Ευρωλίγκα: Αριθμοί πέρα από το Box Score

Τέσσερις αναλυτές παραθέτουν στατιστικές εντυπώσεις από την περσινή διοργάνωση.

Όσο το ΝΒΑ έχει αναγάγει τη χρήση των προηγμένων στατιστικών στο ιερό δισκοπότηρο του αθλήματος, επενδύοντας τεράστια κεφάλαια σε τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό, το ευρωπαϊκό μπάσκετ παραμένει προσκολλημένο σε παραδοσιακούς τρόπους μέτρησης, οι οποίοι μπορούν να μας δώσουν διάφορες ενδείξεις, αλλά σπάνια μας δίνουν κάτι περισσότερο από αυτό.

Παρακάτω δίνουμε τον λόγο σε τέσσερις ανθρώπους που προσπαθούν, ο καθένας με τον τρόπο του, να κοιτάξουν πέρα από το box score: Panagiotis S, Red Emerald, Γιώργος Συρίγος, Ander Isuskiza. Όλοι τους κλήθηκαν να απαντήσουν στην εξής ερώτηση: Υπάρχει κάποιο στατιστικό ή μέτρηση από την περσινή Euroleague που τράβηξε την προσοχή σας; Αν ναι, ποιο και γιατί;

Ευχαριστούμε θερμά και τους τέσσερις για τη συμμετοχή τους.

Στο τέλος του κειμένου παραθέτουμε κι εμείς τη δική μας απάντηση.

 

Έχοντας ασχοληθεί με τη δημιουργία shooting charts για την Ευρωλίγκα, αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι η μικρή συχνότητα των τριπόντων από γωνία. Για τη σεζόν που μας πέρασε, περίπου μόλις μία στις δέκα προσπάθειες για τρίποντο ήταν από τις γωνίες. Για την ακρίβεια, το ποσοστό των προσπαθειών για τρίποντο από γωνία σε σχέση με όλες τις προσπάθειες για τρίποντο ήταν 12.6%, τιμή πολύ χαμηλή κατά τη γνώμη μου.

Στο παρακάτω διάγραμμα φαίνεται η πορεία της συχνότητας από τη σεζόν 2010-11 όπου μεταφέρθηκε η γραμμή του τριπόντου στα 6.75μ. Με την έντονη μαύρη γραμμή βλέπουμε την τιμή για την Ευρωλίγκα. Προσέθεσα ενδεικτικά και την τιμή για διάφορες ομάδες, καθώς και αυτή για το ΝΒΑ (κανονική περίοδος και πλέι-οφ).

Το φετινό 12.6% είναι η χαμηλότερη τιμή από το 2010-11, ενώ η υψηλότερη ήταν 14.6% το 2012-13 και το 2014-15, που και πάλι δεν την λες υψηλή. Οι ελληνικές ομάδες δε, έπεσαν κάτω από το 10%, με το 6.3% του ΠΑΟ να είναι η 5η χαμηλότερη τιμή ομάδας από το 2010.

Στο ΝΒΑ, όπου άνθησε το Corner Three, παρατηρούμε επίσης πτωτική πορεία. Οι άμυνες εκεί του δίνουν πλέον ειδικό βάρος και προσαρμόστηκαν στην αντιμετώπισή του. Εστιάζω όμως στο ότι εκεί κάποτε είχε αρκετά υψηλή συχνότητα (άσχετα εάν εν μέρει αυτή εξηγείται και από το μεγαλύτερο σε διαστάσεις γήπεδο), ενώ στην πρόσφατη Ευρωλίγκα δεν είχε ποτέ.

Το τρίποντο από τη γωνία θεωρείται ως μια από τις καλύτερες επιλογές σουτ. Και όχι τόσο επειδή έχει ελαφρά μικρότερη απόσταση από το καλάθι σε σχέση με τα υπόλοιπα τρίποντα (6.60μ αντί για 6.75μ), αλλά γιατί τις περισσότερες φορές οι συνθήκες εκτέλεσης θα είναι καλύτερες. Ο παίκτης μπορεί να είναι εντελώς μόνος του ή ο αμυντικός να μη βρίσκεται αρκετά κοντά ώστε να προλάβει να παρεμποδίσει το σουτ. Βέβαια για να προκύψει χρειάζεται και επιπλέον δημιουργία ή/και κίνηση από την ομάδα.

