Playing the Right Way: ο Larry Brown και η Ανατομία μιας Φράσης

Ο Larry Brown και η κληρονομιά που έχει αφήσει στο NBA. 

Τα ιστορικά βιβλία του μέλλοντος, στα κεφάλαια που θα αναφέρονται στη φετινή χρονιά του Ευρωπαϊκού μπάσκετ, θα περιλαμβάνουν μια φωσφορίζουσα υποσημείωση: ο Larry Brown συμφώνησε να αναλάβει μια ευρωπαϊκή ομάδα.

Η πρόσληψή του από την Torino θα αποτελέσει μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις Αμερικανών προπονητών που επιχειρούν το βήμα εκτός ΝΒΑ, το οποίο γι’ αυτούς δεν απέχει πολύ από τη συνάντηση με κάτι άγνωστο, αφού το ευρωπαϊκό μπάσκετ παραμένει για τους Αμερικανούς εν πολλοίς κάτι απροσδιόριστο. Το ότι ο Brown έρχεται στην Ευρώπη ταυτόχρονα με την πρόσληψη του πρώτου Ευρωπαίου προπονητή από ομάδα ΝΒΑ, του Igor Kokoskov, αλλά και τη μετατροπή του Messina σε βασικό υποψήφιο για κάθε θέση πρώτου προπονητή που ανοίγει, φανερώνει μια ευρύτερη τάση που αναγνωρίζεται πλέον από παντού: οι δύο κόσμοι, ΝΒΑ και ευρωπαϊκό μπάσκετ, απέχουν ακόμη πολύ και σε πολλά, αλλά ταυτόχρονα η απόσταση μεταξύ τους είναι μικρότερη απ’ όσο ήταν ποτέ.

Το κενό μικραίνει, τόσο αργά που παραμένει δυσδιάκριτο από μια χρονιά στην επόμενη, τόσο σταθερά που αναδεικνύεται σε αδιαπραγμάτευτο γεγονός αν κανείς κοιτάξει σ’ ένα οποιοδήποτε μακροεπίπεδο.

Ο Larry Brown, βέβαια, έχοντας ξεκινήσει την προπονητική του καριέρα το 1969 (ο Željko Obradović γεννήθηκε το 1960) και όντας πλέον 77 ετών, βρίσκεται λίγο πριν την απόσυρση. Η αύρα του έχει ξεθωριάσει και στη μορφή του αντανακλάται περισσότερο το παρελθόν του, τα όσα έχει ήδη καταφέρει, παρά το παρόν και το μέλλον. Η τελευταία επιτυχημένη χρονιά του ήταν το 2005, όταν έφτασε με τους Pistons, για δεύτερη διαδοχική σεζόν και τρίτη συνολικά στην καριέρα του, στους Τελικούς του ΝΒΑ, όπου έχασε από τους Spurs στα 7 παιχνίδια. Έκτοτε δούλεψε στους Knicks, καταστροφικά υπό την επίβλεψη του Isiah Thomas, και τους Charlotte Bobcats, αμήχανα υπό την προεδρία του Michael Jordan. Η τελευταία του δουλειά εντός Αμερικής ήταν σε κολεγιακό επίπεδο, στους Mustangs του SMU (Southern Methodist University), όπου το αποτέλεσμα του έργου του παραμένει αμφιλεγόμενο.

Αντί να ρωτήσουμε τι σημαίνει η πρόσληψή του για το ευρωπαϊκό μπάσκετ, κάτι που , έτσι κι αλλιώς, θα απαντηθεί μόνο μετά την ολοκλήρωση της θητείας του Brown σε αυτό, μπορούμε να εξερευνήσουμε πιο πλούσια εδάφη της μέχρι τώρα καριέρας του, εξετάζοντας πτυχές της τεράστιας κληρονομιάς που έχει ήδη αφήσει στο ΝΒΑ. 

