Hoop Fiction MVP: Θανάσης Αντετοκούνμπο

Το αγρίμι, ο επαγγελματίας, ο κυνηγός, το παιδί.

Υπάρχει ένας συγκεκριμένος παίκτης ο οποίος, κατά τη διάρκεια της περσινής χρονιάς, μας σήκωσε από τον καναπέ και μας ανάγκασε να πλησιάσουμε τη μύτη σε κάποια οθόνη, κάνοντάς το συχνότερα από οποιονδήποτε άλλον, θυμίζοντάς μας πως το να δούμε έναν αγώνα δεν αποτελεί τη μοναδική επιλογή —ενίοτε μπορούμε και να τον ζήσουμε.

Ο παίκτης αυτός είναι ο Θανάσης Αντετοκούνμπο.

Με τον τίτλο του MVP δεν εννοούμε πως ήταν ο κορυφαίος στη μία ή την άλλη στατιστική κατηγορία, ούτε θέλουμε να υπονοήσουμε πως είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό που με μια πρώτη ματιά, σε videos και νούμερα, καθίσταται προφανές: ένας παίκτης, δηλαδή, συγκεκριμένων ρόλων, ο οποίος αν χρησιμοποιηθεί όπως και όσο πρέπει, κι αν παίζει σε κατάλληλες πεντάδες, μπορεί να προσφέρει στην ομάδα του μια σκιά κυριαρχίας πάνω στο παρκέ.

MVP εδώ, ωστόσο, δεν συνεπάγεται την ανάδειξη του αντικειμενικά σπουδαίου, του μετρήσιμα μεγάλου, ή του αποδεδειγμένα σημαντικού. Μας ενδιαφέρει το μικρό και το δυσδιάκριτο, το πάντα υποκειμενικό, αυτό που περνάει αδιάφορο και θεωρείται δεδομένο —μας ενδιαφέρουν μόνο τα στοιχεία εκείνα που λαμπυρίζουν στον τρόπο που αγωνίζεται ο Αντεντοκούνμπο, αλλά παραμένουν κρυμμένα στο παιχνίδι της μεγάλης πλειοψηφίας.

Τι εννοούμε;

Τα πλάγια βήματα στο κέντρο του γηπέδου. Τα δεύτερα και τρίτα άλματα σε γεμάτη ρακέτα. Το κυνήγι χαμένων φάσεων. Τα αυθόρμητα screens σε συμπαίκτες που διεισδύουν. Τις συγκρούσεις και τις πτώσεις. Τις τάπες από την αδύναμη πλευρά και τις τάπες από το πουθενά. Τη συμπεριφορά του στον πάγκο. Τις καταδρομικές του καταδιώξεις. Την καλώς εννοούμενη αμερικανιά του. Την ελαστικότητα του σώματος και τον ατσάλινο κορμό του. Τα πάντα έτοιμα χέρια και τα γεμάτα ελατήρια πόδια του. Τα ουρλιαχτά για ένα κερδισμένο επιθετικό σε μια πρώτη περίοδο σαν να’ ταν η σημαντικότερη φάση στην ιστορία του παιχνιδιού —εννοούμε τον εκμηδενισμό κάθε φόβου, την απόλυτη δέσμευση, τη μηχανική του συνέπεια.

Από πού έρχεται τόση επιθυμία;

Οι Αμερικανοί το ονομάζουν motor. Η λέξη μπήκε στα μπασκετικά λεξικά μετά το 2000 και αρχικά χρησιμοποιούνταν ως ασαφής μορφή επιδοκιμασίας —κάποιο στοιχείο ενός νεαρού συνήθως παίκτη επαινούνταν, αλλά ποιο ακριβώς; Είχε να κάνει περισσότερο με το σώμα και τις αντοχές του ή με το μυαλό και τη δύναμη της συγκέντρωσης; Αργότερα, έγινε σαφές πως η λέξη αντηχεί ένα συνδυασμό των δύο, με τρόπο τέτοιο που η αξιολόγηση του motor είναι πιο εύκολο να συμβεί με τη ζωντανή παρακολούθηση ενός παίκτη παρά με την εξέταση εξειδικευμένων στατιστικών (αν και τα hustle-stats προσφέρουν κάποιες δυνατότητες μέτρησης αυτών των παραμέτρων). Σε κάθε περίπτωση, η υπόνοια πάντα ήταν πως με το motor του ο εκάστοτε παίκτης ισοσκελίζει άλλες, θεμελιώδεις αδυναμίες —αν κι αυτή η υπόνοια έχει σταδιακά εξασθενήσει, αφού το motor πλέον τείνει να αποτελέσει διακριτή αξιολογική κατηγορία.