Η εύκολη εξήγηση που έρχεται στο μυαλό είναι το “Ευρωπαϊκό στυλ παιχνιδιού”. Σίγουρα είναι και θέμα στελέχωσης των ομάδων, αλλά κλίνω περισσότερο στο ότι προκύπτει ως έμμεσο ή άμεσο αποτέλεσμα του στυλ παιχνιδιού των προπονητών. Ο Ολυμπιακός του κόουτς Μπαρτζώκα είχε 20.6% και έκτοτε με τον κόουτς Σφαιρόπουλο έπεσε σταθερά έως το φετινό 9.1%. Μία από τα ίδια με τον κόουτς Πασκουάλ στον Παναθηναϊκό. Αντίθετα, ομάδες όπως η ΤΣΣΚΑ, η Φενέρ, το Μιλάνο του Ρέπεσα, είχαν γενικά υψηλότερες τιμές από το μέσο όρο.

Να παραθέσω και τα ποσοστά ευστοχίας: Η ευστοχία στα τρίποντα από τις γωνίες έχει σταθερά ανοδική πορεία και από το 36.5% του 2010-11, έφτασε φέτος στο 43.8%! Η ευστοχία στα υπόλοιπα τρίποντα, έχει επίσης ανοδική πορεία αλλά με πολύ χαμηλότερο ρυθμό. Από το 33.1% του 2010-11, έφτασε φέτος στο 36.6%.

Ίσως το υψηλό 43.8 να μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από το μικρότερο αριθμό προσπαθειών. Αλλά στα μάτια μου παραείναι υψηλό για να αγνοηθεί ως τάση. Το τρίποντο από τη γωνία δεν αποτελεί το απόλυτο μυστικό επιτυχίας, όπως μπορούμε να δούμε και στις συχνότητες των τροπαιούχων, απλά θα περίμενα να επιδιώκονται κάπως περισσότερο από τους προπονητές.

*Τα shooting-charts που έχει φτιάξει ο Παναγιώτης μπορούν να βρεθούν εδώ.

 

Αρχικά να ευχαριστήσω το Hoop Fiction για την πρόσκληση – τα παιδιά κάνουν εξαιρετική δουλειά με τα κείμενα και το περιεχόμενο της σελίδας τους – και εύχομαι να συνεχίσουν με τον ίδιο ζήλο. Στο ερώτημα μας τώρα.

Η στατιστική μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε το παιχνίδι καλύτερα, ειδικά όταν συνδυάζεται με την προσεκτική αγωνιστική παρατήρηση. Τα τελευταία χρόνια, η δουλειά αυτή γίνεται ευκολότερη και για τον απλό φίλαθλο, καθώς έχουμε (επιτέλους!) ποιοτικά advanced statistics νούμερα από την εξαιρετική δουλειά που κάνει το www.badbasket.gr και το www.overbasket.com για την Euroleague (παλαιότερα μόνο το Gigabasket και το In-the-Game επιχείρησαν αντίστοιχες προσπάθειες στην Ευρώπη και σταδιακά εγκατέλειψαν). Όποιος λοιπόν, μελετήσει τους Advanced Stats δείκτες αργά η γρήγορα θα αντιληφθεί ότι ο πιο Two-way δείκτης που αποτυπώνει την ικανότητα μιας ομάδας να κερδίζει αγώνες είναι το Net Rating (Ntrg) = Ortg – Dtrg. Ο συγκεκριμένος δείκτης υπολογίζει τους καθαρούς πόντους που θα πετύχει μια ομάδα σε 100 κατοχές μπάλας (Ortg) μείον όσους θα δεχτεί σε αντίστοιχες 100 κατοχές αντιπάλου (Drtg). Η συσχέτιση του Ntrg με το Win% – για όλες τις ομάδες που αγωνίσθηκαν στην Euroleague τις περιόδους 2001-2018 – είναι σχεδόν απόλυτη = 93%. Τι έχει όμως μεγαλύτερη συνεισφορά στην νίκη, η επίθεση ή η άμυνα;

Αν προσπαθήσουμε να αναλύσουμε και επιμέρους το αποτέλεσμα και τρέξουμε μια συσχέτιση μεταξύ του Win% και των Ortg & Drtg θα διαπιστώσουμε το ακόλουθο:

Euroleague 2001 – 2018 (All Games)

Ø  Ortg to Win% correlation = 73.9%

Ø  Drtg to Win% correlation = 67.8%

Τι σημαίνει αυτό; Το αποτέλεσμα αυτό υποδεικνύει πως το Offensive Efficiency (η επιθετική αποδοτικότητα ελληνιστί) συνδέεται περισσότερο με τις νίκες από ότι το Defensive Efficiency! (αμυντική αποδοτικότητα) Αλλά ας μείνει αυτό μεταξύ μας – γιατί αν το πείτε σε κανένα Έλληνα προπονητή θα σας πει πως αυτά τα νούμερα είναι παραπλανητικά και πως η άμυνα κερδίζει τους μεγάλους αγώνες.