Ανατομία μιας Φράσης

Το σήμα-κατατεθέν του Brown είναι η φράση που χρησιμοποιούσε για να συνοψίσει τη φιλοσοφία του σε παίκτες, συνεργάτες και δημοσιογράφους: play the right way.

Σε απλούς αγωνιστικούς όρους, η φράση δείχνει τη σημασία της ομαδικότητας, της αυτοθυσίας, της εύκολης πάσας και γενικότερα της απλότητας —όλες έννοιες τις οποίες ο Brown κήρυττε σαν παθιασμένος καθηγητής, απαιτώντας από τους παίκτες του όχι απλά κατανόηση, αλλά απόλυτη αφοσίωση.

Μαζί με τις αγωνιστικές κατευθύνσεις, ωστόσο, η έμφαση του Brown στη φράση εύκολα φανέρωνε και κάτι πέρα από το αγωνιστικό, κάτι που έμοιαζε περισσότερο με φιλοσοφία ζωής.

Ο Garry Smith έχει αποτυπώσει φανταστικά τη σύνδεση μεταξύ των δύο αυτών παραμέτρων:

Στήνεις screen. Βοηθάς τους συμπαίκτες σου στην άμυνα. Προπονείσαι ξανά και ξανά στη βελτίωση του footwork σου σ’ ένα drop-step, ένα box-out, ή ενα L-cut. Ψάχνεις τα rebounds. Ψάχνεις τον αιφνιδιασμό. Ψάχνεις τον ελεύθερο παίκτη. Κατανοείς τη σημασία της assist. Γιορτάζεις τη σημασία της assist. Όλα αυτά θύμιζαν πολύ τους κώδικες μιας πρώτης γενιάς μεταναστών που ο Larry Brown έβλεπε καθ όλη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας. [Όλα] αυτά επεκτείνονταν και στη ζωή εκτός γηπέδου. Άνοιγες πόρτες για αγνώστους, έτρεχες να βοηθήσεις μια ηλικιωμένη κυρία να κουβαλήσει τις σακούλες της, ήσουν πάντα συνεπής, ντυνόσουν καλά, απέφευγες να εισπράττεις επαίνους, ήλεγχες τα συναισθήματά σου —όλα ήταν μέρη του σωστού τρόπου.

Play the right way: η φωνή του Brown, άλλοτε στοργική κι άλλοτε αυστηρή, πάντα όμως εξουσιαστικά πατρική, προσέδιδε στη φράση χαρακτήρα κατηγορικής προσταγής. “Κάποιοι παίκτες”, έγραφε ο Howard Beck, “δεν το καταλαβαίνουν με την πρώτη, και κάποιοι δεν το καταλαβαίνουν ποτέ”.

Ο λόγος δεν είναι δύσκολο να διαγνωστεί. Η εδραίωση του Brown στο NBA ξεκινάει το 1988, όταν αναλαμβάνει τους Spurs, και ολοκληρώνεται το 2005, όταν αποχωρεί από τους Pistons. Πρόκειται για μια περίοδο όπου η επιρροή του Michael Jordan -και των αγωνιστικών τάσεων που η παρουσία του επιβάλλει- μορφοποιεί τη λίγκα σαν αντίχειρας σε δοχείο με λιωμένο κερί: όσοι δεν θαυμάζουν αποσβολωμένοι τον ίδιον τον Jordan απλώς ψάχνουν να βρουν τον επόμενο (o Stackhouse, o Harold Miner, ο Vince Carter, ο Grant Hill, o McGrady, ο Kobe, όλοι μέχρι τον τελευταίο επόμενο Jordan, τον LeBron James) —σε κάθε περίπτωση, είναι λίγοι αυτοί που καταφέρνουν να ξεφύγουν από τη δικτατορία του isolation. Ο Brown είναι ένας από αυτούς: η έμφαση του στην αξία της ομάδας, στον κατά τον ίδιο “σωστό τρόπο”, ακούγεται τότε σχεδόν αιρετική και κινείται εκτός του ορίζοντα συμβατικών προσδοκιών που μπορούσε να έχει ένας παίκτης του ΝΒΑ που συνεργάζονταν μαζί του για πρώτη φορά.