Εν ολίγοις, κάποτε motor σήμαινε: όσο λιγότερο μπορείς να παίξεις τόσο περισσότερο οφείλεις να τρέξεις. Σήμερα σημαίνει: όσο περισσότερο τρέχεις τόσο το καλύτερο.

Στο σημερινό ΝΒΑ συναντάμε, μεταξύ πολλών άλλων, δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα high-motor παικτών. Το πρώτο είναι ο Draymond Green, δηλαδή ο πιο εξελιγμένος (μαζί με τον Garnett), πληθωρικός και επιδραστικός παίκτης του είδους —τόσο που όποιος τον περιγράφει απλώς ως high-motor προφανώς δεν τον περιγράφει σωστά. Το δεύτερο ο Pat Beverley, ο οποίος, λόγω του σχετικά συμπληρωματικού ρόλου που έχει συνήθως, προσφέρει μια πιο παραδοσιακή διάσταση της παραπάνω έννοιας.

Παρά τις πολλές μεταξύ τους διαφορές, η βασική ομοιότητα μεταξύ Green και Beverley είναι εμφανής: το παιχνίδι και των δύο βασίζεται σε μια me-against-the-world νοοτροπία, η οποία τους καθιστά διαρκώς μάχιμους, προκλητικούς, εριστικούς. Αμφότεροι βλέπουν εχθρούς παντού —κι αν δεν βλέπουν, τους κατασκευάζουν. Κινούνται συχνά πέρα από τα όρια του αντι-αθλητικού, αλλά δεν είναι εύκολο κανείς να τους κατηγορήσει γι’ αυτό αφού κάθε κομμάτι του παιχνιδιού τους είναι -από πολλές απόψεις- εκτός ορίων γενικά. Δεν πολεμούν απλά για να κερδίσουν —πολεμούν γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορούν να υπάρξουν πάνω σ’ ένα παρκέ. Η κινητήρια δύναμη και των δύο είναι ο ασίγαστος θυμός τους.

Στην περίπτωση του Αντεντοκούνμπο ο θυμός είναι συχνά εκεί, αφού η ένταση στην οποία παίζει καθιστά την εμφάνισή του αναπόφευκτη, αλλά υπάρχει περισσότερο ως συνέπεια και λιγότερο ως αιτία. Ο Green κι ο Beverley για να παίξουν έτσι πρέπει να είναι ήδη θυμωμένοι. Ο θυμός του Αντεντοκούνμπο εμφανίζεται, όταν το κάνει, πάντα μετά, ως στιγμιαία αντίδραση κι όχι ως κατ’ εξακολούθηση συμπεριφορά.

(Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει ήδη κατανοητό: δεν συγκρίνουμε ως παίκτες τον Αντετοκούνμπο με τον Green και τον Beverley, ούτε εξισώνουμε τους δύο τελευταίους. Απλώς, χρησιμοποιούμε ένα κοινό χαρακτηριστικό των δύο Αμερικανών για να καταλάβουμε καλύτερα το αντίστοιχο του Αντετοκούνμπο, με τον ίδιο περίπου τρόπο που κανείς μπορεί να χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό του Klay Thompson στο σουτ για κάθε είδους σχετικές συγκρίσεις)

Επιστρέφουμε, λοιπόν, ξανά στην ίδια ερώτηση: από που έρχεται τόση επιθυμία;