Επιπροσθέτως, μπορεί κάποιος να προσπαθήσει να συγκρίνει την μέση επιθετική αποδοτικότητα σε παραγωγή πόντων και ευστοχία (Ortg, EFG% Offense) και αμυντική αποδοτικότητα (Drtg, EFG% Defense) μεταξύ των ομάδων που έφτασαν στο F4 και σε όσες δεν τα κατάφεραν (δείτε τον ακόλουθο πίνακα). Αν το κάνει, θα διαπιστώσει πως οι ομάδες που έφτασαν στο F4 δέχονταν στην άμυνα κατά μέσο όρο 5.9 λιγότερους πόντους από αυτές που δεν έφτασαν και πετύχαιναν στην επίθεση 7.6 περισσότερους πόντους. Ταυτόχρονα το EFG% (επιθετικό και αμυντικό) ως συγκοινωνούντα δοχεία ακολουθούν ως τάση την προγενέστερη παρατήρηση. Το ORtg με το Offensive EFG% συσχέτισης (83%) & το DRtg με το Defensive EFG% (επίσης συσχέτισης 83%) και για αυτό το λόγο δεν αποτελεί έκπληξη πως οι ομάδες επιπέδου F4 έχουν +6.6ppts υψηλότερη επιθετική ευστοχία και οι αντίπαλοι τους στην άμυνα σουτάρουν -5.5ppts από όσες ομάδες δεν φτάνουν εκεί.

1

Το τελικό συμπέρασμα είναι πως μπορούμε – μετά το πέρας ενός σημαντικού δείγματος π.χ. 10-15 αγώνων – σε μια περίοδο να έχουμε μια καλή εκτίμηση για τις δυνατότητες μιας ομάδας να πλασαριστεί σε θέσεις που θα δώσουν πλεονέκτημα έδρας εν όψει Play Off και να εικάσουμε τις πιθανότητες της για θέση στο F4. Αν λοιπόν θέλουμε να αξιολογήσουμε μια ομάδα με αντικειμενικά κριτήρια το Net Efficiency μοιάζει να είναι ο κύριος στατιστικός δείκτης στην Euroleague.

*O Red Emerald διαχειρίζεται το site Redpointguard.com.

 

O Αλεξέι Σβεντ εκτόξευσε το usage% του (συντελεστής που υπολογίζει τον βαθμό εξάρτησης του επιθετικού παιχνιδιού μιας ομάδας από τον κάθε παίκτη ξεχωριστά) σε επίπεδα που, για να γίνει οποιαδήποτε σύγκριση, θα χρειαστεί να επιστρατεύσουμε τις κορυφαίες αντίστοιχες επιδόσεις στην ιστορία του ΝΒΑ.

Διότι αυτό το 34,97% (*), το οποίο σημείωσε ο Ρώσος γκαρντ τη σεζόν 2017-18 στην Ευρωλίγκα ως ηγέτης της Χίμκι, τοποθετείται αυτόματα σε μία ξεχωριστή βαθμίδα συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη επίδοση έχει καταγραφεί στη σύγχρονη ιστορία της διοργάνωσης.

Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους: τη σεζόν 2016-17, ο Κιθ Λάνγκφορντ, παίζοντας για την (επίσης ρωσική) Ούνιξ Καζάν ήταν λες και είχε τη μπάλα… δεμένη με κορδόνι στα χέρια του: σκόραρε 21,75 πόντους σε 34 λεπτά, πραγματοποιώντας κατά μέσο όρο 16,79 σουτ εντός παιδιάς και εκτελώντας 7,21 βολές. Επιπλέον, μοίραζε 3,71 ασίστ. Ο ορισμός του one man show.

Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση ωστόσο, το usage% του Λάνγκφορντ (32,61%) ήταν κατά σχεδόν 2,4% μικρότερο συγκριτικά με το περσινό του Σβεντ. Ο Ντόντσιτς, που ήταν το Α και το Ω της πρωταθλήτριας Ρεάλ (τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψει ο Γιουλ) έκλεισε τη σεζόν στην Ευρωλίγκα με 28,79%, με την απόσταση από τον Ρώσο να ανεβαίνει στο 6,2%! Να σημειωθεί επίσης στα πρακτικά ότι ο Σβεντ είχε κατά σχεδόν 3% υψηλότερο usage% στην VTB League, με το ποσοστό του να εκτινάσσεται στο 37,84%.

Με βάση τη λίστα του Basketball-Reference, η συγκεκριμένη επίδοση του τρελο-Ρώσου στέκεται ανάμεσα στην τέταρτη καλύτερη στη σύγχρονη ιστορία του ΝΒΑ, η οποία ανήκει στον Μάικλ Τζόρνταν (38,29%, 1986-87) και στην πέμπτη, που έχει την υπογραφή του Άλεν Άιβερσον (37,78%, 2001-02). Εκείνη της Ευρωλίγκας (34,97%) «συναντά» την 24η και την 25η, που ανήκουν στον Τρέισι ΜακΓκρέιντι (34,98%, 2006-07) και (ξανά) στον Άλεν Άιβερσον (34,96%, 2004-05), αντίστοιχα.

Διευκρίνιση: Οι επιδόσεις σέντερ όπως ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης ή ο Νίκολα Πέκοβιτς, που «ταΐζονταν» μεν ασταμάτητα, αλλά έμεναν στο παρκέ από 14-15 έως μάξιμουμ 22-23 λεπτά (αισθητά λιγότερο δηλαδή, σε σύγκριση με τα κυρίαρχα γκαρντ) είναι μια άλλη συζήτηση.

To usage% των «κοντών» παρουσιάζει συνολικά μια ευδιάκριτη αύξηση τα τελευταία χρόνια. Είναι προφανές ότι μία από τις βασικές αιτίες (πέρα από την ραγδαία βελτίωση του επιπέδου αθλητικής ικανότητας των παικτών), είναι η άμυνα με αλλαγές, που τις τελευταίες σεζόν αποτελεί την βασική επιλογή στα μετόπισθεν για την συντριπτική πλειοψηφία των ομάδων της Ευρωλίγκας. Μια αμυντική προσέγγιση, αυτό το switch και ξανά switch, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τούτων των παικτών. Αλλά το θέμα αυτό θα ήταν προτιμότερο να μας το αναλύσει ένας προπονητής…

(*) πηγή: http://basketball.realgm.com

Ο Γιώργος Συρίγος είναι δημοσιογράφος κaι αναλυτής μπάσκετ στο κανάλι και την ιστοσελίδα της Nova. 

 

  • Ander Isuskiza: Μετρήσεις Επιθετικής Αποτελεσματικότητας

Τα προηγμένα στατιστικά χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, αλλά όχι τόσο όσο στο ΝΒΑ, όπου διαρκώς όλο και περισσότερες μετρήσεις γίνονται διαθέσιμες. Ωστόσο, υπάρχουν site που μπορούν να προσφέρουν ενδιαφέροντες τρόπους για να αναλύσει κανείς ομάδες και παίκτες.

Από τη δική μου οπτική, θεωρώ ότι θα πρέπει να σταματήσουμε ορίζουμε παίκτες βάση απαρχαιωμένων μετρήσεων, όπως πόντοι, ριμπάουντ ή ασίστ ανά παιχνίδι. Πρέπει να αρχίζουμε να προσαρμόζουμε το κάθε νούμερο στα λεπτά και, κυρίως, σε αριθμό κατοχών, γιατί αυτός είναι ο τρόπος μέσω του οποίου μπορούμε να έχουμε μια πιο ευκρινή εικόνα σχετικά με το τι προσφέρει ο κάθε παίκτης στην ομάδα του.

Όσον αφορά την επιθετική αποτελεσματικότητα, οι πόντοι ανά κατοχή νομίζω πως είναι ένας καλός τρόπος να μετρήσει κανείς την ικανότητα ενός παίκτη στην εκτέλεση (αναζητώντας πάντα το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή συνέβη). Αν συνδυάσουμε αυτό το νούμερο με usage rate, μπορούμε να έχουμε μια καλή εικόνα για τις εκτελεσμένες κατοχές ενός παίκτη. Συνήθως κάθε ομάδα έχει έναν go-to-guy, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η όποια ιεραρχία είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στις επιταγές της αποτελεσματικότητας.