(Η παραπάνω παράγραφος αναδεικνύει μια ερώτηση που αναβοσβήνει σαν λαμπάκι συναγερμού, στην οποία θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια του κειμένου: τι συνέβη όταν ο Brown συνάντησε τον δικό του Michael Jordan, δηλαδή τον Allen Iverson;)

Ο Beck, ωστόσο, με την παραπάνω πρόταση δεν εννοεί απλώς τις αγωνιστικές κατευθύνσεις που έφερνε ο Brown, αλλά υποδεικνύει μια διακριτή σειρά αρχών που ο Αμερικανός προπονητής επέβαλε κι εν πολλοίς καθόριζαν τις σχέσεις που αναπτύσσονταν ανάμεσα στα μέλη των εκάστοτε ομάδων του.

Play the right way: η φράση υπερβαίνει το απλοϊκό νοηματικό αποτύπωμα που εκ πρώτης αφήνουν οι τέσσερις λέξεις. Όχι απλά παίξε με τον τρόπο μου, αλλά παίξε με τον σωστό τρόπο —το δεύτερο συνεπάγεται το πρώτο, αλλά κάνει και πολύ περισσότερα από αυτό: το κυκλώνει, το αγκαλιάζει, το κρύβει, το περιέχει. Ο τρόπος μου δεν είναι μια επιλογή ανάμεσα σε τόσες άλλες, δεν είναι απλά ο δικός μου τρόπος, αλλά η σωστή επιλογή, η μόνη επιλογή. Δύο κόσμοι: ο δικός μου, δηλαδή ο σωστός, και οτιδήποτε βρίσκεται έξω από αυτόν, δηλαδή ο λάθος. Σωστό και λάθος, καλό και κακό, κι ένα δάχτυλο που δεν σταματά να κουνιέται και να διαχωρίζει. Ο Brown κηρύττει τις αρχές της ομάδας, αλλά ο τρόπος του μοιάζει κατ’ ουσίαν αυταρχικός.

Κάποιος εύλογα μπορεί να ισχυριστεί πως σκοπός του Brown δεν είναι μια ακριβοδίκαιη διατύπωση, αλλά το να πείσει τους παίκτες του. Κάποιος άλλος θα αντιπαραβάλλει πως ο τρόπος με τον οποίο κάποιος προσπαθεί να πείσει ένα σύνολο από θέση εξουσίας είναι πράξη βαθιά πολιτική.

Γράφει ο Beck στο ίδιο κείμενο:

Όταν οι Knicks έχρισαν τον Brown ως τον νέο προπονητή τους, προσέλαβαν κάτι περισσότερο από ένα όνομα και την κληρονομιά των επιτυχιών του. Προσέλαβαν ένα μότο, ένα θέμα, ένα ανώτερο ιδανικό, έναν σκοπό, ένα σύνθημα. Ακόμα κι ο μέσος φίλαθλος του ΝΒΑ μπορούσε να περιμένει τις λέξεις πριν βγουν από το στόμα του Brown. Δεν υπάρχει πιο αναγνωρίσιμο ιδίωμα στο λεξιλόγιό του. Χρησιμοποίησε τη φράση μισή ντουζίνα φορές εκείνο το απόγευμα [εννοεί στην παρουσίασή του από τους Knicks]. Έκτοτε έχει χρησιμοποιήσει πολλές παραλλαγές της, σε συζητήσεις στα αποδυτήρια και σε συνεντεύξεις, σχεδόν σε καθημερινή βάση.

