιλάμε για φυσικά για τσαπατσοδουλειά. Αν λοιπόν αναλογιστεί κανείς πως πρόκειται για επαγγελματίες του χώρου με χιλιάδες γραμένα κείμενα(=έχουν αποκτήσει μια άλφα ευκολία συγγραφής κειμένων), αυτό πολύ απλά σημαίνει πως δεν δίνουν σημασία ούτε οι ίδιοι στο τι γράφουν.

    Ολα αυτά είναι απότοκο της γενικευμένης ανικανότητας πολλών από αυτούς να επιχειρηματολογήσουν για οποιαδήποτε θέμα γιατί πολυ απλά ποτέ δεν το διδάχθηκαν στα διάφορα ΙΕΚ ή δεν αποφάσισαν μόνοι τους να εμβαθύνουν σε τέτοιες ικανότητες.Αφήνω προς παραδειγματισμό το ακόλουθο κείμενο, το οποίο για μένα αποτελεί ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΑΛΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ: Η αρθογράφος εδώ επιχειρηματολογεί σοβαρά σε ένα ασόβαρο θεμα (θα μου πεις συγκρίνω τον New Yorker με τους ΕΛ αθλητικογραφους/δημοσιογράφους):
    https://www.newyorker.com/magazine/2017/11/06/is-bigfoot-likelier-than-the-loch-ness-monster

    *Σημειώνουμαι εδώ ως ιντερμέδιο πως το αίτιο για αυτή την παρακμή είναι δυστυχώς βαθύτερο και άμεσα συνυφασμένο με την πνευματική και ηθική παρακαμή της Ελ κοινωνίας, καθόλου τυχαίο πως αρχίζει την ίδια περίοδο που γιγαντώνονται περίπου ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ οι κοινωνικές & εθνικές μάστιγες που ονομάζονται Ολυμπιακός και ΠΑΣΟΚ. Κάποια στιγμή θα το κάνω κείμενο οπου θα αναλυω πως τα στημενα πρωταθληματα ειναι η άλλη όψη του νομίσματος του δημοσιουπαλληλισμου με λεφτά τριτων(=Ευρωπαίων), του εσωστρεφούς ρατσιστικού βλαχοαπομονωτισμού και των συμβασεων σε ημετέρους(αυτά για να μην ξεχνιομαστε).

    Like

    1. Τουλάχιστον σε όσα γράφεις στο σχόλιο, νομίζω από τις λίγες φορές που ταυτίζομαστε. Η διάσταση που αναφέρεις τονίζεται ειδικότερα εδώ:

      “Πρόκειται για κείμενα γεμάτα κλισέ, επιφανειακές διαπιστώσεις, καινοφανή συμπεράσματα. Κείμενα προχειρογραμμένα που ουρλιάζουν για ανάγκη επιμέλειας, όταν δεν απαιτούν Ctrl+A+Del. Κείμενα που συχνά το πλήθος υστερόγραφων που περιέχουν καταλαμβάνει αθροιστικά περισσότερο χώρο από το κυρίως μέρος τους. Πρόκειται για κείμενα, εν ολίγοις, που αποτελούν ένα είδος fast food δημοσιογραφικού λόγου: γρήγορα γράφονται, γρήγορα διαβάζονται, γρηγορότερα ξεχνιούνται. Θα μπορούσαν εξίσου να είναι προχειρογραμμένα status στο Facebook ή μια σειρά από αυθόρμητα tweets.”

      Χαίρομαι ιδιαίτερα για την αναφορά σου στα υστερόγραφα γιατί είναι από τις λεπτομέρειες που θα θέλαμε να τονιστούν περισσότερο.

      Κατά κάποιο τρόπο, ο τρόπος που πλέον χρησιμοποιούνται τα υστερόγραφα ταυτίζεται (χρονικά και ποιοτικά) με την μετάβαση που περιγράφεται στο κείμενο κι έφερε το trash TV από το περιθώριο στο επίκεντρο. Όλος ο τρόπος που έχει αλλάξει η δημοσιογραφία βρίσκεται εδώ σε μικρογραφία.

      Τα υστερόγραφα, σε αθλητικό και μη επίπεδο, πάντα περιείχαν μια δόση εξπυνακισμού, πολλά αποσιωπητικά, ένα κλείσιμο του ματιού. Αλλά κάποτε είχαν επιπλέον μια αντικειμενικοφάνεια, ένα επίπεδο, κάτι που έπρεπε κάπως να αποκωδικοποιηθεί. Σήμερα έχουν μετατραπεί σε μια φόρμα όπου περιέχονται σκέψεις που ο αρθρογράφος δεν είχε ιδέα πως να προσθέσει στο σώμα του κειμένου, ρηχά υπονοούμενα, κατηγορίες που δεν στοιχειοθετούνται, κρίσεις χωρίς επιχειρήματα.