Για παράδειγμα, στον περσινό Παναθηναϊκό ο James έπαιρνε συνήθως τα κρίσιμα σουτ, αλλά, γράφοντας 1.235 πόντους ανά κατοχή, υπήρχαν μπροστά του 8 παίκτες με καλύτερη τιμή στον ίδιο δείκτη: Βουγιούκας (1.876), Singleton (1.512), Gist (1.391), Αντεντοκούνμπο (1.337), Payne (1.325), Lekavicius (1.318), Auguste (1.312) και Παππάς (1.264).

Τι ακριβώς σημαίνουν αυτοί οι δείκτες; Ποιες από αυτές τις τιμές μπορούμε να εμπιστευτούμε και ποιες όχι; Ποιες είναι κατά βάση αποτέλεσμα garbage-time και ποιες εντός συνθηκών πλήρους πίεσης; Έπρεπε ο Παναθηναϊκός να έχει εμπιστευτεί περισσότερο το rotation του, ή έστω ένα μέρος του; Υπήρχαν καλύτερες επιλογές από αυτές που συνήθως έπαιρνε ο James; Αν ναι, πως μπορούσε ο Παναθηναϊκός να φτάσει σ’ αυτές; Και γιατί δεν έφτασε;

Κι οι πόντοι ανά κατοχή, έπειτα, πρέπει να γίνονται κατανοητοί μέσα από το πλαίσιο στο οποίο συνέβησαν, διαχωρίζοντας κάθε φορά το εκάστοτε play: pick and roll, isolation, spot-up shooting, transition κλπ. Κάποιος με 1.5 πόντο ανά κατοχή είναι χωρίς αμφιβολία κάποιος που πρέπει να εκτελεί συχνά, αλλά το πλαίσιο εντός του οποίου θα εκτελεί οφείλει κάθε φορά να καθορίζεται από την κατάσταση στην οποία είναι πιο αποτελεσματικός.

Από την άλλη, κάτι που δεν βλέπω να γίνεται στην Ευρώπη είναι η χρήση των percentiles. Μέσω της χρήσης αυτών, μπορούμε να τοποθετούμε την κάθε τιμή σ’ ένα συγκριτικό πλαίσιο με το συνολικό δείγμα. Συνεχίζοντας με το παράδειγμα των πόντων ανά κατοχή, αν κοιτάξουμε όλους τους παίκτες της περσινής Euroleague, ο παίκτης με τους περισσότερους πόντους ανά κατοχή θα βρίσκεται στο 100th percentile και ο παίκτης με τους λιγότερους στο 0 percentile. Με αυτόν τον τρόπο, θα ξέρουμε πως αν, για παράδειγμα, ένας παίκτης βρίσκεται στο 75th percentile, είναι καλύτερος από το 75% των παικτών της λίγκας.

Έτσι, όταν βλέπουμε τα νούμερα ενός παίκτη, τα τοποθετούμε αυτόματα σ’ ένα συγκριτικό πλαίσιο και δεν τα αναλύουμε χωρίς αναφορά στο συνολικό τους δείγμα. Για παράδειγμα, συνηθίζουμε να θεωρούμε έναν παίκτη με 20 πόντους ανά παιχνίδι κορυφαίο, αλλά αν υπάρχουν ακόμα 50 παίκτες με τους ίδιους ή περισσότερους πόντους, τότε αυτόματα το συγκεκριμένο κατόρθωμα δεν είναι τόσο πολύτιμο.

Αν αξιολογούμε παίκτες με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να έχουμε αυτόματα τη θέση του παίκτη σε κάθε στατιστική κατηγορία. Παρομοίως, ο ίδιος τρόπος μετρήσεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τις διάφορες κατηγορίες plays, όπως αναφέρθηκαν ενδεικτικά παραπάνω, και ειδικά στην περίπτωση όπου μπορούμε να βρούμε στατιστικά από τις διάφορες Ευρωπαϊκές λίγκες, συγκρίνοντας και αξιολογώντας ομάδες στις διάφορες διοργανώσεις.

Ο Ander Isuskiza είναι Ισπανός μπασκετικός αναλυτής.