Σ’ αυτό το απόσπασμα υπάρχει μια διακριτική ειρωνεία, η οποία ίσως να μην είναι τόσο εμφανής στην ελληνική μετάφραση, αλλά παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι της πρώτης εντύπωσης που εισπράττει κανείς όταν διαβάζει το πρωτότυπο αγγλόφωνο κείμενο. Τι ακριβώς ειρωνεύεται ο Beck; Τι είναι αυτό που θέλει ν’ αποδομήσει;

Για να γίνει πιο κατανοητός ο στόχος του θα βοηθήσει να αναφέρουμε τις δύο απαντήσεις που έδινε ο Brown σε όσους παίκτες αντιδρούσαν στους τρόπους του:

I’m just trying to coach you, son”, ή, εναλλακτικά, “Don’t get all sensitive, son. It’s just coaching.

Υπάρχει εδώ μια αδιαλλαξία, μια υπερβολική σιγουριά, μια αυτοπεποίθηση που ξεπερνά την απάθεια και αγγίζει τον κυνισμό, κάτι κλειστό που φαίνεται ανίκανο να πείσει χωρίς να επιβληθεί —κι είναι ακριβώς αυτά στα οποία απευθύνεται η ειρωνεία του Beck. Αυτό που αποδομείται είναι το δασκαλίστικο ύφος του Brown που θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε πως ο μικρόκοσμος που περιγράφει είναι στην πραγματικότητα ολόκληρος πλανήτης —χωρίς ερωτήσεις, χωρίς κριτική, χωρίς ίχνος αμφισβήτησης.

Ο Larry Brown δίνει οδηγίες σε παιχνίδι των Nuggets εναντίον των Pacers για την ABA League το 1975. (Photo via Sports Illustrated)

Play the right way, αλλά πως ακριβώς; Ποιος ήταν ο σωστός τρόπος τη χρονιά που μόλις ολοκληρώθηκε; Υπήρχε ένας τρόπος, μια αλήθεια, μια νέα ορθοδοξία καθολικά αποδεκτή; Τι ακριβώς δείχνει η εκτελεστική έμφαση των Warriors στο mid-range, ή συνολικά η επιθετική τους λειτουργία που εμφανώς υπερβαίνει τον συμβατικό ορίζοντα των analytics, αν όχι το ακριβώς αντίθετο; Και ποιο το συμπέρασμα που εξάγεται από την ομάδα που κινήθηκε φέτος αυστηρά μέσα στον συγκεκριμένο ορίζοντα, τους Houston Rockets, οι οποίοι έδωσαν στο isolation, το παραδοσιακά μεγαλύτερο εχθρό του play-the-right-way, μια σχεδόν επιστημονική επιβεβαίωση αποτελεσματικότητας; Και που καταλήγει κανείς αν συγκρίνει τις δύο αυτές ομάδες οι οποίες φέτος, συμφωνα με μια ισχυρή πλειοψηφία, έπαιζαν αμφότερες αδιαμφισβήτητα με-τον-σωστό-τρόπο, αλλά ταυτόχρονα έπαιζαν τόσο διαφορετικά;

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια εποχή που μπορούμε να δούμε τη φράση του Brown ως αυτό που πάντα ήταν: μια κατασκευασμένη αφήγηση, μια τυπική ιστορία, έναν μύθο. Σωστός τρόπος δεν υπάρχει, παρά μόνο κατάλληλος και αποτελεσματικός —ο σωστός τρόπος δεν είναι ποτέ κάτι που ξέρουμε εκ των προτέρων, παρά μόνο κάτι που μπορούμε να κρίνουμε αποκλειστικά εκ των υστέρων, αφού ο αγώνας, η σεζόν, ή η ιστορική περίοδος έχει ολοκληρωθεί.

Αυτό που θέλει να λέγεται σωστό, εξάλλου, καταφέρνει συνήθως απλώς να αποκαλύπτεται ως αυθαίρετο.

Play the right way —και κανείς μπορεί να δει πλέον τη φράση έτοιμη να ανοίξει σαν βεντάλια προς κάθε κατεύθυνση: ιστορική, κοινωνική, πολιτική.