Θεωρούμε πως το πιο κρίσιμο σημείο στη μέχρι τώρα καριέρα του είναι η στιγμή που επέστρεψε στην Ευρώπη, αποδεχόμενος πως το ΝΒΑ, όσο κι αν το κυνήγησε, παρέμεινε κάτι πολύ μακρινό. Εκείνη η πρώτη χρονιά του στην Andorra ήταν γεμάτη ερωτήσεις, ασχέτως αν κανείς τότε δεν μπήκε στον κόπο να τις θέσει. Κυρίως: πως θα αντιδρούσε έχοντας αφήσει πίσω το μεγάλο του όνειρο; Θα διατηρούνταν αναλλοίωτη η ένταση του παιχνιδιού του ή θα έδειχνε σημάδια μιας ψυχολογικής κόπωσης ως αποτέλεσμα της υπερπροσπάθειας που είχε καταβάλει τα προηγούμενα χρόνια;

1

Μέχρι τότε, κάθε επόμενο βήμα του ήταν μεγαλύτερο από το προηγούμενο: από την Α2 στην G-League κι από εκεί στο draft και -για λίγο- στο ΝΒΑ. Τώρα, έχοντας ανέβει τόσα σκαλιά, καλούνταν να κάνει ένα βήμα πίσω, δηλαδή να προβεί σε κάποιου είδος συμβιβασμό. Η χρονιά που ακολούθησε στην ACB, όπου καθιερώθηκε αμέσως στο βασικό rotation, και βέβαια η περσινή στον Παναθηναϊκό, μας έδειξαν πως το μεγάλο κίνητρο εκείνων των πρώτων χρόνων της καριέρας του -η πηγή της ανεξάντλητης ενέργειάς του- δεν ήταν τόσο το ΝΒΑ όσο η ευρύτερη αντίληψή του σχετικά με το ίδιο το παιχνίδι.

Πολλοί παίκτες παίζουν για νίκες, πρωταθλήματα, συμβόλαια, τίτλους, καριέρες —παίζουν επειδή πάντα κοιτάνε προς κάτι μακρύτερο, προς αυτό που θα έρθει, προς αυτό που θα κερδίζουν. Ένα θα στο κορμί κι ένα ακόμα στο κεφάλι. Πολλοί παίκτες παίζουν επειδή κάτι τους λείπει. Δεν παίζουν μόνο για το τώρα —παίζουν εξίσου για το μετά, το αύριο, το όποιο μέλλον. Ενίοτε δεν μπορούμε να πούμε καν ότι παίζουν: κάνουν απλώς διαχείριση —κλέβουν σε κατοχές, κρατάνε ανάσες, προφυλάσσουν δυνάμεις.

Στο Θανάση Αντετοκούνμπο δεν λείπει τίποτα γι’ αυτό και δεν παίζει για κανένα μέλλον. Δεν παίζει για νίκες ή οποιονδήποτε άλλο μακροσκοπικό στόχο: παίζει για κερδισμένες κατοχές, παίζει για την παρούσα στιγμή, παίζει αποκλειστικά για το εδώ και το τώρα. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι μάταιο να του ζητάει κανείς να “διαχειρίζεται καλύτερα τα φάουλ του”, ή να “κρατάει δυνάμεις”, ή οτιδήποτε άλλο υποδεικνύει μια διαφορετική νοοτροπία απ’ αυτήν που τόσο εμφατικά τον διακρίνει.

Φέτος ο Pascual, παρά το ότι από την αρχή είχε διαφανεί το τι μπορεί να προσθέσει στο αμυντικό potential της ομάδας του, άργησε να δώσει στον Αντεντοκούνμπο θέση στο rotation, κι άργησε περισσότερο να τον σταθεροποιήσει σε αυτό (επίσης, θα θέλαμε να είχαμε δει περισσότερα λεπτά με Αντεντοκούνμπο-Singleton στο 4-5). H καλύτερή του εμφάνιση, και μάλλον η πιο χαρακτηριστική καθώς σ’ αυτήν αποκρυσταλλώνονται όσα μπορεί να προσφέρει στο υψηλότερο επίπεδο, ήταν πιθανότατα αυτή του πρώτου παιχνιδιού με τη Real για τα φετινά playoffs.

Παρατηρήστε τον τρόπο που ο Αντεντοκούνμπο πηγαίνει στη βοήθεια και μετά από μία πάσα είναι ήδη έτοιμος για το αποτελεσματικό close-out.