 

  • Hoop Fiction: Ολυμπιακός και Βολές

Ένα από τα πιο αξιοπερίεργα στατιστικά της προηγούμενης Euroleague ήταν τα νούμερα του Ολυμπιακού στις βολές. Η ομάδα του Σφαιρόπουλου, παρά την αποκαρδιωτική της απόδοση στο επιθετικό μισό (τελευταία στις περισσότερες μετρήσεις), κέρδιζε κατά μέσο όρο τις περισσότερες βολές από οποιαδήποτε άλλη ομάδα στη διοργάνωση.

Αφήνοντας εκτός του συλλογισμού μας την Armani, η οποία ήταν επίσης ψηλά στις σχετικές κατηγορίες έχοντας όμως πληθώρα iso παικτών (κάτι που ο Ολυμπιακός δεν είχε), παρατηρούμε, όπως θα υπέθετε κανείς εξ αρχής, πως οι υπόλοιπες ομάδες με συγκρίσιμα νούμερα στις βολές ήταν μερικές από τις πιο αποτελεσματικές επιθέσεις της διοργάνωσης: Real (3η σε Offensive Rating), Zalgiris (5η), CSKA (1η). Παράλληλα, ο Ολυμπιακός μπορεί να ήταν από τις καλύτερες ομάδες της διοργάνωσης στο επιθετικό ριμπάουντ (ειδικά αν εξετάσουμε μόνο όσες μπήκαν στην 8αδα), κάτι που παραδοσιακά έχει άμεση συσχέτιση με τον αριθμό των βολών, αλλά η διαφορά δεν είναι αρκετά μεγάλη για να μας δώσει ένα σοβαρό επιχείρημα.

Υπάρχει, λοιπόν, στατιστική εξήγηση για τις πολλές περσινές βολές του Ολυμπιακού;

Το πρώτο που πρέπει να τονίσουμε είναι ένα σφάλμα που χαρακτηρίζει τις περισσότερες σχετικές συζητήσεις: το ότι συνήθως ο αριθμός των βολών μιας ομάδας είναι ανάλογος της επιθετικής της αποτελεσματικότητας δεν σημαίνει ότι μια δυσλειτουργική επίθεση, όπως η περσινή του Ολυμπιακού, δεν μπορεί κατ’ εξαίρεση να παράγει πολλές βολές. Σε αυτόν τον συλλογισμό, οι βολές του Ολυμπιακού δεν είναι κάτι αντίθετο της επιθετικής του αναποτελεσματικότητας, αλλά απλώς ένα παράγωγο της. Για να κατανοήσουμε την παραπάνω παρατήρηση, οφείλουμε να αντικαταστήσουμε την a priori έμφαση που δίνουμε στην αξιολόγηση του εκάστοτε στατιστικού (πολλές βολές=κάτι θετικό) με την έμφαση στο πλαίσιο που το παράγει (βολές=ένα από τα πολλά οργανικά κομμάτια μιας επίθεσης)

Τι εννοούμε; Ας ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση δίνοντας ένα διαφορετικό παράδειγμα.

Η περσινή Zalgiris, η οποία στατιστικά και εμπειρικά ήταν από τις καλύτερες επιθέσεις της περσινής διοργάνωσης (αν όχι η καλύτερη), ήταν επίσης πρώτη σχεδόν σε κάθε δείκτη που μετράει τα λάθη. Μπορούμε να ισχυριστούμε πως η επίθεσή της ήταν κατά κάποιον τρόπο προβληματική επειδή είχε τόσο υψηλή θέση σ’ ένα στατιστικό που παραδοσιακά αποτελεί μία από τις ισχυρότερες ενδείξεις επιθετικής αναποτελεσματικότητας; Προφανώς και όχι. Τα λάθη της Zalgiris ήταν απλώς ένα παράγωγο της τάσης της να μετακινεί διαρκώς μπάλα και παίκτες και να ψάχνει την extra πάσα —καταστάσεις που παραδοσιακά οδηγούν σε περισσότερα λάθη. Όσο περισσότερο κινείται μια ομάδα, κι όσο περισσότερο ψάχνει τις πάσες από και προς αυτές τις κινήσεις, τόσο πιο αυξημένες είναι οι πιθανότητές της να υποπέσει σε λάθος. Ακριβώς τα ίδια στοιχεία που έδωσαν στη Zalgiris πολλές ασίστ και εξαιρετικά ποσοστά από κάθε σημείο του γηπέδου, λοιπόν, παρήγαγαν και τα πολλά λάθη.

Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η Zalgiris έκανε πολλά λάθη επειδή έπαιζε με συγκεκριμένο τρόπο στην επίθεση, χωρίς τα λάθη σε καμιά περίπτωση να αναιρούν την επιθετική της ποιότητα, έτσι κι ο Ολυμπιακός έπαιρνε πολλές βολές επειδή έπαιζε με συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς αυτό σε καμιά περίπτωση να αναιρεί την έλλειψη επιθετικής ποιότητας.

Πιο συγκεκριμένα, ο Ολυμπιακός έπαιρνε τις περισσότερες περσινές βολές του από τον McLean (6.4 ανά 28 λεπτά), ο οποίος ήταν πρώτος στη σχετική κατηγορία σε ολόκληρη τη διοργάνωση. Μόνο ο Αμερικανός μαζί με τον Σπανούλη κέρδιζαν σχεδόν τις μισές βολές απ’ όσες ολόκληρη η ομάδα της Barcelona (τελευταία στη σχετικά κατάταξη).

Γιατί κέρδιζε τόσες βολές ο McLean;

Λόγω, αφενός, της ικανότητάς του να βάζει την μπάλα στο παρκέ και, αφετέρου, της επιμονής του Ολυμπιακού να τον ψάχνει σε τέτοιες καταστάσεις, όπως τεκμαίρεται από τα πολλά λάθη του McLean (2.2, τέταρτος ανάμεσα σε όλους τους center) και το αυξημένο του Usage (3ος ανάμεσα σε όλη την ομάδα του Ολυμπιακού, με ελάχιστη διαφορά από τον δεύτερο Πρίντεζη). Η παρουσία του McLean σε αυτά τα σημεία του εξασφάλιζε αυξημένο αριθμό επαφών, κι άρα περισσότερα κερδισμένα φάουλ, αλλά ταυτόχρονα συνέβαινε σε συνθήκες άκρως προβληματικού spacing (Ολυμπιακός τελευταίος σε % ευστοχίας τριπόντων) και απουσία οποιασδήποτε κίνησης, κάτι που ανέβασε τα λάθη του Ολυμπιακού σε πολύ υψηλά επίπεδα (2ος).

Και στη θέση του McLean μπορείς κανείς να τοποθετήσει εξίσου οποιονδήποτε roll-man ή ακόμα και slasher του περσινού Ολυμπιακού. Η άμυνα ούτε άνοιγε, ούτε κινούνταν. Και, παρά τις βολές, ο Ολυμπιακός πέρσι δεν ήταν ψηλά ούτε σε αριθμό εκτελεσμένων σουτ μέσα στη ρακέτα, όπως φαίνεται εδώ, ούτε και ξεπέρασε το μέσο όρο της λίγκας σε ποσοστό ευστοχίας στα ίδια σουτ. Οι βολές του Ολυμπιακού δεν δηλώνουν εμφατική παρουσία στην αντίπαλη ρακέτα, αλλά μάλλον το ότι η άμυνα ήταν πάντα εκεί. Αυτό το στατιστικό θα θέλαμε να είχαμε: πόσα από τα φάουλ που πέρσι οδήγησαν τον Ολυμπιακό σε βολές έγιναν από τον προσωπικό αμυντικού του επιτιθέμενου παίκτη και πόσα από κάποιον που έσπευσε σε βοήθεια;

Η υπόθεσή μας είναι πως το ποσοστό των δεύτερων θα είναι ιδιαίτερα αυξημένο —ναι, ο Ολυμπιακός κέρδιζε πολλές βολές, αλλά σε ένα ποσοστό αυτών των φάσεων οι ανταγωνιστές του μάλλον έβρισκαν καρφώματα και lay-up.

*Στατιστικά από εδώ.

 

 

 

One thought on “Ευρωλίγκα: Αριθμοί πέρα από το Box Score

Add yours

  1. Ξέρω δεν υπάρχει στατιστικό, ξέρω μπορεί να ακουστεί οπαδικό, αλλά τα πολλά κερδισμένα φάουλ του Ολυμπιακού οφείλονται και στην ευνοϊκή μεταχείρηση που είχε η ομάδα από τους διαιτητές. Εξού και ότι δεν μπορεί να βρεθεί ξεκάθαρη μπασκετική εξήγηση για αυτό το φαινόμενο…

    Like

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