Ο Yoga Colas, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Missouri, ο οποίος καταπιάστηκε σε πρόσφατο βιβλίο του με αυτές τις πτυχές της συγκεκριμένης φράσης, συνοψίζει τη θέση του κάπως έτσι:

Η φράση παίξε-με-τον-σωστό-τρόπο έγινε ένα είδος συνθήματος κι ένας μύθος ο οποίος προωθήθηκε από τους υπέρμαχούς της ως περιγραφή μιας σειράς αποτελεσματικών τακτικών επιλογών, αλλά κουβαλώντας ταυτόχρονα μια σειρά από ηθικιστικά συμφραζόμενα, συχνά με φυλετικές απολήξεις. Όσο ο χρόνος περνούσε, ο μύθος του σωστού τρόπου θα μετατρέπονταν σε ένα καίριο πολιτιστικό όχημα για την αντίδραση απέναντι στην επικίνδυνη άνοδο -όπως προσλαμβάνονταν τότε- της αφροαμερικανικής ταυτότητας.

Εδώ δεν ακολουθούμε ακριβώς τον Colas, ούτε στα συμπεράσματα του ούτε στον τρόπο με τον οποίο φτάνει σε αυτά, αλλά οι παρατηρήσεις του προσφέρουν κάτι που συχνά λείπει από κάθε είδος μπασκετογραφίας: την ένωση του μπασκετικού με το κοινωνικό, με την αυτονόητη παραδοχή πως το ένα περιέχεται στο άλλο, απορρίπτοντας την αφελή ιδέα που θέλει τα δύο να συμβαίνουν σε ανεξάρτητες σφαίρες.

Πίσω από το ηθικιστικό καμπανάκι της φράσης, ο Colas βλέπει την επίκληση στην παράδοση, τον σπόρο κάθε συντηρητισμού, η οποία εδώ λαμβάνει χώρα με τρόπο διττό: από τη μία, οι προπονητικές επιρροές του Larry Brown, οι οποίες φτάνουν σε τέτοιο ιστορικό βάθος που σχεδόν αγγίζουν τη στιγμή της εφεύρεσης του ίδιου του αθλήματος. Υπάρχει μια απόλυτα πραγματική γραμμή που συνδέει και συσχετίζει τον Brown με τον ίδιο τον James Naismith —μαθητές του δεύτερου υπήρξαν δάσκαλοι του πρώτου. Κυρίως, ο εξής ένας: ο Dean Smith. Από την άλλη, αυτές καθαυτές οι αρχές του Naismith, οι οποίες είναι συνδεδεμένες τόσο με τον σωστό τρόπο του Brown όσο και με την εποχή της επικυριαρχίας των λευκών στην κορυφή κάθε μπασκετικής πυραμίδας (την εποχή των λευκών ιδιοκτητών, προπονητών, παικτών, διαιτητών, και φιλάθλων).

Το που οδηγούν αυτά τα συμφραζόμενα είναι ήδη γνωστό: στο διαχωρισμό μεταξύ λευκών και αφρικανών αθλητών βάση του σωστού τρόπου, τον οποίο -σύμφωνα με την υπόρρητη λογική- οι λευκοί επιλέγουν και οι αφρικανοί καταστρατηγούν, οδηγώντας σε μια διάκριση που αντέχει μέχρι την εποχή μας: αυτή μεταξύ του τακτικά έξυπνου λευκού και του αφροαμερικανού χωρίς τακτική συνείδηση, καθόλου αθώα ο ένας στρατηγός κι ο αλλος μάγος, ο ένας δυνητικά προπονητής κι ο άλλος show-man, διάκριση εύκολα ορατή -ίσως σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό- και στο ποδόσφαιρο.