Πιο συγκεκριμένα, τα 4 πρώτα λεπτά του αγώνα, όταν ο Παναθηναϊκός προηγήθηκε με 16-0, πριν ο Αντεντοκούνμπο αποσυρθεί από το παρκέ λόγω του δεύτερού του φάουλ. Σ’ αυτά τα 4 λεπτά, όταν και κρίθηκε ουσιαστικά το παιχνίδι, ο Αντεντοκούνμπο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συμμετείχε σχεδόν σε κάθε κερδισμένη κατοχή, επηρεάζοντας το παιχνίδι με τρόπους που ελάχιστοι ρολίστες μπορούν. Έπαιξε εξουθενωτική άμυνα στον Doncic και πήρε ηρωικά ριμπάουντ από τον Tavares, κέρδισε επιθετικό φάουλ και ριμπάουντ, έκανε δύο καρφώματα, είχε δυο-τρία contest κι άλλα τόσα deflections, δεν έχασε αμυντικό rotation, δεν υπήρξε αιφνιδιασμός χωρίς δική του συμμετοχή —αυτή είναι η (εναλλακτική) μορφή μιας εμφάνισης MVP σε συσκευασία αρώματος: MVP όχι λόγω ενός γεμάτου boxscore, αλλά ως αποτέλεσμα συσσώρευσης ενέργειας και συγκέντρωσης, ως αποτέλεσμα αποφάσεων που όλες καταλήγουν σωστές.

Μα είναι μόλις 4 λεπτά, θα πει κάποιος.
Μα αυτό ακριβώς, θα απαντήσουμε, είπαμε πως ψάχνουμε από την αρχή του κειμένου.

Θανάσης 1

*Στην κόκκινη παρένθεση περιέχεται η θέση του Αντεντοκούνμπο στα συγκεκριμένα στατιστικά συγκριτικά με τους συμπαίκτες του στον Παναθηναϊκό για τη χρονιά 2017-18 (εμφανίζονται όσοι έχουν παίξει συνολικά τουλάχιστον 200 λεπτά και είχαν συμμετοχή σε τουλάχιστον 20 αγώνες). Στην μπλε αγκύλη περιέχεται η θέση του Αντεντοκούνμπο στα συγκεκριμένα στατιστικά συγκριτικά με όσους παίκτες στην Euroleague είχαν παρόμοια συμμετοχή με αυτόν, έπαιξαν δηλαδή σε τουλάχιστον 20 αγώνες κι είχαν παρόμοια (+-40) συνολικά λεπτά συμμετοχής μαζί του (ο ίδιος συνολικά 365’).

**Τα νούμερα προέρχονται από τη φανταστική δουλειά του Ανδρέα Χριστοφόρου, η οποία μπορεί να βρεθεί εξ ολοκλήρου εδώ. Αν χρειάζεστε επεξήγηση σχετικά με την ορολογία, πατήστε εδώ.

Από τα συγκεκριμένα νούμερα, λοιπόν, εύκολα επιβεβαιώνονται τα όσα έχουμε αναπτύξει στο υπόλοιπο κείμενο. Ειδικά ως προς την αμυντική του επίδοση, η οποία είναι αυτή που μετράται κατά βάση στον πίνακα, ο Αντεντοκούνμπο βρίσκεται σταθερά τόσο στο top5 ανάμεσα στους συμπαίκτες του όσο και στο top8 σε ολόκληρη την Euroleague ανάμεσα σε παίκτες που είχαν ρόλο παρόμοιο με τον δικό του. Ας αναδιατυπώσουμε: ο Αντεντοκούνμπο, στα κομμάτια του παιχνιδιού που μετρώνται μέσω των συγκεκριμένων στατιστικών, δεν αποτελεί απλά έναν από τους πιο σημαντικούς ρολίστες του Παναθηναϊκού, αλλά έναν από τους καλύτερους σε ολόκληρη τη λίγκα. Τρόπον τινά, μπορούμε να πούμε πως αυτό που προσφέρει είναι κάτι σαν instant defense, με τον όρο να περιέχει τόσο τα όσα προσφέρει το παιχνίδι ατομικά όσο και την ευρύτερα ευεργετική επίδραση του στο σύνολο —η δεύτερη συχνά ορατή και ως βελτίωση της επιθετικής παραγωγής.