      Μια ιστορία του τρόπου χρήσης των Υστερογράφων τα τελευταία, πες, 20 χρόνια είναι η ιστορία της δημοσιογραφίας (ή αρθρογραφίας) καθεαυτής.

      Όσον αφορά το New Yorker και ανάλογα έντυπα, μια από τις πιο ανακοφουστικές συνέπειες των ποιοτικών στάνταρ που διαχρονικά τηρούν είναι ότι μπορεί να τους γίνει σοβαρή πολιτικη (και άλλη) κριτική, κυρίως επειδή δεν εκπίπτουμε στο αντιπαραγωγικό επίπεδο του κακή δημοσιογραφία=κακή πολιτική –εννοώ ότι επειδή υπάρχει ένα μίνιμουμ ποιοτικής δημοσιογραφίας μπορείς να μιλήσεις και για άλλα πράγματα (αν και δυστυχώς αυτή η διάσταση έχει αμβλυνθεί αρκετά μετά το 2008 στην Αμερική αφού τα ρεπουμπλικανικά μέσα τείνουν να ταυτιστούν με τις χειρότερες δημοσιογραφικές πρακτκές). Αυτός είναι ένας καλός τρόπος να δείξει κανείς το πως η συνολική ποιότητα των μέσων καθορίζει λίγο-πολύ κάθε συζήτηση που τια αφορά (πχ, στα ελληνικά μέσα η πολιτική κριτική που μπορεί να τους γίνει σπάνια θα πηγαίνει πέρα από το προφανές, απλούστατα επειδή δεν υπάρχουν και πολλά εκεί).

      Like

  5. « Δεν ψάχνουμε μια δημοσιογραφική ουτοπία ή ένα παράλληλο σύμπαν ». Κι όμως, αυτό ακριβώς κάνετε.

    Και καταντάει αρκετά κουραστικό (μη πω εκνευριστικό) τέτοιες γενικολογίες για τη κακή κατάσταση του τάδε τομέα να αρκούνται μόνο στη – πληρέστατη μεν – περιγραφή της κατάστασης με πολλά παραδείγματα κλπ, αλλά σχεδόν μηδαμινή ανάλυση του πως και γιατί ισχύει αυτή η κατάσταση. Κι αυτό φυσικά γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να αφιερώνεις ένα απ τα 6 κεφάλαια του άρθρου σου σε ένα στιγμιότυπο ενός δευτερολέπτου ενός βίντεο 9 ετών – για το οποίο ο Μελάγιες έχει απολογηθεί αλλά αυτό μάλλον δεν ταίριαζε στο ύφος του κειμένου – παρά να αναρωτιόμαστε για το πως λειτουργεί πραγματικά ο τάδε τομέας.

    Για μένα λοιπόν, οι λόγοι για τον υπερβολικό οπαδισμό στη δημοσιογραφία είναι 2 και είναι και πολύ απλοί :

    1. Η αθλητική δημοσιογραφία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τις ομάδες οι οποίες δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς μεγιστάνες.
    Αναφέρετε κάποια μπασκετικά blog στο τέλος. Μπράβο και χαρά τους που γράφουν ώριμα για το άθλημα που αγαπάνε. Μόνο που όλα αυτά τα blog δεν θα υπήρχαν εάν δεν ήταν απο τη μια ο Κόκκαλης παλιά κι οι Αγγελόπουλοι τώρα με τα 15 εκ που βάζουν κάθε χρόνο (έχουν φτάσει τα 170εκ αν δεν απατώμαι) κι απ την άλλη οι Γιαννακόπουλοι να βάζουν κι αυτοί μάλλον περίπου τα ίδια (στα μαύρα αυτοί, αφού η ΚΑΕ ΠΑΟ δηλώνει και κέρδη ΛΟΛ, αλλά άλλο θέμα αυτό…). Κι όπως δεν θα υπήρχε ύλη για τα blog, δεν θα υπήρχε δουλεία για τους Ζέρβα, Κοντό, Διαμαντόπουλο κλπ. Άλλο όμως το να μην έχεις να γράφεις στο blog σου, κι άλλο να μην έχεις δουλειά. Κοιτάχτε τι γίνετε σήμερα με τη κόντρα ανάμεσα στη ΠΑΕ ΟΣΦΠ και το ΦΩΣ. Κάτι μου λέει πως δεν θα βγει κερδισμένο το ΦΩΣ…
    Λογικότατο λοιπόν οι “αθλητικοί δημοσιογράφοι” να πλαισιώνουν μια θετική άποψη προς αυτούς χάρη στους οποίους τρώνε.