Υπάρχει μία χαρακτηριστική στιγμή από τη θητεία του Brown στους Sixers που τοποθετεί τον Αμερικανό προπονητή ακριβώς σε αυτή τη θέση, αυτή του εκπροσώπου της φυλετικής του ταυτότητας και της βίαιης ιστορίας που τη συνοδεύει. Όταν, κατά τη διάρκεια μιας ταραχώδους σχέσης, ο Brown και ο Iverson συναντήθηκαν προσπαθώντας να λύσουν τις διαφορές τους, ο Pat Croce, τότε πρόεδρος των Sixers, είπε στον Brown, παρουσία του Iverson στον ίδιο χώρο:

Coach, νομίζω πως ο τρόπος που φέρεσαι στον Allen του θυμίζει το πως του φέρθηκαν οι αστυνομικές αρχές και το δικαστικό σύστημα μετά από εκείνο το επεισόδιο στη Virginia.

Πρόκειται για μια φράση φορτισμένη πολιτικά στο μέγιστο βαθμό, αφού αυτό που είχε συμβεί στη Virginia ήταν η ρατσιστική δίωξη, καταδίκη και φυλάκιση του Iverson για ένα περιστατικό στο οποίο, όπως ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς ήδη από τότε, δεν είχε συμμετοχή.

Larry Brown και Allen Iverson το 2002. (Photo via philadunkia.com)

Από μια άποψη, η παρακμή του Brown μετά το 2005 δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αλλαγή ιστορικής εποχής, όπου η επόμενη σταδιακά έγινε τόσο πολιτικά ορθή που η αδιαλλαξία και ο κυνισμός του Brown, σε συνάρτηση με την από μέρους του ενσάρκωση μιας άβολα συντηρητικής παράδοσης, οδήγησαν στην περιθωριοποίησή του. Μαζί με τον Brown, με μια διαφορά 5 περίπου χρόνων, σβήνει και η προπονητική επιρροή του Phil Jackson, ο οποίος από πολλές απόψεις αποτέλεσε μια αντεστραμμένη προπονητικά εικόνα του Brown, αλλά ως προς το κοινωνικοπολιτικό του συμφραζόμενο ήταν πάντα απλώς ένα ισοδύναμο του.

Ποιος τους αντικατέστησε ως πρότυπο προπονητή;

Ο Gregg Popovich, ο οποίος ταυτόχρονα άρχισε να αυξάνει την πολιτιστική του επίδραση (χτισμένη πάνω σε διαφορετικές εκφάνσεις της έννοιας του πλουραλισμού) η οποία σήμερα τον έχει μετατρέψει σε πολιτική συνείδηση του ΝΒΑ (στο μεταξύ, η αντικατάσταση του Popovich από το νέο πρότυπο, τον Brad Stevens, high-tech relatable geek—όπως το θέλουν οι καιροί, έχει ήδη δρομολογηθεί, αλλά δεν θα ολοκληρωθεί πριν ο δεύτερος κερδίσει μερικά πρωταθλήματα).

Η Μεγάλη Μηχανή

Όποιος, ωστόσο, παραμείνει δέσμιος της αριστερής θεώρησης του Colas θα έχει αποδειχθεί, κατά τη γνώμη μας, εξίσου άστοχος με όποιον επιλέξει να την απορρίψει πριν καλά-καλά τη συλλογιστεί. Η κριτική καθεαυτή, βέβαια, δεν είναι άστοχη, αλλά αφορά μόνο μία πτυχή του Larry Brown και σε καμία περίπτωση δεν επιχειρεί να συλλάβει το φαινόμενο στην ολότητά του. Η ανάλυση, μάλιστα, μπορεί κανείς εύκολα να ισχυριστεί, αποτελεί η ίδια αυτό που τόσο έντονα κριτικάρει: μια κατασκευασμένη αφήγηση, μια τυπική ιστορία, έναν μύθο. Ο Colas τοποθετεί δυσανάλογη έμφαση στην κοινωνική καταγωγή του Brown και επιχειρεί αποκλειστικά βάση αυτής να αποδομήσει την καριέρα του, ή τουλάχιστον όσα στοιχεία της δείχνουν αναπόφευκτα συνδεδεμένα με δείγματα μιας κυριαρχικής λευκότητας.