Βεβαίως, ο Αντεντοκούνμπο ανήκει στην κατηγορία παικτών η μέτρηση και η αξιολόγηση των οποίων απαιτεί έντονη στατιστική εξειδίκευση. Μεταξύ άλλων, θα θέλαμε να μπορούμε να κοιτάξουμε και να συγκρίνουμε τα εξής:

Πόσο τρέχει ανά αγώνα και με τι ταχύτητα; Πόσα screens του οδηγούν σε καλάθια ή ασίστ; Πόσο κρατάει την μπάλα συνολικά σ’ ένα παιχνίδι και πόσο ανά κατοχή; Ποιο είναι το νούμερο των πόντων ανά αμυντική κατοχή στην οποία εμπλέκεται; Ποιο είναι το ποσοστό των αντιπάλων όταν σουτάρουν με το χέρι του κολλημένο πάνω τους; Πόσες κατοχές των αντιπάλων που ξεκινάνε με τον Αντεντοκούνμπο να πιέζει τον αντίπαλο ball-handler καταλήγουν σε λάθος ή άστοχο σουτ; Πόσα επιθετικά φάουλ κερδίζει ανά αμυντική κατοχή; Πόσες χαμένες μπάλες σώζει;

Όσο τίποτε από αυτά δεν είναι ακόμα διαθέσιμο, μπορούμε απλώς να ανακεφαλαιώσουμε αυτό που -υποψιαζόμαστε- κάθε είδους μέτρηση θα επιβεβαιώσει: ο Θανάσης Αντετοκούνμπο προσφέρει στην εκάστοτε ομάδα του τη μέγιστη δυνατή ένταση σε κάθε στιγμή που βρίσκεται στο παρκέ.

31890463_187603122058832_9054532740690477056_n

Πόσοι παίκτες μπορούν να πουν το ίδιο; Πόσοι ξεσηκώνουν ένα γήπεδο με μια άμυνα σ’ έναν παίκτη που δεν έχει περάσει το κέντρο; Πόσοι κερδίζουν τόσες φάσεις απλώς επειδή το θέλουν περισσότερο; Πόσοι μεταγγίζουν τέτοιες ποσότητες ενέργειας σε ολόκληρη την ομάδα τους; Πόσοι τρομάζουν αντιπάλους απλά και μόνο με τον τρόπο που τρέχουν; Πόσοι κρατάνε αυτό το επίπεδο ενθουσιασμού είτε παίζουν είτε κάθονται στον πάγκο; Και πόσοι κάνουν κάποια ή όλα από τα παραπάνω χωρίς να βλέπουν παντού εχθρούς, χωρίς να μισούν περισσότερο την ήττα απ’ όσο αγαπάνε τη νίκη ή το ίδιο το μπάσκετ;

Κι είναι αυτή η τελευταία που αποτελεί τη σχετικά αθέατη πλευρά του παιχνιδιού του: συμπιεσμένο ανάμεσα σ’ αυτά που ο Αντεντοκούνμπο μας δείχνει και σ’ αυτά που εμείς επιλέγουμε να δούμε, βρίσκεται κάτι που δεν ξέρουμε αν είναι φως, αλλά είμαστε βέβαιοι πως με τον τρόπο του φωτίζει. Μέσα από τους υπερτροφικούς μύες και τις γενναίες ποσότητες ιδρώτα, το αυθόρμητο χαμόγελο. Μέσα από το πάθος και την αποφασιστικότητα, η απλή χαρά. Μέσα από τον επαγγελματία που θέλει να κερδίσει και να επιβληθεί, το παιδί που θέλει απλώς να διασκεδάσει.

 

2 thoughts on “Hoop Fiction MVP: Θανάσης Αντετοκούνμπο

Add yours

  1. Οι ικανότητες του Θαναση ειναι γνωστές, μάλιστα, όσο μεγαλώνει και ελέγχει περισσότερο τον εαυτό του, πιστευώ πως θα γίνεται καλύτερος.Δεν θέλω να ασχοληθώ με τις τεχνικές ικανότητες του αμυντικού terminator της ομάδας. Αντίθετα, θέλω να επισημάνω κάτι άλλο: Παίκτες όπως ο Νικ, ο Νικόλας,ο Θανάσης είναι σημαντικά για το club γιατί φέρνουν ΟΠΑΔΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ. Είναι παίκτες με τους οποίους τα παιδιά σε μικρή ηλικία μπορούν να ταυτιστούν αναλόγως το background τους.