    2. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες με λίγες αλλά μεγάλες ιστορικές ομάδες σε εθνικό επίπεδο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η μεγάλη πλειοψηφία των αθλητικών δημοσιογράφων να επέλεξαν τούτη τη καριέρα με πρώτιστο λόγο την αγάπη μιας ομάδας κι όχι κάποιου σπορ. Λογικότατο λοιπόν, ειδικά όταν βρίσκει δουλειά σε μέσο φιλικό προς τις οπαδικές του αποχρώσεις, να βλέπει τα πράγματα με τα λεγόμενα κόκκινα, πράσινα και ούτω καθεξής γυαλιά… Ειδικά όταν αυτό θα τον κάνει άκρως συμπαθητικό προς τους αναγνώστες κι ακροατές του, κάτι το οποίο μόνο καλό μπορεί να κάνει στη καριέρα του.

    Τέλος, παντελώς άσχετη βρίσκω την αναφορά στον Τσουκαλά. Ο Τσουκαλάς είναι ξεκάθαρα ένας entertainer. Ναι μεν συνυπάρχει στους ίδιους κύκλους συμπάθειας προς τις ομάδες και τον κόσμο με τους ρεπόρτερ των ομάδων, αλλά κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά για τις απόψεις του. Κι ας έχουν κάποιοι ρεπόρτερ κάτι σαν cult following (Νικολακό πχ), ο κόσμος τους ακούει/διαβάζει πρωτίστως για να πάρει νέα κι απόψεις, και σπανίως για χαβαλέ.

    Like

    1. Για ποια ουτοπία μιλάτε ακριβώς όταν ερασιτέχνες παράγουν μόνοι τους προηγμένα στατιστικά, βγάζουν βίντεο αναλύσης, ψάχνουν πριν γράψουν κάτι, ενημερώνονται για το τι συμβαίνει στην Αμερική και αλλού, και βλέπουν τον αγώνα και μια δεύτερη (και τρίτη) φορά πριν προβούν σε μια κρίση; Γιατί δεν μπορούν αυτά να βρουν τον δρόμο τους στα επαγγελματικά σάιτ; Δεν λέμε να αποτελούν όλα αυτά το μοναδικό είδος περιεχομένου (αυτό θα ήταν ουτοπικό). Λέμε αυτό το περιοχόμενο να προστεθεί, να υπάρχει, να λάβει μια αξιοπρεπή θέση.

      Κι αφήστε το μπάσκετ με το περιορισμένο κοινό του. Πως εξηγειτε, για παράδειγμα, ότι το τμήμα του διεθνές ποδοσφαίρου στο Gazzetta είναι δυο σκάλες ανώτερο ποιοτικά από το αντίστοιχο του ελληνικού, ειδικά από τη στιγμή που το διεθνές λειτουργεί με υποπολλαπλάσιους πόρους; Αν μπορεί να προσφέρει μια σοβαρή κάλυψη στα διεθνή, γιατί όχι και στα ελληνικά; Ρητορικές οι ερωτήσεις.

      Και χωρίς να τα έχετε αναλογιστεί όλα αυτά, μας κατηγορείτε έπειτα για γενικολογίες. Και τι κάνετε αμέσως μετά; Αποδίδετε τον “υπερβολικό οπαδισμό στη δημοσιογραφία” στις δυο πιο γενικόλογες αιτίες που θα μπορούσαν να ειπωθούν.

      Το ότι οι ομάδες ανήκουν σε μεγιστάνες είναι μια προφανής διαπίστωση που ισχύει από το 1970. Το ίδιο ακριβώς και για το ότι “Η Ελλάδα είναι από τις χώρες με λίγες αλλά μεγάλες ιστορικές ομάδες σε εθνικό επίπεδο”. Τι ακριβώς εξηγούν αυυτές οι αναφορές; Τίποτα απολύτως, αφού παραμένουν σταθερές τα τελευταία 50 χρόνια ενώ το ίδιο διάστημα η δημοσιογραφία, αθλητική και μη, έχει αλλάξει 50 φορές.