Με άλλα λόγια, ο Colas ξεκινά από τον Brown ως -προκαθορισμένη- κοινωνική μονάδα με σκοπό να καταλήξει αργότερα στον προπονητή. Τα συμπεράσματα που παράγονται από αυτήν τη συλλογιστική είναι προφανή και έχουν ήδη αναφερθεί παραπάνω, αλλά εμείς θα θέλαμε να προτείνουμε κάτι διαφορετικό, δηλαδή την αντίστροφη διαδρομή: τι θα συμβεί στα συμπεράσματα του Colas αν ξεκινήσουμε από τον προπονητή και βάση αυτού προσπαθήσουμε να καταλήξουμε, όχι στην κοινωνική μονάδα,, αλλά το κοινωνικό σύνολο;

Είναι σήμερα κοινώς αποδεκτό πως ο Brown μετέτρεπε τις ομάδες του σε μηχανές υψηλών προδιαγραφών, οι οποίες πάντα προϋποθέτουν το αντίστοιχο κόστος συντήρησης: ο ίδιος απαιτούσε μεταχείριση περισσότερο super-star και λιγότερο διακριτικού προπονητή (άλλη μια πολύ μεγάλη διαφορά του με Popovich/Stevens), προκαλούσε γρήγορα μεγάλη φθορά σε επίπεδο πνευματικής κούρασης και ανθρώπινων σχέσεων, και καθιστούσε πολύ δύσκολο (και ταυτόχρονα απολύτως απαραίτητο) τον συγχρονισμό μεταξύ παικτών και προπονητών.

Όλα αυτά είναι γνωστά, αλλά δεν κάνουν πολλά περισσότερα από το να συσκοτίζουν, αντί να διασαφηνίζουν, κάτι που για μας μοιάζει με αυταπόδεικτη αλήθεια: η Μεγάλη Μηχανή του Larry Brown λειτουργούσε, και το έκανε σε τέτοια επίπεδο που μας άφησε δύο αριστουργήματα, δύο χρονιές σε κάθε μια από τις οποίες o Brown κατάφερε τόσα που άλλοι δεν καταφέρνουν σε μια ολόκληρη καριέρα: τη σεζόν 2000-01, όταν μαζί με τον Iverson έφτασε μέχρι τους τελικούς, και τη σεζόν 2003-04, όταν κατέκτησε το πρωτάθλημα με τους Pistons στην πρώτη χρονιά του στην ομάδα.

Οι δύο αυτές σεζόν προσφέρουν πλήθος σημείων με βάση τα οποία μπορεί κανείς να τις συγκρίνει αναδεικνύοντας είτε μια ουσιώδη ομοιότητα είτε μια αγεφύρωτη διαφορά. Ένα από τα πολλά σημεία σύγκλισης είναι η επιτυχία του Brown να διαχειριστεί δύο από τους πιο αντισυμβατικούς παίκτες που έχουν εμφανιστεί στη σύγχρονη ιστορία της λίγκας, τον Rasheed Wallace και, βέβαια, τον Allen Iverson.

Larry Brown και Rasheed Wallace σε προπόνηση των Pistons το 2005. (Photo via ljworld.com)

Κοινό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι, παρόλο ο Brown έκανε προσπάθειες να τον καταπιέσει, ο εκρηκτικός χαρακτήρας των δύο παικτών εβρισκε διαρκώς τρόπους να εμφανιστεί, τόσο που κατέληξε να αποτελεί συστατικό στοιχείο και των δύο εκείνων ομάδων. Τι περιελάμβανε; Refuse to lose νοοτροπία, bad-boy συμπεριφορά, ασταμάτητη επιθετικότητα, την ψυχολογία πολεμιστή, την αναγνώριση του εχθρού —και οι δυο ομάδες δεν πάλευαν απλά ενάντια στον εκάστοτε αντίπαλο, αλλά απέναντι σε μπασκετικές και ευρύτερα κοινωνικές τάσεις της εποχής. Η κινητήρια δύναμη τους ήταν ο τρόπος που διατηρούσαν ζωντανή την αντίθεση μεταξύ Brown και παικτών, μεταξύ θεωρίας και πράξης, μεταξύ ακαδημαϊκού και αλήτη —χωρίς ούτε να την επιλύουν, ούτε να της επιτρέπουν να τους καταπιεί. Ο Brown ανεχόταν σε ένα βαθμό αυτόν τον χαρακτήρα, αλλά σίγουρα δεν τον ενθάρρυνε. Η σύνθεση που συντέλεστηκε μεταξύ των δύο πλευρών ξεπερνά όλους τους εμπλεκομένους —και το πόσο δύσκολο ήταν να υπάρξει η συζυγία που θα της επέτρεψε να λάμψει είναι εμφανές από το ότι οι συγκεκριμένες χρονιές αποτελούν highlight στις καριέρες και των τριών (Brown, Iverson, Rasheed Wallace).

O Larry Brown κατασκεύαζε μηχανές, έφτιαχνε κοπάδια, έχτιζε αγέλες, ομάδες λύκων και άλλων σαρκοβόρων, και κατευθυνόταν προς την καταστροφή -προς την επόμενη μάχη- σαν κάτι που σήμερα μοιάζει με φουτουριστικό κομήτη, γεμάτο πολύτιμους λίθους που ακόμα δεν έχουν εξορυχθεί, άλλοτε να περνάει παράλληλα από τη γη χωρίς να την αγγίζει στο ελάχιστο κι άλλοτε να σκάει στην επιφάνειά της ανοίγοντας διαμέτρους πολλών χιλιομέτρων, προκαλώντας μικροσεισμούς που κανένας δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει. Η μπασκετική του ενέργεια δεν έβρισκε πάντα ένα ταιριαστό μονοπάτι, αλλά τουλάχιστον δεν σταμάτησε ποτέ να κυλά.

 

Σημειώσεις:

1. Ο τίτλος του βιβλίου του Yago Colas είναι Ball Don’t Lie! Myth, Genealogy, and Invention in the Cultures of Basketball.

2. Όσον αφορά τον τρόπο που η επίκληση και η εμμονή στην παράδοση δημιουργούν ένα πλαίσιο εντός του οποίου το διαφορετικό και το καινούριο καταπιέζονται προς διαφύλαξη αυτού που έχει εδραιωθεί, προς διαφύλαξη της όποιας παράδοσης, θέλουμε να προσθέσουμε πως πρόκειται για πανίσχυρο σχήμα που κανείς συναντά παντού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον ελληνικό χώρο είναι ο τρόπος που ο Νίκος Παπαδογιάννης και άλλοι νεοσυντηρητικοί αρθρογράφοι συχνά χαρακτηρίζουν ως “τσίρκο” διάφορες τακτικές καινοτομίες του ΝΒΑ. Αυτό δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από την πλήρη αποτυχία τους να αναλογιστούν σοβαρά τις ιστορικές διαδρομές και πρωτοτυπίες του αθλήματος, όπως αυτές εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μας σε ενεστώτα χρόνο, ενώ ταυτόχρονα μας αποκαλύπτουν την αδυναμία τους να αναπτύξουν ένα κριτικό λεξιλόγιο απέναντι στις μπασκετικές και μη αρχές που βρήκαν έτοιμες και απαστράπτουσες την εποχή της ενηλικίωσής τους. Έδεσαν το πόδι τους πρόθυμα σε μια νοσταλγική αλυσίδα κι έκτοτε τη μεταφέρουν παντού μαζί τους, αναγκάζοντας όλους τους υπόλοιπους ν’ ακούν το κακόφωνο κροτάλισμά της –τι κριμά που ποτέ κανένας Iverson δεν θα βρεθεί να τους απελευθερώσει.

2 thoughts on “Playing the Right Way: ο Larry Brown και η Ανατομία μιας Φράσης

Add yours

Leave a comment

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