    Ο Νικόλας ο Παππάς που σκοτώνει στο 1 με 1, που αγαπά τα αδέσποτα, υπερασπίζεται όσους πιστεύει πως αδικούνται, που αντιδρά έντονα όταν τσαντίζεται και τα βάζει με την εξουσία και το κατεστημένο (άσχετα αν έχει δίκιο ή οχι). Το πρόσωπο της μεσαίας τάξης που γουστάρει να φανατίζεται και να ψάχνει στόχους στη ζωή της.

    Ο Νικ ο Καλάθης, το Αμερικανάκι που μπορεί να μην έχει σουτ αλλά κάνει την Ευρώπη να παραμιλά επειδή οργανώνει-σκοράρει από κοντά-παίζει άμυνα, που ήρθε να βρει τις ρίζες του, που τον ξέρει όλη η Ευρώπη, που δεν θα κάτσει να φανατιστεί με πολιτικές σταυροφορίες ή με άλλα βαρετά πράγματα, ο cool αρχηγός που του αρέσει να καίγεται με τις ώρες στο texas hold’em μαζί με οποινδήποτε ξέρει καλά τους κανόνες του παιχνιδιού. Το πρόσωπο ευκατάστατης τάξης, που αντί να αναπαυθεί σε όσα έχει, χρησιμοποίησε την ευφυία του και πολλές ώρες στο γήπεδο για να γίνει ο δικαιωματικός αρχηγός.

    Ο Θανάσης ο Αντετονκούμπο, ο μετανάστης στην Αθήνα, που μεγάλωσε στα Σεπόλια και ζούσε σε αυτές τις παράλληλες διαστάσεις της Αθήνας που όλοι ξέρουμε πως υπάρχουν αλλά προτιμούμε να αγνοούμε. Ο…ανέγγιχτος που μπήκε λόγω τύχης και προσωπικής ικανότητας στα σαλόνια. Ο αδικημένος που αντί να υποκύψει στη μοίρα του ή να τα βάλει με το σύστημα,σκύβει και συνεχίζει μέχρι να κερδίσει το σύστημα στο δικό του παιχνίδι. Το πρόσωπο των φτωχών, ο ήρωας από τα χαμηλά που φτάνει στις βουνοκορφές λόγω πεπρωμένου.

    Νομίζω πως ένα από τα πλεονεκτήματα του μπασκετικού Παναθηναικού σε σχέση με οποιαδήποτε άλλο αθλητικό οργανισμό ομαδικού αθλήματος στο Ελλαδιστάν ήταν πως είχε ανέκαθεν τα πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες να εμπλέκονται μαζί του. Για να μην σας τρέχω στον Φαίδωνα τον Ματτθαίου και τον Κολοκυθά ας πάρουμε την τελευταία 30ετία: Από τους διόσκουρους Γιαννάκη και Γκάλη στους διόσκορους Αλβέρτη και Οικονόμου, από τον rock star (sex drugs n’Μποντιρόγκα), από τον Λάζαρο Παπαδόπουλο και Αντώνη Φώτση στον 3D και το Λαρισαίο, πάντα οι πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες έβγαιναν από την ΚΑΕ ΠΑΟ ανεξαρτήτως του αν έμεναν εκεί. Πραγματικά ενδιαφέρουσες προσωπικότητες όμως, όχι για ιστορίες του Φώσκολου σε εφημερίδες για λιμενεργάτες, μεσημεριανές εκπομπές ζωντανών απολιθωμάτων σε κανάλια για συνταξιούχους ή μεταμεσονύκτιες εκπομπές μισθαρνών μπαμπουίνων.

    (ωραίο βγήκε, θα το κάνω ανάρτηση)

    Like

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Create a website or blog at WordPress.com

Up ↑