      Καμία έκπληξη, λοιπόν, που βλέπετε “σχεδόν μηδαμινή ανάλυση του πως και γιατί ισχύει αυτή η κατάσταση”. Καμία έκπληξη που θεωρείτε τον Τσουκαλά άσχετο μ’ αυτήν τη συζήτηση. Καμία έκπληξη που δεν καταλαβαίνετε γιατί το Derby και ο Πρωταθλητής μας προσφέρουν μια καλή οπτική για το πως ο οπαδισμός μετακινήθηκε από το περιθώριο στο κέντρο. Καμία έκπληξη που δεν καταλαβαίνετε γιατί η αντίστοιχη μετατόπιση του thrash TV είναι απολύτως σχετική. Καμιά έκπληξη που δεν μπορείτε να αντιληφθήτε τι ενοούμε όταν γράφουμε πως το όνομα του Μελάγιες είναι συλλογικό, παρά μόνο βλέπετε προσωποκεντρική κριτική προς τον ίδιο. Καμία έκληξη που δεν καταλαβαίνετε τι σημαίνει η ανάδυση του πράσινου Τσουκαλά, του Πρασινοφρορού, σε εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας. Καμία έκπληξη που δεν καταλαβαίνετε γιατί και πως το Ίντερνετ ήταν ο καταλύτης για να γίνει αυτό το φαινόμενο κυριαρχικό.

      Και στο μεταξύ σας έγραψα τόσα ενώ θα’ πρεπε απλά να σας είχα παροτρύνει να ξαναδιαβάσετε το κείμενο.

      Like

  6. Η αυξανόμενη κακή δημοσιογραφία είναι κάτι που αγγίζει πλέον όλες τις χώρες και όλους τους χώρους. Κι αν πχ οι ρεπουμπλικάνοι με τις zerohedge-ιές & τις breitbart-ίλες έχουν φτάσει σε ιστορικά χαμηλά (αν και υπάρχουν περιοδικά όπως το national review που κρατάνε ένα επίπεδο), οι δημοκρατικοί διεδικούν και αυτοί το…πρωτάθλημα βάθους με τους huffington-ισμούς και τις συνεχιζομενες ολισθησεις εντυπων οπως h wsj. H αίσθηση που έχω είναι πως η δυτικότροπη κοινωνία μας γίνεται εξαιρετικά πολωμένη, σε όλα τα επίπεδα και ο καθενας προτιμα πολυ απλα να διαβαζει ο,τι επιβεβαιωνει την αποψαρα του για το καθε ζητημα, Και οκ, να δεχθω πως ειναι φυσιολογικο ο καθενας να ζητα να διαβαζει πραγματα κοντα στις αποψεις του αλλα πλεον δεν ειναι στοχος να διαβαζουμε πραγματα κοντα στις αποψεις μας, στοχος ειναι απλα να διαβαζουμε ΛΙΒΕΛΛΟΥΣ κατα της αλλης πλευρας, ουτε καν επιχειρηματα (για αυτο ακριβως εβαλα το αρθρο του new yorker, για να δειξω πως αν ειναι δυνατο να επιχειρηματολογησεις σοβαρα για το αν τα φαντασματα ειναι λιγοτερο πιθανα απο το νεσι, ειναι πιθανο να επιχειρηματολογησεις σοβαρα για τα παντα). Εδω δε μιλαμε για τον αναμενομενο μανιχαισμο της ανθρωπινης κοινωνιας (στην τελικη οπως γραφει και ο levy strauss στο myth and meaning ο ανθρωπος εχει 2 ματια, 2 αυτια, 2 χερια, 2 ποδια και ως εκ τουτου αυτος ο δυισμος μεταφερεται ως ghost in the machine σε εναν μανιχαιστικο τροπο σκέψης) αλλα για πληρη διχασμο. ΕΙλικρινα δεν εχω ιδεα που θα οδηγησει ολη αυτη η κατασταση αλλα εγω δηλωνω απογοητευμενος πληρως απο την ολη φαση. Θλιψη, απεραντη θλιψη.

    Like

  7. Θεωρώ ότι η σύγκριση Μελάγιες Τσουκαλά είναι άδικη και ίσως οριακά εμπαθής.
    Ο Μελάγιες είναι προφανώς οπαδός αλλά έχει γνώση του αθλήματος και σε αυτή στηρίζεται στα άρθρα του*. Θεωρείς ότι τα άρθρα του προάγουν τον οπαδισμό; Δε νομίζω.
    Η παρουσία του Τσουκαλά στηρίζεται στον οπαδισμό και μόνο.

    Θα μπορούσες λοιπόν να διαλέξεις πάρα πολλούς άλλους, όπως πχ ο Νικολακόπουλος που σωστά αναφέρεις.
    Μπασκετικά τα άρθρα του Μελάγιες είναι όαση σε σχέση με τον Διαμαντόπουλο για παράδειγμα που δεν αναφέρεις (παίζουν ρόλο οι συνεργασίες εδώ; )

    *Απόδειξη είναι πόσοι “σοβαροί”παναθηναϊκοί τον διαβάζουν (“σοβαροί”: υποκειμενικά κρίνω από τα σχόλια).

    Like

Leave a comment

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